Αντίο, μαέστρο

L
Νικόλαος Ζήσιμος

Αντίο, μαέστρο

Στο Ατενέουμ είχα μάθημα το Σάββατο, αλλά πήγαινα και τις Τρίτες και τις Πέμπτες για διάβασμα, για να αλλάζω παραστάσεις. Έφτανα συνήθως νωρίτερα από την ώρα που ανοίγει η γραμματεία, οπότε καθόμουν λίγο με τον κύριο Βίκτορα, τον φροντιστή, ώσπου να ανοίξει η γραμματεία και να πάρω το κλειδί για μία από τις αίθουσες, συνήθως την 5, την οποία προτιμούσα γιατί μου άρεσε το πιάνο, ή επειδή την είχα συνηθίσει — σε τέτοιες περιπτώσεις, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν η προτίμηση προκαλεί τη συνήθεια, ή η συνήθεια την προτίμηση. Η Λούλη Ψυχούλη, η κυρία Ψυχούλη για μας —Λούλη, θυμάμαι, την έλεγε μόνο η Νέλλη, η δασκάλα μου, και άλλοι μουσικοί της σειράς της, όχι οι μαθητές—, έφτανε συνήθως λίγο πιο αργά το πρωί. Την έβλεπα συνήθως σε κάποιο διάλειμμα, όταν κάτεβαινα να πάρω καφέ από το κυλικείο. Καμιά φορά άδραχνε την ευκαιρία, και τη δική μου προσφορά, και μου παράγγελνε να της φέρω έναν καπουτσίνο. Δεν μιλούσε πολύ. Το ύφος της ήταν επιβλητικά ευθύ, προσγειωμένο και τραχύ, τόσο που στο μυαλό μου την είχα συνδέσει με τον Κλιντ Ίστγουντ. Η εικόνα ενός σκληροτράχηλου καβαλάρη, να οργώνει έναν αφιλόξενο κόσμο που έχει προ πολλού απομυθοποιήσει, φαίνεται παράταιρη για έναν μουσικό, και ιδίως για γυναίκα, αλλά όχι για εκείνη. Πίστευα πάντα, και πιστεύω ακόμη, πως η προσωπική αυτή εικόνα στηρίζεται σε κάτι βαθύτερο από μια υποκειμενική εντύπωση. Γιατί το να κάνεις το παράτολμο βήμα στην ουδέτερη ζώνη αν μη τι άλλο σε σκληραίνει, πόσο μάλλον αν ξέρεις πως κανείς δεν κατάφερε να περάσει απέναντι πριν από εσένα. Κι αν το πυρ δεν σε συντρίψει στο τέλος, κάτι που είναι μακράν το πιο πιθανό, θα διαλύσει όλους τους γλυκούς μύθους που κουβαλούσες για τον κόσμο. H πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε στο πόντιουμ ως ανώτατη άρχουσα της ορχήστρας, η πρώτη Ελληνίδα μαέστρος, δεν θα μπορούσε παρά να φέρει στη φωνή και το ύφος τη σφραγίδα του πολεμιστή. Ένα πρωί, δύο χρόνια πριν, την πέτυχα να μιλά στο τηλέφωνο. Η οικονομική κρίση μαινόταν και θέριζε μαζικά επιχειρήσεις. Προσπαθούσε τότε να κρατήσει όρθιο, εκτός από το ωδείο που ίδρυσε —το Ατενέουμ—, τον διαγωνισμό Μαρία Κάλλας: τον διαγωνισμό πιάνου που εκείνη δημιούργησε, δίνοντάς του διεθνές κύρος, και που λόγω έλλειψης χρηματοδότησης κινδύνευε να πέσει σε οριστικό κώμα. Και τα κατάφερε: αν και εκείνη άφησε την τελευταία της πνοή πριν λίγες εβδομάδες, πρόλαβε να ξαναδώσει ζωή στον διαγωνισμό, ο οποίος έγινε φέτος, πρώτη φορά ξανά μετά το 2011.