#BrusselsLockdown

D
Νικόλ Πρεβεζάνου

#BrusselsLockdown

Παρασκευή βράδυ, 20 του μηνός, στον σταθμό του μετρό Louise στις Βρυξέλλες, το κλίμα ήταν περίεργο. Περιπολίες στρατιωτών μέσα στον σταθμό μαζί με αστυνομικούς, καχύποπτα βλέμματα δεξιά και αριστερά. Τα είχαμε κάπως συνηθίσει μες στην εβδομάδα, με τη φύλαξη των χώρων εργασίας των ευρωπαϊκών θεσμών από στρατιώτες, με τους περίεργους ελέγχους το πρωί στα βαγόνια του μετρό και τις καθυστερήσεις. Ναι, αλλά αυτή την Παρασκευή ήμασταν μετρημένοι 6 επιβάτες, 10 στρατιώτες, 4 αστυνομικοί. Οι λιγοστοί επιβάτες κάναμε σαν να μην τρέχει κάτι, μην μπορώντας όμως να χαλαρώσουμε το βλέμμα και περιμένοντας με κομμένη την ανάσα —χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε— να δούμε το γιατί. Η βραδιά τελικά κύλησε ομαλά, γυρίσαμε στο σπίτι, κοιμηθήκαμε περιμένοντας άλλοι το ρεπό τους κι εγώ τη χαλαρή μέρα εργασίας του Σαββατοκύριακου, με τους λίγους επισκέπτες στο μουσείο —οικογένειες κυρίως— και τη χαλαρή πλάκα με τους συναδέλφους.

Το πρωί όμως ξυπνήσαμε σε μια νέα πραγματικότητα. Πρώτη είδηση ότι κλείνει το μετρό για λόγους ασφαλείας. «Το ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά από χτες», σκέφτομαι. Ψάχνω στο app να δω δρομολόγια για το λεωφορείο, καθώς σηκώνομαι χαλαρά και βάζω καφέ. Ένα σωρό ειδοποιήσεις… Alerte και alerte. Πέρασε όλη η μέρα μέχρι την επομένη το πρωί της Κυριακής, για να συνειδητοποιήσω ότι η πόλη είχε κλείσει. Οποιοδήποτε μέρος μπορεί να συγκεντρώσει πάνω από 50 άτομα ταυτόχρονα απλούστατα δεν λειτουργεί, με εξαίρεση τα σουπερμάρκετ (τα πολύ μεγάλα έκλεισαν βέβαια κι αυτά). Κόσμος πηγαινοερχόταν στη γειτονιά, τα συνοικιακά μαγαζιά ήταν ανοιχτά, αλλά δινόταν η αίσθηση ότι «έπρεπε να τελειώσουμε τις δουλειές μας και να φύγουμε». Το Σαββατοκύριακο πέρασε σε σπίτια, με παρέες. Πότε συζητώντας τις εξελίξεις, πότε πίνοντας και τρώγοντας το γεύμα που ετοιμάστηκε για την «αναγκαστική» βεγγέρα.

Τη Δευτέρα όμως ήταν χειρότερα.

Δεν ήταν πια μια παρένθεση, μια έκτακτη περίσταση. Η πόλη είναι κλειστή, και κανείς δεν ξέρει να πει πότε και υπό ποιες συνθήκες θα ξανανοίξει. Οι αστικές συγκοινωνίες ή είναι κλειστές ή υπολειτουργούν, και στα υπόλοιπα μέσα μεταφοράς, π.χ. στα τρένα, είναι πολύ έντονη η παρουσία του στρατού. Οι δουλειές υπολειτουργούν, οι τράπεζες έχουν κατεβάσει ρολά, τα πολυκαταστήματα επίσης. Τα σχολεία όλων των βαθμίδων είναι κλειστά. Οτιδήποτε έχει να κάνει με διασκέδαση, πολιτισμό, αθλητισμό δεν λειτουργεί. Στους κεντρικούς δρόμους κυκλοφορούν «καναδέζες».

Μόνο οι γειτονιές ζουν, κι αυτές πιο δειλά.

Τώρα πια το ερώτημα είναι το εξής: Αν παύσει ο συναγερμός και αρθούν τα μέτρα ασφαλείας, πώς θα γυρίσουμε όλοι πίσω στη ζωή μας; Αν οι έρευνες αποδώσουν και βρεθεί ο καταζητούμενος, και βρεθούν τα όπλα, οι βόμβες, οι ζώνες, θα είμαστε καλύτερα; Μήπως η επιβεβαίωση της απειλής μάς κάνει να πανικοβληθούμε ακόμη περισσότερο; Κι αν πάλι δεν βρεθεί τίποτα; Πώς θα νιώσουμε; Θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση; Θα ανακουφιστούμε;

Η εξιχνίαση, η έρευνα, η καταδίωξη αυτής της απάνθρωπης μορφής εγκλημάτων δεν μπορεί να θυσιάσει τη ζωή του πολίτη, διότι είναι βέβαιο ότι θα λυγίσει. Το να σε αποτρέπουν το να πας στη δουλειά σου επειδή υπάρχει κίνδυνος είναι πολύ σκληρό. Το να μην μπορείς να στείλεις το παιδί σου στο σχολείο γιατί δεν θεωρείται ασφαλές είναι απάνθρωπο. Η επαναφορά της κανονικότητας απαιτεί ιδιαίτερο θάρρος από όλους μας, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις των επόμενων ημερών. Δεν μπορούμε να προφυλαχθούμε αποτελεσματικά από αυτού του είδους το έγκλημα, παρά μόνο εάν πάψουμε να ζούμε. Αλλά δεν μπορούμε, δεν γίνεται να παραδοθούμε και να συνθηκολογήσουμε.

Φοβόμαστε, είναι ανθρώπινο, αλλά θα το παλέψουμε.

Τα παιδιά μας θα ξαναπάνε στο σχολείο. Θα ξανανοίξουμε τα θέατρά μας, τα σινεμά, τα γήπεδα. Θα ξανατραγουδήσουμε στις συναυλίες. Θα μεθύσουμε ξανά με κρασί και με φίλους στις πλατείες της πόλης. Θα ζήσουμε.

Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Αλλά είναι αρκετό.