Τελευταίο μετρό
Κάθε Τετάρτη βράδυ, μετά την εκπομπή στο ραδιόφωνο του Αμάγκι, παίρνω τον τελευταίο συρμό του μετρό για να γυρίσω σπίτι. Και κάθε φορά, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, νέοι κόσμοι ξετυλίγονται μπροστά μου, σουρεαλιστικοί διάλογοι παίρνουν μέρος στο φινάλε της ημέρας, την ώρα που ταλαιπωρημένες κυρίες σκουπίζουν βιαστικά τα σκαλάκια της καθόδου και νυσταλέοι μηχανοδηγοί τοποθετούν το σήμα «ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ» στο καντράν σηματοδοτώντας το ψυχολογικό off της ημέρας, λίγο πριν το επόμενο restart. Μέσα στο βαγόνι, ηλικίες και γενιές ανάκατες, πρόσωπα κουρασμένα αλλά ταυτόχρονα με μια αύρα χαλαρότητας, σαν να εκτονώνεται από τα μηνίγγια όλη η υπερένταση της ημέρας. Ξαφνικά, τη συλλογική σιωπή διακόπτει μία φωνή με απότομα αυξανόμενη ένταση: «Μην την αφήσεις να τα αγγίξει! Ακούς τι σου λέω; Μην τολμήσεις να την αφήσεις να αγγίξει τα πρόσφορα με τα βρομοδάχτυλά της! Είναι μουσουλμάνα! Αλλόθρησκη! Θα τα μολύνει!» Όλα τα πρόσωπα, αιφνιδιασμένα, γυρνούν προς την προέλευση της φωνής — βγαίνει από το τρεμάμενο στόμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που βρίσκεται σε κατάσταση αυθεντικής υστερίας. Φουρνάρισσα, υποθέτω, δίνει από τηλεφώνου τις τελευταίες οδηγίες πριν από το αξημέρωτο ζύμωμα, ορίζοντας παράλληλα το πλαίσιο της διαδικασίας και χαράσσοντας το σύνορο μεταξύ του δικού της κόσμου και του κόσμου των άλλων, με τρόπο αμετάκλητο, με ύφος αμείλικτο. Λίγο πιο πέρα, στην πόρτα του βαγονιού, δύο κύριοι δείχνουν να μην ενοχλούνται από τις φωνές της, φαίνονται πλήρως απορροφημένοι από τη δική τους συζήτηση, ψιθυρίζουν με ύφος συνωμοτικό, τα πρόσωπά τους είναι συνοφρυωμένα σαν να τους απασχολεί κάτι εξαιρετικά σοβαρό. «Μα μην επιμένεις, αφού το έχει προβλέψει ο Παΐσιος, σε έξι μήνες από τα Χριστούγεννα θα μας τη δώσουν την Πόλη, είναι γραμμένο, σου λέω!» Τα βλέμματα που άξαφνα πέφτουν επάνω τους τους οδηγούν να χαμηλώσουν και πάλι τον τόνο τους, οι εκφράσεις τους προδίδουν μια αίσθηση ανησυχίας, σαν να μαρτύρησαν κατά λάθος ένα μυστικό, η γνώση του οποίου προορίζεται μόνο για λίγους και εκλεκτούς. Λίγο πριν κατέβω στη στάση μου, πιάνω με την άκρη του ματιού μου έναν άντρα με μια κιθάρα στα χέρια. Σουλούπι στρουμπουλό, μουστάκι παχύ και τσιγκελωτό, μάτια θλιμμένα σαν πιστού σκυλιού που το έχουν εγκαταλείψει στον δρόμο. Μου θυμίζει τον χοντρούλη και αγαθιάρη λοχία Γκαρσία από τις ιστορίες του Ζορό, τον φαντάζομαι να φοράει ένα τεράστιο σομπρέρο, να αγγίζει τις χορδές της κιθάρας του και να τραγουδάει μια μελαγχολική μεξικάνικη ραντσέρα σαν μοναχικός Μαριάτσι. Ίσως, προς το τέλος της διαδρομής, να τραγούδησε όντως κάτι, κάτι φάλτσο και γλυκόπικρο, σαν το soundtrack της καθημερινής μας συνύπαρξης.