Κινητή γιορτή
Το φιλμ «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» («Midnight in Paris») βρίθει αναφορών σε άλλα έργα τέχνης, αλλά το κυριότερο homage είναι αυτό στο μικρού μήκους φιλμ «Σταθμός Αποχαιρετισμού» («La jetée») του Κρις Μαρκέρ (που διασκευάστηκε και στο φιλμ «12 πίθηκοι» από τον Τέρι Γκίλιαμ). Περίπου στα τρία τέταρτα της διάρκειας του φιλμ, ο Αμερικανός συγγραφέας Τζιλ (Όουεν Γουίλσον) παρευρίσκεται σε μια γαμήλια δεξίωση που δίνεται σε ένα σαλόνι στρωμένο με διάφορα βαλσαμωμένα άγρια ζώα. Βολτάρει μέσα στο δωμάτιο με μια νεαρή γυναίκα (Μαριόν Κοτιγιάρ), την οποία φλερτάρει από τη στιγμή που έφτασε στο Παρίσι. Η σκηνή είναι παρμένη κατευθείαν από τη σεκάνς του μουσείου στο «La jetée», ενώ από το ίδιο φιλμ είναι παρμένο και το ρομαντικό δίλημμα του ήρωα. Όπως ακριβώς ο δύσμοιρος εθελοντής στο φιλμ του Μαρκέρ, έτσι και ο Τζιλ είναι ένας περίεργος χρονοταξιδιώτης, που προσπαθεί να ζυγίσει το κόστος τού να ερωτευτεί μια γυναίκα από μιαν άλλη εποχή.
Στην αρχή το ελαφρώς αλλόκοτο σενάριο του «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», στο οποίο οι γαλατικές διακοπές του Τζιλ διακόπτονται από χρονικά άλματα που τον εκτοξεύουν πίσω στο λαμπερό παρελθόν της πόλης, φαίνεται αρκετά σαθρό — απλή πρόφαση για μια σειρά από σκετσάκια. Μεταφερόμενος κάθε βράδυ, με το που χτυπούν μεσάνυχτα, πίσω στην «κινητή γιορτή» της παριζιάνικης δεκαετίας του ’20, ο Τζιλ συναναστρέφεται τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τους Σκοτ και Ζέλντα Φιτζέρλαντ και πηγαίνει σε ένα κοκτέιλ πάρτι όπου παίζει πιάνο ο Κόουλ Πόρτερ. Δείχνει το νέο χειρόγραφό του στη Γερτρούδη Στάιν (Κάθι Μπέιτς) και του κάνει το σκίτσο του ο Σαλβαδόρ Νταλί (Έιντριεν Μπρόουντι).
Τα καμέο των διασημοτήτων είναι αρκετά διασκεδαστικά (και υπάρχει ένα πολύ καλό αστείο για τον Μπουνιουέλ και τον «Εξολοθρευτή Άγγελο»), αλλά είναι και λίγο μελαγχολικά. Τα πρόσωπα αυτά είναι προφανώς οι καλλιτεχνικοί ήρωες του Γούντι Άλεν και για τον λόγο αυτό είναι και οι ήρωες του Τζιλ. Όπως ο Τζον Κιούζακ, ο Κένεθ Μπράνα και άλλοι πριν από αυτόν, ο Όουεν Γουίλσον παίζει μια καλυμμένη εκδοχή του σεναριογράφου-σκηνοθέτη του, έναν νευρωτικό πολυλογά που παλεύει να ελιχθεί μέσα σε ασφυκτικές κοινωνικές καταστάσεις. Ο Τζιλ προσωποποιεί επίσης τη γνωστή δυσπιστία του Γούντι Άλεν απέναντι στη σύγχρονη αμερικανική λαϊκή κουλτούρα: θυμηθείτε πώς το CBGB’s εμφανίζεται ως τόπος όπου κουφαίνεσαι στο «Η Χάνα και οι Αδελφές της» («Hannah and Her Sisters») ή τον στερεοτυπικό gangsta rapper που μπουκάρει βάναυσα σε μια σκηνή του «Όλοι λένε Σ’ αγαπώ» («Everyone says I Love You»).
Η διελκυστίνδα μεταξύ του εστέτ και του αναρχικού είναι ίσως το κρίσιμο σημείο στην καριέρα του Γούντι Άλεν. Ο άνθρωπος που με αγάπη αποδόμησε τον Μπέργκμαν στον «Ειρηνοποιό» («Love and Death») είναι ο ίδιος άνθρωπος που ανήγειρε μνημείο προς τιμήν του μεγάλου Σουηδού λίγα χρόνια αργότερα στις «Εσωτερικές Σχέσεις» («Interiors»). Στα γραπτά του κείμενα, ο Άλεν πολλές φορές κάνει αστεία με κλασικά λογοτεχνικά έργα, τόσο για να υπενθυμίσει στο αναγνωστικό κοινό το τρομερό πλαίσιο αναφοράς της κοινής μας κουλτούρας, όσο και για να κάνει καζούρα στους διανοούμενους. Με αυτά κατά νου, το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» μοιάζει πολύ σαν ένα κομμάτι από τις συλλογές γραπτών του Άλεν, από το «Χωρίς Φτερά» («Without Feathers») ή τις «Παρενέργειες» («Side Effects»). Ας πούμε στην παρωδία του ντοστογιεφσκικού «Υπογείου» ο Άλεν γράφει: «Συναντώ έναν άντρα σε ένα υπαίθριο καφέ. Είναι ο Αντρέ Μαλρό. Παραδόξως, κι εκείνος νομίζει ότι εγώ είμαι ο Αντρέ Μαλρό. […] {άω με τα νερά του κι έτσι καταφέρνω και τρώω τη φρουτοσαλάτα του» (βλ. Γούντι Άλεν, «Όλα τα γραπτά του», μτφρ. Σωτήρη Κακίση, εκδ. «Bell» 2003).
Η αντίφαση, λοιπόν, είναι αυτή του κωμικού που βρίσκει παρηγοριά στον παραδεδεγμένο κανόνα, την ίδια στιγμή που αισθάνεται την υποχρέωση να αποδομήσει τον κανόνα αυτό. Ή, για να το θέσουμε με πιο μισανθρωπικό τρόπο (ο Άλεν είναι σαφώς μισάνθρωπος), έχει την ίδια περιφρόνηση για τους name droppers όσο και για εκείνους που δεν έχουν τα εφόδια να αναγνωρίσουν τα ονόματα που περιλαμβάνει το name dropping.
Ο Άλεν συγχωνεύει αυτές ακριβώς τις δύο κατηγορίες ανθρώπων στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», με τη μορφή ενός Αμερικανού ακαδημαϊκού που υποδύεται ο Μάικλ Σιν, ο οποίος επιπλήττει τον Τζιλ λέγοντάς του ότι «η νοσταλγία είναι άρνηση». Η κάμερα μας δείχνει πίσω του μια σειρά από αγάλματα στις Βερσαλλίες που πνίγουν τη συγκατάβαση του με τη σιωπή τους: μία από τις ωραίες εικαστικές πινελιές σε μια ταινία που είναι καλύτερα γυρισμένη από το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης δουλειάς του Άλεν.
Μια ακόμη ωραία πινελιά είναι η σεκάνς όπου η Ρέιτσελ Μακάνταμς τραβάει τον Γουίλσον στο κρεβάτι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να τον αποσπάσει από τις υψηλές λογοτεχνικές φιλοδοξίες του. Είναι η μόνη στιγμή στην ταινία όπου η Μακάνταμς είναι ελαφρώς δελεαστική: μη όντας ποτέ ιδιαίτερα λεπτός δραματουργός, ο Άλεν έχει μετατρέψει το χαρακτήρα της Ινέζ και των ευκατάστατων γονέων της σε καρικατούρες Αμερικανών πλουσίων. Η επιφανειακή τους αποκρουστικότητα και η λανθάνουσα ιδεολογική ακαμψία τους (ο μπαμπάς λατρεύει το Tea Party) αρκούν για να δικαιολογήσουν την επιθυμία του Τζιλ (και του Άλεν) να δραπετεύσει από το παρόν. (Βέβαια, η ούτως ή άλλως παιδιάστικη κριτική του Άλεν στους σκληροπυρηνικούς δεξιούς μάλλον υπονομεύεται από την επιλογή της κυρίας Σαρκοζί για να παίξει την ξεναγό στο μουσείο, αλλά c’est la vie).
Υπάρχουν όμως δύο ατού στο φιλμ. Το πρώτο είναι η εξαιρετική ερμηνεία του Γουίλσον: αν και ο Τζιλ εξακολουθεί να είναι χάρτινος, ο ηθοποιός τουλάχιστον του δίνει ένα μικρό κομμάτι ψυχής. Υπάρχει ένα υπέροχο κοντινό, όπου το αρχικό σοκ του Τζιλ καθώς βλέπει τον εαυτό του στην παρέα των σεβάσμιων φαντασμάτων δίνει τη θέση του σε ένα ύφος ζαλισμένης απόλαυσης, ειδικότητα του ηθοποιού: το feeling είναι μεταδοτικό, η σκηνή λειτουργεί. Είναι ακριβώς το αντίθετο από το μετριότατο «Κι αν σου κάτσει» («Whatever works»), όπου η δύσπεπτη ερμηνεία του Λάρι Ντέιβιντ ακυρώνει οποιαδήποτε ταύτιση του κοινού με τον ήρωα.
Το δεύτερο ατού είναι ο τρόπος που ο Άλεν μεταμορφώνει τις νυχτερινές αποδράσεις του Τζιλ, βάζοντας την Αντριάνα (Μαριόν Κοτιγιάρ) να ενδίδει σε ένα παρόμοιο είδος λαχτάρας. Στην αρχή ο χαρακτήρας της δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρων. Μας συστήνεται ως ερωμένη του Πικάσο και μαθαίνουμε ότι ήταν επίσης με τον Μοντιλιάνι και άλλους τιτάνες — είναι μια μούσα για τους πολύ μεγάλους. Ο Άλεν έχει γράψει και στο παρελθόν ρόλους μούσας —η Μάριελ Χέμινγουεϊ στο «Μανχάταν» ή η Μίρα Σορβίνο στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» («Mighty Aphrodite»)—, αλλά ήταν πάντα ετερόφωτοι ρόλοι, σε ερωτική αντίστιξη προς τον αρσενικό ήρωα. Η Αντριάνα είναι μεν μια παραίσθηση του Τζιλ, αλλά έχει εσωτερική ζωή. Είναι κι αυτή συνεπαρμένη με την ιδέα του παρελθόντος όπως και ο Τζιλ. Η δική της λαχτάρα είναι η belle époque και το φιλμ τής κάνει το χατίρι με ένα σύντομο ταξιδάκι στο Moulin Rouge, όπου ο Ντεγκά παραπονιέται λέγοντας ότι θα προτιμούσε να ζει στην Αναγέννηση.
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και τα φαντάσματα λαχταρούν τις παλιές καλές μέρες. Η διαπίστωση αυτή είναι, εντέλει, παραπλήσια με το «Η νοσταλγία είναι άρνηση», αν και τίθεται περισσότερο ως επιβεβαίωση παρά ως απόρριψη. Ο Τζιλ κατανοεί ότι οι φαντασματικές συναντήσεις με τα μεγάλα πνεύματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την καλλιέργεια του δικού του ταλέντου, όσο μικρό κι αν είναι το ταλέντο αυτό. Η λύση του είναι να αφήσει και την Ινέζ και την Αντριάνα για μιαν άλλη όμορφη κοπελιά που συναντά. Είναι ένα γνήσιο happy end, προτιμότερο μάλλον από την κοσμική ειρωνεία του «Match Point» και του «Vicky Cristina Barcelona», αλλά και καλοδεχούμενο εν όψει της επιτευχθείσας αυτογνωσίας του Τζιλ. Ένα φινάλε που ναι μεν δεν μπορεί να συναγωνιστεί το υπέροχο φινάλε του αρχετυπικού «La jetée», αλλά πάντως στέκεται μια χαρά.
«Είχα μια ωραία ιδέα, έστω κι αν είναι μια ιδέα ήσσονος σημασίας», λέει κάπου ο Τζιλ. Αν πραγματικά μιλάει ο Γούντι Άλεν, να ξέρει ότι αυτή τη φορά είχε δίκιο.