Ζευγάρια
Οι επιβάτες-ζευγάρια είναι μια κατηγορία με την οποία σίγουρα δεν θα πλήξεις. Κάθε άλλο.
Ηλιόλουστο πρωινό, λοιπόν, στην παραλιακή, στο ύψος της Βούλας. Αρχές καλοκαιριού και έχει αρχίσει ήδη να κάνει λίγη ζέστη. Ένας ηλικιωμένος κύριος μου κάνει νόημα να σταματήσω. Με το που ανοίγει η πίσω πόρτα, ακούω μια θυμωμένη γυναικεία φωνή:
«Δεν θέλω γυναίκα! Εγώ με γυναίκα δεν πάω!»
«Μα γιατί, καλή μου, έλα πάμε», απαντά ο υπομονετικός σύζυγος.
Το ζευγάρι συνεχίζει να το συζητά το θέμα, λες και θα το αγοράσει το ταξί, και με τα πολλά η κυρία πείθεται και κάθεται στο πίσω κάθισμα.
«Εγώ καθόλου δεν τις προτιμώ τις γυναίκες που οδηγούν, αυτός επέμενε!» μου λέει σχεδόν φωνάζοντας.
Δεν απαντώ, κούρσα είναι θα περάσει, λέω από μέσα μου. Η κυρία είναι τρομερά εκνευριστική και ο κύριος τρομερά υπομονετικός, σε σημείο που αρχίζω να πιστεύω ότι θα πρέπει να της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη και τώρα απλώς υπομένει την εκδίκηση. Αρχίζουν να μιλούν στα γαλλικά πιστεύοντας ότι δεν καταλαβαίνω, η κυρία είναι έξαλλη μαζί μου, για τα πάντα: δεν της αρέσει πώς μυρίζει το αποσμητικό χώρου, δεν είναι αρκετά δυνατός ο κλιματισμός, δεν ακούω ωραία μουσική, δεν σταματώ ωραία, δεν ξεκινώ ωραία, ενδεχομένως και δεν ανασαίνω ωραία.
«Έχετε καταλάβει πού πάμε, δεσποινίς;» με ρωτά με ύφος κάποιου που ήπιε κατά λάθος γάλα ληγμένο εδώ και 10 ημέρες.
Ευτυχώς, μετά από την κάπως επιθετική απάντησή μου η κυρία δεν ξαναμίλησε — και γλίτωσε αυτή το χώμα κι εγώ τη φυλακή.
Αυτή τη φορά το ζευγάρι είναι νέοι, καλοντυμένοι, σαββατόβραδο γαρ και πηγαίνουν σε εστιατόριο της Κηφισιάς. Μετά τα πρώτα μέτρα σταματούν οι γλύκες και αρχίζει μια διαφωνία σχετικά με το σημείο στο οποίο θα τους αφήσω ακριβώς. Με ρωτούν αν ξέρω το εστιατόριο, αν ξέρω την οδό, αν ξέρω την κάθετη οδό (αν ξέρω το όνομα του σεφ, του παρκαδόρου και της κυρίας με το πιατάκι στις τουαλέτες). Απαντώ ναι σε όλα, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημά τους. Τους ακούω που σχεδόν τσακώνονται για το αν θα τους αφήσω μπροστά στο εστιατόριο ή λίγα μέτρα πιο κει. Οι τόνοι ανεβαίνουν, εγώ έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι και, για να διασκεδάσω λίγο την κατάσταση, τους προτείνω να αφήσω τον έναν μπροστά στην είσοδο και τον άλλον πιο πέρα, να κάνουν κι ότι είναι το πρώτο ραντεβού. Η ριζική λύση που έδωσα στο πρόβλημα έκανε τα πράγματα χειρότερα:
«Τα βλέπεις; Μας δουλεύουν και οι ταξιτζήδες τώρα!»
Από φανάρι σε φανάρι, το σημείο της αποβίβασης αλλάζει, κι εγώ λυπάμαι που δεν έχω κάποιον να στοιχηματίσουμε για το τελικό αποτέλεσμα. Πλησιάζοντας στο πολυπόθητο εστιατόριο, ακούω την κοπέλα να μου λέει:
«Τελικά, αφήστε μας στο περίπτερο, θέλω τσιγάρα».
Χάρτινες τσάντες, πλαστικές σακούλες και μία κυρία προσγειώνονται στο πίσω κάθισμα την ίδια ώρα που ο σύντροφός της προσπαθεί να ανοίξει το πορτμπαγκάζ για να βολέψει τα πιο ογκώδη αντικείμενα, που δεν είναι και λίγα. Η κυρία είναι ενθουσιασμένη με τα ψώνια της, ανοίγει συσκευασίες, ψεκάζεται με αρώματα. Ζητάει τη γνώμη του κυρίου για το πώς να συνδυάσει τις αγορές της, ο κύριος θα πρέπει να είναι ένα βήμα πριν το μοναστήρι με αυτά που έχει υποστεί. και στο φανάρι ακούγεται φωνή στον ουρανό:
«Άαα τι ξέχασα!» (Το σκαλπ της πωλήτριας, μάλλον, όλα τα άλλα τα πήρατε, συμπεριλαμβανομένων και των αυτιών μου).
Η κυρία σκύβει στο αυτί του κυρίου για να του αποκαλύψει την απώλεια, ο κύριος κουνά το κεφάλι του με κατανόηση για το κακό που τους βρήκε και ετοιμάζεται να βγει για να ξεφορτώσει. Αφού κλείνουν οι πόρτες, ακούω την κυρία να φωνάζει από την είσοδο της πολυκατοικίας:
«Μάκη, έχεις κλειδιά;»
«Όχι».
«Ούτε κι εγώ».
Δεν έμεινα να δω τη συνέχεια, έφυγα σπινιάροντας. Δεν μου αρέσουν τα θρίλερ.
Ίσως τα παραλέω. Τα ζευγάρια που μπαίνουν στο αυτοκίνητο είναι στην πλειοψηφία τους αλλιώς: άνθρωποι που κοιτούν χαρούμενοι το πρώτο υπερηχογράφημα του μωρού τους, που σχεδιάζουν το υπόλοιπο της ημέρας τους, ζευγάρια ανθρώπων μεγάλης ηλικίας που όσο εκνευρίζουν ο ένας τον άλλον, άλλο τόσο αγαπιούνται και ανταλλάσουν πειράγματα που μαρτυρούν βαθιά οικειότητα κι αγάπη, νεαρότεροι που αστειεύονται κι αγκαλιάζονται, σκηνές αγάπης, θυμού, χαράς, λύπης, κοινής ζωής.
Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές.