Οι κανόνες του παιχνιδιού
Είναι Δευτέρα απόγευμα, κάθομαι σε ένα από τα αγαπημένα μου καφέ στη Βοστώνη και ετοιμάζομαι να επιστρέψω στο Λονδίνο μετά από μία γεμάτη εβδομάδα σε Νέα Υόρκη και Βοστώνη. Ο Κ.Α. με έχει καλέσει στην παρέα του Amagi και, με έναν συνδυασμό χαράς και ήρεμου πανικού, μπαίνω στο site να ρίξω μια ματιά στα προηγούμενα κομμάτια, να μπω λίγο στο «κλίμα». Κοιτάω αφηρημένα έξω από το παράθυρο και αναρωτιέμαι από πού να ξεκινήσω — από που να πιάσω το νήμα. Σκέφτομαι ότι οι ανταποκρίσεις από το Λονδίνο, οι εκδηλώσεις έρωτα για τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, οι φόροι τιμής για τις πόλεις της Ευρώπης, οι γλυκόπικρες επιστροφές στην Αθήνα — όλα αυτά θα πρέπει να περιμένουν. Προέχουν οι κανόνες του παιχνιδιού, τα εργαλεία της παρατήρησης.
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι συστηματικά με το να παρατηρώ πόλεις ως μέρος της έρευνας μου για τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο, την αστική συνύπαρξη, την πολιτική κουλτούρα, και τον ρόλο των νέων Μέσων σε όλα αυτά. Πριν από δύο περίπου χρόνια έζησα στη Βοστώνη για ένα τετράμηνο ως επισκέπτης ερευνητής στο Engagement Lab του Emerson College. Η περίοδος εκείνη ήταν καθοριστική επαγγελματικά και προσωπικά, όχι μόνο επειδή από μικρός λάτρευα την Αμερική και ονειρευόμουν μια μέρα να ζήσω έστω και για λίγο εκεί, ή επειδή η Βοστώνη είναι μία όμορφη και φιλόξενη πόλη, αλλά επειδή είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να εκμεταλλευτώ στο μέγιστο δυνατό τον χρόνο μου εκεί. Η περίοδος παρατήρησης της πόλης, και των άλλων, κατέληξε να γίνει ένα ενδελεχές πείραμα παρατήρησης του ίδιου μου του εαυτού και της δικής μου σχέσης με την πόλη. Τελικά μέσα από αυτήν την ενδοσκόπηση κατάφερα να καταλάβω λίγο καλύτερα και την πόλη, και τον εαυτό μου, και τους άλλους.
Το πείραμα αυτό τα είχε όλα: ψυχαναγκαστική φωτογράφιση και καταγραφή των πάντων — από το τι έκανα, πού πήγα, και με ποιον ήπια καφέ, μέχρι σημειώσεις για τα κτίρια, τους ανθρώπους, τη ζωή εδώ, το πώς ένιωθα κάθε μέρα. Ημερήσιες εκδρομές σε κωμοπόλεις της Μασαχουσέτης με πλούσια ιστορία (όπως το Lowell — το λίκνο της βιομηχανικής επανάστασης στην Αμερική και μία από τις τρεις μεγαλύτερες κοινότητες της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ). Συναντήσεις με κάθε φίλο και γνωστό — και φίλο και γνωστό κάθε φίλου και γνωστού που ήταν ή περνούσε από τη Βοστώνη. Χάρτες με σβησμένους τους δρόμους που είχα περπατήσει. Κουτιά με αναμνηστικά και εισιτήρια τρένων και αποκόμματα από προβολές σε σινεμά και επισκέψεις σε μουσεία. Φυλλάδια των υποψήφιων στις δημοτικές εκλογές. Κουπόνια προσφορών από το τοπικό σουπερμάρκετ... Ο Georges Perec θα έκανε πάρτι.
Ένα από τα βασικότερα πράγματα που έμαθα μέσα από αυτή την εμπειρία ήταν το πόσο σημαντικό είναι αφενός μεν να καταγράφεις, αφετέρου δε να «προκαλείς» τον εαυτό σου — να τον πιέζεις να βγει από τη θαλπωρή της καθημερινότητας, από τη φούσκα της ρουτίνας και του ουσιαστικά αυθαίρετου οικοσυστήματος που εσύ ο ίδιος έχεις δημιουργήσει. Ανάγκασα τον εαυτό μου να πιάσει κουβέντα με αγνώστους. Και κάπως έτσι έμαθα την ιστορία του Danny του κουρέα, που μεγάλωσε στις εργατικές πολυκατοικίες μέσα στα ναρκωτικά. Και την ιστορία της Pat, που σε ηλικία 90κάτι, έχοντας πρόσφατα χάσει την αδερφή της που ήταν η μοναδική συντροφιά της, και έχοντας κάνει καριέρα στο Χόλυγουντ τη δεκαετία του ’40, κρατάει ακόμα το θρυλικό παλαιοπωλείο του Αρμένιου πατέρα της που εγκατέλειψε τον τόπο του για να γλιτώσει από την επερχόμενη καταστροφή στις αρχές του 20ού αιώνα. Και τις ιστορίες τόσων άλλων που ζούσαν τριγύρω μου. Και, κάπως έτσι, η Βοστώνη κατέληξε να είναι το σπίτι μου. Σε κάθε γωνιά της πόλης και μία ανάμνηση, μία ιστορία, μία φωτογραφία.
Εννοείται ότι, υπό κανονικές συνθήκες —όπως και ο περισσότερος κόσμος—, δεν θα είχα την υπομονή και την πολυτέλεια (του χρόνου, κυρίως) να κάνω συνεχώς όλα αυτά τα πράγματα στο σπίτι μου, στην πόλη μου. Κι όμως. Όταν πρωτομετακομίζουμε σε ένα μέρος ή όταν το επισκεπτόμαστε σαν τουρίστες, επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ανοίξουμε τα μάτια μας και τα αυτιά μας. Έχουμε την καλή διάθεση ή την ανάγκη να εξερευνήσουμε, να μάθουμε, να χαθούμε, να γνωρίσουμε, να τριγυρίσουμε, να παρατηρήσουμε. Κι όταν περάσουν λίγες μέρες ή εβδομάδες, αρχίζουμε ασυνείδητα να δημιουργούμε ολοένα και πιο ανέλικτες συνήθειες. Προτιμούμε τις συντομότερες διαδρομές, τους ανθρώπους και τα μέρη που μας ταιριάζουν περισσότερο, την άνεση και την ασφάλεια του γνώριμου. Και σιγά-σιγά μάς τυλίγουν οι υποχρεώσεις και οι υπάρχουσες φιλίες, και το κρύο ή η ζέστη, και η αστείρευτη ροή ερεθισμάτων, πληροφοριών και μηνυμάτων στο ημι-ιδρυματοποιημένο ψηφιακό περιβάλλον του σπιτιού μας. Και κάπως έτσι, σιγά σιγά, αυτοπεριοριζόμαστε. Το σημαντικότερο εργαλείο της παρατήρησης —δηλαδή της ζωής— δεν είναι ούτε τα χρήματα, ούτε η τεχνολογία, ούτε καν ο χρόνος: είναι η συνειδητή απόφαση να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ακούσει και να δει, και να έρθει σε διάλογο με την πόλη και τους άλλους. Δηλαδή να επεξεργαστείς και να αναστοχαστείς. Όσο χρόνο και να έχεις.
Όταν την περασμένη Πέμπτη, μετά από ενάμιση χρόνο, επέστρεψα για πρώτη φορά στη Βοστώνη, ένιωσα ακριβώς όπως νιώθεις όταν περνάς έξω από ένα σπίτι όπου έζησες για πολλά χρόνια. Δεν ήταν (μόνο) κάποια αφηρημένη νοσταλγία ή συγκεκριμένες ανάμνησεις. Ήταν ένα πολύ έντονο, επίπονο συναίσθημα, σαν να επέστρεφα στο μέρος που εγώ είχα στοιχειώσει, και στο οποίο —σαν συνθήκη του διαλόγου μας— είχα αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μου.