Οι χαμένοι [S01E04]
Δεν πρόλαβε ο οδηγός του Ντάτσουν να υπακούσει στην εντολή του ψηλού μουσάτου να παραμερίσει για να ξεμπλοκάρει η διέλευση προς τα κισσέ των διοδίων, όταν, λίγο πιο μπροστά, ακριβώς στην μπάρα τους, δημιουργήθηκε θόρυβος. Ένας ψηλός ξανθός γεροδεμένος άντρας είχε κατέβει από το αυτοκίνητό του και σήκωσε αποφασιστικά την μπάρα. Τα αυτοκίνητα που προπορεύονταν γκάζωσαν και πέρασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Το ίδιο επιχείρησε και ο οδηγός του Ντάτσουν, αλλά η ταχύτητα που ανέπτυξε ήταν αποκαρδιωτική.
Ένας από τους συγκεντρωμένους κατάλαβε την προσπάθεια «διαφυγής» και άρπαξε τη λαμαρίνα της καρότσας του αυτοκινήτου, με σαφή πρόθεση να πηδήξει μέσα. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο μουσικός κατάφερε να ξεθάψει τη θήκη του οργάνου του (για μαντολίνο το έκοβε ο Β.Β.) κάτω από τα προστατευτικά νάιλον και την κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του επίδοξου αναβάτη, που σωριάστηκε στην άσφαλτο. Στο γενικό σοκ που ακολούθησε, το Ντάτσουν κατάφερε να προχωρήσει και να φτάσει μέχρι την ανοιχτή μπάρα των διοδίων και να την περάσει. Εντωμεταξύ, τον ξανθό άντρα που είχε σηκώσει την μπάρα τον είχαν αρπάξει οι συγκεντρωμένοι και προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν από το πέρασμα για να την ξανακατεβάσουν.
Τότε ο οδηγός του τζιπ που ακολουθούσε το Ντάτσουν έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρό του και βροντοφώναξε στον «συλληφθέντα» άντρα:
«Γεια σου, ρε Απόστολε, ήρωα!»
«Είναι αυτός που νομίζω;» ρώτησε η παλιά φοιτήτρια.
«Ναι, κοπελιά, ο Γκλέτσος ο θεός είναι», απάντησε ο φουσκωτός χίπστερ, κοιτώντας όμως σχεδόν με δέος τον μουσικό για την απρόσμενη κίνησή του.
Ο ηλικιωμένος κύριος, γεμάτος έκπληξη και θαυμασμό, ρώτησε:
«Ο Γλέζος είπατε;»
Κανείς δεν του απάντησε. Δεν πρόλαβαν άλλωστε, αφού δεκάδες πέτρες άρχισαν να προσγειώνονται πάνω στο Ντάτσουν που ζοριζόταν απίστευτα για να αναπτύξει μια αξιοπρεπή ταχύτητα διαφυγής.
«Πέστε κάτω!» φώναξε ο μουσικός. «Καλύψτε το κεφάλι σας!»
Κάτι, βεβαίως, που επιχείρησαν όλοι. Παρά ταύτα, μια πέτρα βρήκε στο κεφάλι τον ηλικιωμένο κύριο ακριβώς στο σημείο όπου κατέληγε το χτένισμα-γέφυρα — και τον έριξε μισολιπόθυμο.
Οι πέτρες χτυπούσαν τη λαμαρίνα του αυτοκινήτου, και ο Β.Β., πεσμένος στην καρότσα με τις παλάμες του να του προστατεύουν το κεφάλι, ήλπιζε να ήταν όλα αυτά ένας εφιάλτης και ότι σύντομα θα ερχόταν η σωτηρία του ξυπνήματος. Αλλά, από την άλλη μεριά, ο ίδιος σπάνια έβλεπε εφιάλτες, εκτός από εκείνο το όνειρο ότι είχε επιστρέψει στο σχολείο και έπρεπε να δώσει εξετάσεις αδιάβαστος (δεν κατανοούσε αυτούς που νοσταλγούσαν την επιστροφή στα σχολικά χρόνια, καθόλου), και μάλιστα εκνευριζόταν απίστευτα από τα θρίλερ που τελείωναν με αυτή τη χιλιοπαιγμένη σύμβαση.
Δυστυχώς όμως δεν τέλειωνε εδώ το έργο. Ο φουσκωτός χίπστερ σήκωνε πού και πού το κεφάλι για να δει τι γινόταν και κάποια στιγμή ανακοίνωσε στους υπόλοιπους ότι τους ακολουθούσαν δύο παπάκια. Τα άλλα αυτοκίνητα είχαν εξαφανιστεί στον αυτοκινητόδρομο, αλλά το Ντάτσουν ήταν ακόμη κοντά στα διόδια. Το μόνο καλό ήταν ότι οι πέτρες δεν τους έφταναν πια, οπότε μπορούσαν να ξανασηκωθούν. Με μια αποφασιστική κίνηση, ο μουσικός τράβηξε και πέταξε το ματωμένο —από τον τραυματία στον κεφάλι ηλικιωμένο— νάιλον από το πάτωμα της καρότσας και αποκάλυψε καμιά δεκαριά καφάσια πατάτες. Μάλιστα ο Β.Β. παρατήρησε και μια παραπεταμένη στραπατσαρισμένη αφίσα που έλεγε: «ΧΩΡΙΣ ΜΕΣΑΖΟΝΤΕΣ».
«Αφήστε τους να πλησιάσουν. Όταν έρθουν κοντά, θα τους τις ρίξουμε στις ρόδες», είπε.
Ο Β.Β. δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ο «συνάδελφος», «μουσικός», «νεορθόδοξος» (σύμφωνα με τη φαντασίωσή του) είχε αποδειχτεί τόσο «επιχειρησιακός». Αυτή ήταν η λέξη που του ερχόταν στο μυαλό εκείνη την ώρα ως η πιο κατάλληλη, για να μην αναιρέσει την ιδέα που είχε γι’ αυτόν αλλά και για να μην του προσδώσει κάποιο ηθικό ή άλλο χαρακτηρισμό.
«Πάρτε ο καθένας κοντά σας από ένα καφάσι και ετοιμαστείτε μόλις σας πω», συνέχισε στον ίδιο επιχειρησιακό τόνο.
Όλοι ακολούθησαν την εντολή του και με αγωνία περίμεναν τους κρανοφόρους με τα παπάκια να πλησιάσουν. Ο Β.Β., παρά τον πανικό του, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη σκέψη ότι ζούσε πια τη low budget εκδοχή του Mad Max. Όλοι, πλην της κομψής κυρίας και του αιμόφυρτου ηλικιωμένου κυρίου που κειτόταν στην καρότσα, είχαν πάρει από ένα καφάσι και περίμεναν το σύνθημα. Όταν οι εχθροί έφτασαν σε απόσταση 4-5 μέτρων, ο μουσικός φώναξε: «Τώρα!» και, με γρήγορες κινήσεις, τα δέκα καφάσια της καρότσας άδεισαν σε χρόνο μηδέν και οι πατάτες μπλέχτηκαν στις ρόδες των μηχανών ανατρέποντας τους έκπληκτους αναβάτες τους.
Το Ντάτσουν απομακρυνόταν πλέον αργά και σταθερά από τους διώκτες του. Όλοι κοιτούσαν εμβρόντητοι το κατόρθωμά τους. Εκτός από τον φουσκωτό χίπστερ που έδειχνε τα γεννητικά του όργανα σαν απάντηση σε έναν από τους αναβάτες που είχε σηκωθεί, είχε βγάλει την κάσκα του και έδειχνε τα χείλια του και το μεσαίο του δάχτυλο. «Αυτά θα πάρεις, καργιόλη…» έλεγε ψιθυριστά ο φουσκωτός χίπστερ, για να τον ακούσουν μάλλον οι συνεπιβάτες του παρά ο απειλούμενος.
Τα μικρά Τσιγγανάκια δίπλα στον οδηγό έκαναν γελώντας τη χειρονομία τού like μέσα από το παράθυρο στους επιβάτες της καρότσας. Η κομψή κυρία είχε ήδη σκύψει πάνω από τον ηλικιωμένο κύριο προσπαθώντας να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Είχε μάλιστα ανοίξει την τσάντα της (όχι τη Louis Vuitton) και είχε βγάλει αυτό το συρραπτικό δέρματος που ο Β.Β. είχε παρατηρήσει να το χρησιμοποιούν σε ποδοσφαιρικούς αγώνες για να σταματήσουν την αιμορραγία σε τραυματισμένους παίχτες. Με τρεις-τέσσερις γρήγορες κινήσεις, τοποθέτησε λίγα ράμματα στο τραύμα του ηλικιωμένου και το σκούπισε με γάζα. Οι υπόλοιποι την κοιτούσαν με περιέργεια.
«Βοηθήστε με να τον ανασηκώσουμε», τους ζήτησε μετά από λίγο.
O ηλικιωμένος δεν είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις του. Η παλιά φοιτήτρια τον στήριζε καθιστό για να μην πέσει, ενώ η «γιατρός» (έτσι πια τη μετονόμασε στο μυαλό του ο Β.Β.) σκούπιζε τα χέρια και τα ρούχα της από τα αίματα…
Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ο οδηγός σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Βγήκε και απευθύνθηκε προς τους επιβάτες της καρότσας:
«Εγώ δεν πάω από άλλα διόδια. Θα πάρω άλλο δρόμο, όποιος θέλει κατεβαίνει», ανακοίνωσε.
Ο Β.Β., πιο πολύ από το να αποφασίσει εάν θα κατέβαινε ή όχι, είχε προβληματιστεί με την ηλικία του οδηγού. Πρέπει να ήταν πολύ νέος, αλλά φαινόταν συνομήλικός του. Ήταν όμως και πολύ όμορφος, με κάποιο τρόπο. Αυτή η βιολογική διαφορά τον μαγνήτιζε πάντα. Όχι η διαφορά χρώματος. Το γεγονός ότι η δυσκολία της ζωής αποτυπωνόταν στο σώμα, όπως συνέβαινε στις παλιότερες γενιές που ασχολούνταν με χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες. Όμως δεν ήταν ώρα για διαπολιτισμική ενσυναίσθηση, έπρεπε να συγκεντρωθεί.
Γύρω του, κανείς δεν φαινόταν έτοιμος να αποχωριστεί το Ντάτσουν στη μέση του πουθενά, και μάλιστα με το ενδεχόμενο να τους καταδίωκαν τα μέλη τού «πληρώνω».
«Ωραία. Φεύγουμε», ανακοίνωσε ο οδηγός, βλέποντας την απροθυμία τους να εγκαταλείψουν το όχημα.
«Από πού θα πάμε;» ρώτησε η γιατρός.
«Θα δεις», της απάντησε.
«Είμαστε τρελοί που εμπιστευόμαστε έναν γύφτο», σχολίασε ο φουσκωτός χίπστερ όταν ο οδηγός απομακρύνθηκε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.
«Δεν είναι το μόνο τρελό που μας συμβαίνει», αποκρίθηκε η παλιά φοιτήτρια.
«Ας δούμε προς τα πού θα πάει και αποφασίζουμε αργότερα τι θα κάνουμε», συμπλήρωσε ο μουσικός.
Ήταν προφανές, για τον Β.Β., ότι οι συνεπιβάτες του άρχισαν να ζυγίζουν ο ένας τον άλλο με διαφορετικό μάτι· αλλά ταυτόχρονα δημιουργούνταν και μια αίσθηση ομάδας. Κανείς όμως δεν είχε όρεξη για παραπάνω κουβέντες. Το ψιλόβροχο άλλωστε ξαναξεκίνησε και όλοι επιχείρησαν να καλυφθούν όπως μπορούσαν, ενώ η γιατρός πλησίασε με τη ροζ ομπρέλα της τον ηλικιωμένο τραυματία…
Ο Β.Β. μετά από ώρα ξαναέριξε μια ματιά στο κινητό του μήπως και είχε επανέλθει το δίκτυο, αλλά τίποτα. Εκτός από όλα τα απίστευτα που συνέβαιναν, αυτό που τον αποσυντόνιζε πλήρως ήταν ότι δεν είχε γενικότερη πληροφόρηση αλλά και δεν ήξερε τι γινόταν σπίτι του. Από την άλλη, σκεφτόταν ότι αυτά που ζούσε ήταν η πραγματική είδηση, δεν χρειαζόταν τη διαμεσολάβηση κανενός. Μάλιστα, εάν είχε καλύτερο κινητό, θα έπρεπε όλα αυτά που συμβαίνουν να τα καταγράφει δίκην δημοσιογράφου. Όμως το δικό του ήταν κλαταρισμένο, είχε αμελήσει να το ανανεώσει, ήταν ο μόνος τεχνολογικός ψυχαναγκασμός που αρνιόταν συστηματικά.
Μέσα στις σκέψεις του για τον τεχνολογικό ντετερμινισμό της ζωής και το εκνευριστικό συνταίριασμα του ψιχαλίσματος με τους θορύβους της λαμαρίνας του Ντάτσουν, πρόσεξε μια συζήτηση που είχε ο μουσικός με τον φουσκωτό χίπστερ.
«Βγήκε από την Εγνατία», είπε ο μουσικός.
«Πού μας πάει;» αναφώνησε ο φουσκωτός χίπστερ, συμπληρώνοντας τη γνωστή αποστροφή περί Παναχαϊκής που είχε καιρό να χρησιμοποιήσει.
Την απάντηση την έδωσε η ίδια η διαδρομή μετά από λίγο. Το Ντάτσουν βρισκόταν λίγα μέτρα από έναν αγαλμάτινο Λέοντα, που, παρά την περιορισμένη ορατότητα, στεκόταν επιβλητικός και αγέρωχος στην άκρη του δρόμου.
«Πού είμαστε;… Αμφίπολη;» αναρωτήθηκε ο ηλικιωμένος κύριος, που μόλις είχε συνέλθει από τη λιποθυμία και δεν πίστευε στα μάτια του.
«Ναι, μά τον Δία. Αμφίπολη…» μουρμούρισε ο Β.Β., πιο πολύ για να τον ακούσει ο Λέοντας παρά οι συνεπιβάτες του.