Φως και δέος
Φέτος η πόλη στολίστηκε νωρίς, ατελείωτες δεσμίδες λαμπιόνια απλώθηκαν πάνω από πλατείες και στοές, βιτρίνες φρεσκαρίστηκαν πολύ πριν από τις χριστουγεννιάτικες εκπτώσεις, ο κόσμος αδημονεί για το τέλος αυτού του χρόνου, οι περαστικοί βιάζονται να χαθούν μέσα στο φως χιλιάδων watt, να πιουν, να μιλήσουν, να γιορτάσουν, να αισθανθούν ότι συμμετέχουν στην παγκόσμια εορταστική κανονικότητα. Το τεχνητό φως βοηθάει, κάνει τη νύχτα μέρα, θυμίζει ατμόσφαιρα παιδικού δωματίου, έναν μαγικό μικρόκοσμο με ήχους από τύμπανα, παιχνιδοχρώματα και μυρωδιές τρυφερότητας.
Φυσικά, η αναπόφευκτη αντίθεση είναι πάντα εκεί, άνθρωποι ξαπλωμένοι πάνω σε χαρτόκουτα, ρακένδυτες γυναίκες στην ηλικία της μάνας μας, οικογένειες προσφύγων που μεταφέρουν το δικό τους προσωπικό δράμα, τις απάνθρωπες λεπτομέρειες του οποίου μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ — ούτε και θα αντέχαμε να μάθουμε. Επιπλέον, υπάρχουν και οι «άλλοι», εκείνοι που σιχαίνονται τον «κομφορμισμό» των εορτών, που θέλουν να βάλουν φωτιά στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, να δουν τα φωτισμένα δέντρα της πλατείας να καίγονται και εκείνοι να χορεύουν τελετουργικά γύρω από την πυρά, σαν σε παγανιστική τελετή υπό το επιβλητικό τοτέμ του μίσους.
Μια κοινωνία κατακερματισμένη, ζαλισμένη και κυνική, που προσπαθεί να ενταχθεί στην πρόσκαιρη αφήγηση της επερχόμενης εορταστικής παύσης, με μια έμφυτη ανάγκη να γιορτάσει χωρίς να ξέρει γιατί, να μάθει να χαίρεται και πάλι από την αρχή, με το άπλετο φως από τα χιλιάδες λαμπιόνια να αποτελεί απλά την κατάλληλη αφορμή.
«There is a light and it never goes out», αυτό το «άσβηστο φως» που έχουμε ακούσει τόσες φορές από τον Morrissey ταιριάζει και σαν soundtrack της εγγενούς μελαγχολίας των Χριστουγέννων, τότε που ο καθένας από εμάς προβαίνει αυτόματα στους ετήσιους απολογισμούς του, αναμετριέται με τις αποφάσεις του και την παγίδα τού «what if?», ενώ καταρτίζει έναν φανταστικό κατάλογο ευχών και προσδοκιών και θέτει στόχους προς εκπλήρωση, ώστε, όταν τα λαμπιόνια θα σβήσουν, η ασίγαστη φλόγα της προσωπικής του φιλοδοξίας να συνεχίσει να φέγγει.
Η πόλη αλλάζει όψη, το παλεύει, όπως κάθε χρόνο, να εμπνεύσει τους κατοίκους της να κοιτάνε λίγο ψηλότερα, εκεί όπου συνθλίβονται ένδοξα πυροτεχνήματα και μύχιοι πόθοι.
Την ίδια ώρα, το μελωδικό «άσβηστο φως» συνεχίζει σε λούπα, αυτή τη φορά με την ερμηνεία του Neil Hannon των Divine Comedy. Σαν όμορφη, παλιά, ιρλανδική μπαλάντα.