Οι χαμένοι [S01E05]
Είχαν περάσει τέσσερις γεμάτες ώρες ταξιδιού όταν το αργόσυρτο Ντάτσουν έφτασε στο χωριό Μεσολακκιά. Το κρυμμένο στη συννεφιά φως του μεσημεριού είχε αρχίσει να φθίνει ακόμα περισσότερο. Όλοι στην καρότσα ήταν μουσκεμένοι. Ο οδηγός σταμάτησε έξω από μια καφετέρια του χωριού και πληροφόρησε τους επιβάτες πως έπρεπε να αναζητήσει ηλεκτρολόγο γιατί τα φώτα του αυτοκινήτου δεν δούλευαν. Για να διαβεβαιώσει μάλιστα τους «πελάτες» του ότι δεν θα το έσκαγε, τους είπε να κάτσουν μαζί με την οικογένειά του να πιουν κάτι στην καφετέρια.
Ο Β.Β., παγωμένος ακόμη από την ψύχρα στην καρότσα και από την ιδέα ότι η όλη κατάσταση τον είχε φέρει κοντά στην Αμφίπολη, ακολούθησε σιωπηλός τους υπόλοιπους. Σκεφτόταν, βασικά, τα λίγα μνημεία της αρχαιότητας που έχει επισκεφτεί στη ζωή του. Επισκέψεις που δεν ήταν ακριβώς αυτόβουλες. Στην Ακρόπολη είχε βρεθεί για πρώτη φορά ήδη αρκετά μεγάλος, όταν συνόδευσε εκεί μια Αγγλίδα και μια Καναδέζα συγκατοίκους του από τη φοιτητική εστία του Λονδίνου. Κάτι σαν τουριστικός οδηγός που δεν γνώριζε και πολύ καλά το θέμα του. Στη Βεργίνα επίσης θυμήθηκε ότι είχε πάει με κάποια από τις παλιές του σχέσεις, αλλά δεν μπορούσε να ανακαλέσει ούτε τι ακριβώς είχε δει, ούτε με ποιαν ακριβώς πήγε. Σκέφτηκε και την Γκραντίβα και τον Φρόιντ και τη διασύνδεση της αρχαιοπρέπειας με τη σεξουαλικότητα, αλλά κι αυτό δεν μπορούσε να το διαμορφώσει με σαφήνεια στο μυαλό του. Το σίγουρο ήταν ότι οι γονείς του απέφευγαν συστηματικά να τον πηγαίνουν σε αρχαιολογικούς χώρους. Η ανάμνηση της επίσκεψης σε παιδική ηλικία στους Δελφούς και το εσκεμμένο ή αθέλητο μπέρδεμα των γονιών του να του παρουσιάσουν την Κασταλία Πηγή σαν το κεντρικό μνημείο ήταν κάτι που πάντα τον προβλημάτιζε. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η μειωμένη αρχαιολατρία τους οφειλόταν στο γεγονός ότι ήθελαν περισσότερο από το δέος του παρελθόντος να απολαύσουν τις ανέσεις του παρόντος (ξενοδοχεία, ταβέρνες, μπαράκια και τα συναφή).
Οι άκαιρες αντι-οιδιπόδειες σκέψεις του διακόπηκαν από τον ηλικιωμένο κύριο που ήρθε για να πάρει παραγγελία στο τραπέζι της καφετέριας όπου είχαν κάτσει. Όλοι παρήγγειλαν καφέδες και τοστ, αφού το κατάστημα δεν διέθετε τίποτε άλλο φαγώσιμο. Εντύπωση προκάλεσε στον Β.Β. η παραγγελία της Τσιγγάνας μητέρας στον καφετζή (που είχε κάτσει μόνη της, σε ένα διπλανό τραπέζι) να μη βάλει ζαμπόν στα τοστ των παιδιών της.
Η τηλεόραση έπαιζε το συνδρομητικό κανάλι, που έδειχνε ποδόσφαιρο. Τρεις άλλοι πελάτες είχαν μπροστά τους τα κουπόνια τους στοιχήματος και με αγωνία παρακολουθούσαν τον αγώνα Ζανκτ Πάουλι - Μπόχουμ, αγώνα της β΄ κατηγορίας του γερμανικού πρωταθλήματος. Δύο άλλοι πελάτες της καφετέριας κάθονταν βλοσυροί και αποτραβηγμένοι σε μια γωνία, παρακολουθώντας τά (μη) τεκταινόμενα.
Όταν ο καφετζής έφερε την παραγγελία, η παλιά φοιτήτρια ρώτησε πού μπορούσε να βρει ATΜ. Ο καφετζής, με κάποια σχετική μυστικοπάθεια —σαν να μην ήθελε να τον ακούσουν—, απάντησε ότι δεν μπορούσε να πάρει χρήματα από το ATM.
«Τελείωσαν;» προσπάθησε να μάθει εκείνη.
«Απαλλοτριώθηκε», απάντησε σχεδόν σαν εγγαστρίμυθος αυτή τη φορά ο καφετζής και έφυγε αφού άφησε στα γρήγορα καφέδες και τοστ.
«Τι είπε ο κύριος;» ρώτησε ο ζαλισμένος από τον τραυματισμό στο κεφάλι ο ηλικιωμένος συνεπιβάτης.
«Δεν ξέρει ο γέρος τα capital controls και λέει τα δικά του», απάντησε ο φουσκωτός χίπστερ.
Οι υπόλοιποι δεν έδωσαν συνέχεια. Το παιχνίδι στην τηλεόραση είχε ημίχρονο και οι θαμώνες της καφετέριας άλλαξαν κανάλι ανταλλάσοντας διάφορες φράσεις σε μια ιδιότυπη διάλεκτο: «Το ’παιξα όβερ, άσος ημίχρονο χινάρι τελικό, πέντε-ένα τα κόρνερ…»
Η εκφωνήτρια του δελτίου ειδήσεων της δημόσιας τηλεόρασης διάβαζε απολύτως συγκεντρωμένη την ανακοίνωση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη:
«Μετά την απόσυρση των κιγκλιδωμάτων από την πλατεία Συντάγματος, η κυβέρνηση, ενόψει των κρίσιμων αποφάσεων που θα λάβει ο ελληνικός λαός το αμέσως επόμενο διάστημα, προχωρά στον αφοπλισμό των Μονάδων Αποκατάστασης της Τάξης, οι οποίες θα φέρουν πλέον μόνο ασπίδες, κράνη και επιμορφωτικά φυλλάδια εναντίον της βίας, από όπου και αν προέρχεται»
Οι απορροφημένοι από τις στοιχηματικές αποδώσεις θαμώνες της καφετέριας άλλαξαν συζήτηση και άρχισαν να προβληματίζονται για το αν έπρεπε να συνεχίζουν να πληρώνονται τα ΜΑΤ και αν ειδικά στους ποδοσφαιρικούς αγώνες θα μπορούσαν να απουσιάζουν τελείως, αφού η παρουσία τους μάλλον προκαλούσε τους «οργανωμένους». Ο ένας από αυτούς μάλιστα προκάλεσε τους άλλους σε στοίχημα για το «πότε θα έχουμε τον πρώτο νεκρό μπάτσο». Οι δύο σκυθρωποί πελάτες στη γωνία έσκασαν ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Οι επιβάτες του Ντάτσουν καταβρόχθισαν λαίμαργα τα ξεροψημένα τους τοστ.
Η εκφωνήτρια του δελτίου ειδήσεων συνέχισε στον ίδιο μονότονο ύφος:
«Σύμφωνα με απόφαση του νέου ΔΣ του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας δεν επιτρέπεται να αναφέρονται στο επικείμενο δημοψήφισμα με κανέναν τρόπο. Η συζήτηση πρέπει να γίνεται αυστηρά μεταξύ των επίσημων εκπροσώπων που θα ορίσουν οι παρατάξεις του “Όχι” και του “Ναι”, οι οποίοι θα πρέπει να καλούνται από κοινού από τις ενδιαφερόμενες εκπομπές. Στόχος να αποφευχθούν τα περιστατικά ανοιχτής προπαγάνδας που παρατηρήθηκαν στο πρόσφατο δημοψήφισμα…»
Ο Β.Β. τέντωσε τα αυτιά του έκπληκτος, πιστεύοντας ότι δεν είχε ακούσει καλά.
«Είναι δυνατόν;» μονολόγησε.
«Είναι αλήθεια πως είχαμε απίστευτη στήριξη της μιας πλευράς την προηγούμενη φορά», σχολίασε η παλιά φοιτήτρια.
«Διαπλοκή, τι περιμένεις;…» πετάχτηκε αμέσως ο φουσκωτός χίπστερ ζαρώνοντας το κάτω χείλος του, που φαινόταν μέσα από το αραιό αλλά ιδιαίτερα μακρύ μούσι του, ενώ η συζήτηση για το θέμα άφησε παγερά αδιάφορους τους υπόλοιπους.
«Πρέπει να ρωτήσουμε τον ιδιοκτήτη εάν μπορούμε να κάνουμε κάποιο τηλέφωνο», είπε η γιατρός, και όλοι στράφηκαν με συναινετικό ενδιαφέρον προς το μέρος της.
Η εκφωνήτρια, λίγο πριν οι ποδοσφαιρόφιλοι επαναφέρουν το κανάλι που έδειχνε τον γερμανικό αγώνα, αναφέρθηκε επίσης στη συνεχιζόμενη περικύκλωση των μεγάλων ευρωπαϊκών πρεσβειών από πολίτες που διαμαρτύρονταν ειρηνικά για τις προτεινόμενες από τους «θεσμούς» περικοπές των συντάξεων, ενώ «κύκλοι του Μαξίμου» σχολίαζαν τη συγκεκριμένη εξέλιξη ως σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο της κυβέρνησης στον νέο κύκλο συζητήσεων που θα ανοίξει μετά το δημοψήφισμα. Οι στοιχηματίες προσηλώθηκαν και πάλι στον ποδοσφαιρικό αγώνα Ζανκτ Πάουλι - Μπόχουμ, μουρμουρίζοντας το σύνθημα: «Σε βλέπει η Μέρκελ και σπάει σαν κλαράκι, γεια σου αλάνι Γιάνη Βαρουφάκη».
Ο Β.Β. κινήθηκε να πάει στην τουαλέτα. Πέρασε κοντά από τους δύο σκυθρωπούς πελάτες που τον κοιτούσαν με καχυποψία. Παρατήρησε ότι ο ένας από τους δύο χρησιμοποιούσε ταμπλέτα. Κοίταξε για άλλη μια φορά το κινητό του, αλλά δεν υπήρχε σημάδι δικτύου. Ρώτησε με μεγάλο δισταγμό:
«Συγγνώμη, υπάρχει wi-fi;» για να λάβει ως απάντηση ένα απαξιωτικό «τσου» και ταυτόχρονα το ιδιαίτερα ερευνητικό βλέμμα του ενός από τους δύο παρακείμενους κυρίους.
Αφού βγήκε από την τουαλέτα, ο Β.Β. βρήκε την ευκαιρία και τρύπωσε στη κουζίνα της καφετέριας. Ήθελε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες περί «απαλλοτριώσεων» και κυρίως αν περνούσε κάποιο ΚΤΕΛ από το χωριό. Τον είχαν όμως προλάβει ο μουσικός, ο φουσκωτός χίπστερ και η κομψή γιατρός. Ο καφετζής —πάντα ψιθυριστά— έλεγε στους άλλους δύο ότι τους τελευταίους μήνες το κράτος τούς είχε ξεχάσει, ότι κανείς πια δεν ερχόταν στο χωριό, ότι πέρασαν οι μέρες που όλοι ασχολούνταν με την ανασκαφή στον λόφο Καστά και πηγαινοέρχονταν οι Μερσεντές.
«Τι περιμένεις» αντέτεινε ο φουσκωτός χίπστερ, «για τον Μέγα Αλέξανδρο ξεκίνησαν και τους βγήκε ο Κολόμπος, αν με πιάνεις…» και έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στους υπόλοιπους.
Ο καφετζής δεν του έδωσε σημασία και συμπλήρωσε ότι ο χώρος έχει εγκαταλειφτεί και υπήρχαν φήμες ότι τις τελευταίες ημέρες κάποιοι άγνωστοι είχαν καταλάβει το μέρος. Τους είπε ότι μπορούσαν να πάρουν τηλέφωνο από τη συσκευή που είχε στην κουζίνα, αλλά «με προσοχή». Στην ερώτηση του μουσικού τι έπρεπε να προσέχουν, η απάντηση του καφετζή παρέμεινε αινιγματική:
«Ε, τα παιδιά…»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και θόρυβος έντονου τριξίματος και φωνές ακούστηκαν από την αίθουσα. Ο Β.Β., ο μουσικός, ο φουσκωτός χίπστερ και η γιατρός πετάχτηκαν έξω και είδαν τους δύο σκυθρωπούς μαυροντυμένους πελάτες να έχουν σηκωθεί όρθιοι και να έχουν τραβήξει τραπέζια μπροστά στην πόρτα της εξόδου. Ο ένας είχε βγάλει ένα όπλο —ο Β.Β. ήταν άσχετος με την τυπολογία των όπλων αλλά το μικρό μέγεθός του τού φάνηκε για ούζι— και το είχε κολλήσει στο κεφάλι της παλιάς φοιτήτριας, που έκλαιγε μουγκά. Ο άλλος (που είχε την ταμπλέτα) φώναζε:
«Δεν θα κουνηθεί κανείς! Κάνατε μαγκιές στα διόδια, τώρα ήρθε ο λογαριασμός!»
Βγαίνοντας από την κουζίνα του, σαν μπάρμαν σε γουέστερν, και ενώ οι στοιχηματικοί παίχτες είχαν εξαφανιστεί κάτω από κάτι καναπέδες της καφετέριας, ο καφετζής είπε δισταχτικά:
«Δεν θέλω αίματα και ζημιές εδώ μέσα».
«Σκάσε, καφενείο!» απάντησε στον καφετζή ο άοπλος «κομπιουτεράς», χωρίς να είναι ξεκάθαρο εάν τον απειλούσε ή του έκανε πλάκα. Και συμπλήρωσε: «Θα περιμένουμε και τα άλλα παιδιά και θα δούμε τι θα σας κάνουμε. Ειδικά εσένα, κύριε Επικουράκο!» είπε απευθυνόμενος στον Β.Β.
«Ποια π…παιδιά;…» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο φουσκωτός χίπστερ.
«Βιάζεσαι, αγορίνο;» του απάντησε με κάπως σπαστά ελληνικά ο νεαρός με το όπλο, γυρνώντας την κάννη του όπλου του προς το μέρος του.
«Ήρεμα, Ράμπο..», του είπε ο κομπιουτεράς. «Θα έρθουν και οι άλλοι πρώτα και μετά…»
Η Τσιγγάνα, πανικόβλητη, ρώτησε αν αυτή και τα παιδιά της μπορούσαν να φύγουν.
Ο κομπιουτεράς την καθησύχασε:
«Μη φοβάστε, εσάς θα σας αναλάβουν οι αλληλέγγυοι. Υπομονή».