Οι ιστορίες των θυμάτων
Θα μπορούσε κανείς να ορίσει το φιλμ νουάρ ως είδος, μένοντας μόνο στα επιφανειακά του γνωρίσματα. Το αρχέτυπο του πρωταγωνιστή του νουάρ είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, δεύτερης κατηγορίας, κυνικός και μπλαζέ, που προσλαμβάνεται για μία έρευνα, οι πραγματικές προεκτάσεις της οποίας δεν του φανερώνονται από τον εργοδότη του. Η έρευνά του τον κάνει να γνωρίσει μια μοιραία γυναίκα (femme fatale), που τον χρησιμοποιεί από απληστία προκαλώντας την καταστροφή και των δύο.
Το νουάρ, όμως, είναι περισσότερο μια κινηματογραφική τάση παρά ένα είδος κινηματογράφου. Ο πρωταγωνιστής, όχι απαραίτητα κάποιος ντετέκτιβ, είναι τρωτός και ελαττωματικός, αλλά ταυτόχρονα εξίσου κυνικός απέναντι στον κώδικα των ηθικών αξιών που πρεσβεύει, όσο και απέναντι στα θύματα που πρέπει να υπερασπιστεί. Αν και το φιλμ νουάρ συχνά συνδέεται με το αστικό τοπίο και τη ζούγκλα των δυτικών μεγαλουπόλεων, πολλές ταινίες λαμβάνουν χώρα σε μικρές πόλεις, σε προάστια, σε αγροτικές περιοχές ή ακόμα και «στον δρόμο». Συνεπώς, το σκηνικό δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα.
Το λογοτεχνικό όπως και το κινηματογραφικό νουάρ μπορούν να θεωρηθούν στενά συνδεδεμένα με την κρίση της κουλτούρας, αντανακλώντας τα συναισθήματα εφιαλτικής αποξένωσης, αποπροσανατολισμού και αποσύνθεσης που συχνά θεωρούνται διακριτικά τής (εκάστοτε) «σύγχρονης» εποχής. Η κοινή ενοχή είναι συχνά το μοναδικό κοινό σημείο ανάμεσα στους ήρωες του νουάρ, που συνήθως είναι καταδικασμένοι να μείνουν στο περιθώριο. Μονομανείς, αποξενωμένοι, ευάλωτοι, παρανοϊκοί, υποφέρουν με υπαρξιακή απόγνωση καθώς οδηγούνται από το πεπρωμένο τους. Κεντρικός θεματικός άξονας είναι η γενίκευση της άτυχης σχέσης ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και την κοινωνία που τον περιβάλλει.
Η αίσθηση ανικανότητας υπερισχύει στις ταινίες νουάρ, όπου εμφανίζονται ήρωες γεμάτοι εσωτερικές αντιφάσεις, που επεκτείνονται και στις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο. Είναι κατεξοχήν ένα απαισιόδοξο είδος, που ξεχωρίζει από τα αστυνομικά ή τα γκανγκστερικά φιλμ γιατί ενδιαφέρεται κυρίως για το θύμα. Η πραγματικότητα (οποιαδήποτε και αν είναι, κοινωνική, ψυχική, σεξουαλική) δεν είναι συχνά παρά φαινομενική, και οι καταστάσεις, το τυχαίο, το πεπρωμένο, αρκούν για να ανατρέψουν άρδην μια ζωή. Οι ατομικές ιστορίες συγκρούονται με την ομαδική σε αφηγήσεις όπου τα δύο φύλα διχάζονται ανάμεσα στην επιθυμία και την υποχρέωση.
Η δολοφονία σε αυτές τις ταινίες μοιάζει να εξορκίζει τη βία και το άγχος που αισθάνονται οι άντρες καθώς επιστρέφουν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανακαλύπτουν μια αλλαγμένη Αμερική. Το νουάρ και η αισθητική του αποκρυσταλλώνουν την απόγνωση που χτυπάει την κοινωνία, καθώς οι ήρωες μετατρέπονται σε αντιήρωες κάτω από το βάρος των αλλαγών που ορθώνονται σαν εμπόδια στον δρόμο της επιστροφής των στρατιωτών. Έχοντας απαρνηθεί τον ρόλο του στυλοβάτη της οικογένειας για να πάνε στο μέτωπο, οι άντρες πρέπει να κατακτήσουν μια θέση που έχει πλέον καταληφθεί από τις γυναίκες. Το νουάρ προδίδει το διφορούμενο που προκαλεί η ανησυχία κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, ενώ η κοινωνική θέση όλων επαναπροσδιορίζεται από τον πόλεμο. Οι άντρες βλέπουν τον ανδρισμό τους να εξαφανίζεται, και τη δύναμη τους επίσης, ενώ οι γυναίκες απελευθερώνονται από την εξουσία τους. Διόλου τυχαίο λοιπόν που οι Γάλλοι κριτικοί αποκάλεσαν το φιλμ νουάρ «ένα είδος μοντερνισμού στον λαϊκό κινηματογράφο». Άλλωστε, παρόλο που πρόκειται για ένα καθαρά αμερικανικό είδος, η ονομασία —film noir— γεννήθηκε από έναν κριτικό γαλλικών ταινιών, τον Νίνο Φρανκ, το 1946.