Η αυτολύπηση ως ιδεολογία
Δέκα ημέρες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ενώ η Αθήνα είχε ήδη υποστεί μία ανυπολόγιστη (και, όπως φάνηκε εντέλει, μακροπρόθεσμη) καταστροφή, και ενώ οι ταραχές και τα επεισόδια εξαπλώνονταν σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, είχα κάνει την εκτίμηση ότι, παρά τις δομικές παθογένειες του ελληνικού κράτους και τη διαφαινόμενη κρίση σε τομείς όπως η οικονομία ή η παιδεία, η απάντηση στο «τι ακριβώς συνέβη» ήταν σχετικά άπλη: η Ελλάδα ήταν ακυβέρνητη. Οι αρμόδιοι υπουργοί, οι Αρχές του κράτους, είχαν αποφασίσει να αφήσουν το κέντρο της Αθήνας στο έλεος όσων για οποιονδήποτε λόγο ήθελαν να καταστρέψουν, να κλέψουν, να κάψουν. Σε αντίθεση με σύνθετες κοινωνιολογικές αναλύσεις που αιτιολογούσαν (και συχνά δικαιολογούσαν) τις ταραχές ως αποτέλεσμα ανεργίας, συστημικής διαφθοράς, εγκατάλειψης της νέας γενιάς, κρίσης αξιών κλπ. —και χωρίς σε καμία περίπτωση να αντικρούω την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων—, θεωρούσα και θεωρώ ότι ο Δεκέμβριος του 2008 σηματοδότησε την πλήρη κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος είχε ήδη αφεθεί σε καθεστώς «αυτόματου πιλότου».
Οι ταραχές του 2008 αποτελούν μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, η σημασία της οποίας θα γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα. Πέρα από τις υλικές ζημιές και τον αντίκτυπο στην τοπική και εθνική οικονομία, ένα κρίσιμο κομμάτι της κοινωνίας έχασε την όποια εμπιστοσύνη τού είχε απομείνει στη διαχειριστική ικανότητα του κράτους. Γνωρίζουμε επίσης ότι η εκτεταμένη αναρχία που επικράτησε δημιούργησε ζυμώσεις που έφεραν κοντά τρομοκρατικές οργανώσεις, οργανωμένο έγκλημα και κομμάτια του αναρχικού χώρου, με αποτέλεσμα τη στελεχιακή, οικονομική και υλική αιμοδότηση της εγχώριας τρομοκρατίας. Οι εξτρεμιστές μυρίστηκαν το αίμα ενός παραπαίοντος συστήματος.
Ωστόσο, η σημαντικότερη ίσως κληρονομιά του Δεκεμβρίου του 2008 ήταν η νομιμοποίηση και υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης ιδεολογίας αυτοθυματοποίησης και αυτολύπησης, η οποία θέλει το άτομο να είναι ένα αθώο και ανίσχυρο θύμα που συστηματικά εκμεταλλεύονται και βιάζουν σκοτεινές και διεφθαρμένες συστημικές δυνάμεις (οι πολιτικοί, τα κόμματα, ξένοι συνωμότες κλπ.). Η αντίληψη του εαυτού ως άμοιρου ευθυνών και η μετάθεση της ευθύνης στο Άλλο αποτελεί παναθρώπινο εργαλείο διαχείρισης τραυματικών καταστάσεων. Ωστόσο, στην Ελλάδα η ιδεολογία αυτή χρησιμοποιήθηκε συστηματικά ως εργαλείο προπαγάνδας και πολιτικής κυριαρχίας. Δηλητηρίασε την πολιτική κουλτούρα και τη δημοκρατία μας επειδή δίχασε την κοινωνία σε καλούς και κακούς και έστρεψε τους πολίτες όχι μόνο ενάντια σε συγκεκριμένα φθαρμένα πρόσωπα ή θεσμούς αλλά και σε αφηρημένες έννοιες-θεμέλια της δημοκρατίας, όπως η αντιπροσώπευση, ο σεβασμός της άλλης άποψης, η ανοχή, η αξιοκρατία, η αριστεία.
Είναι σημαντικό —όχι για μία αφηρημένη ιστορική αλήθεια, αλλά για το ίδιο μας το μέλλον— να αναγνωρίσουμε και να παραδεχτούμε ότι η ιδεολογία αυτή προϋπήρχε του Δεκεμβρίου του 2008. Έκανε ορατή την παρουσία της καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και διάβρωσε τη ρητορική και τον λόγο όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων. Καθρεφτίζοντας παθογενείς σχέσεις της ελληνικής οικογένειας, ο πολίτης ανέπτυξε μία σχέση αγάπης-μίσους και εξάρτησης-απόρριψης με το κράτος-πατερούλη. Μετά την κατάρρευση του μετριοπαθούς δικομματισμού και των πολιτισμικών δικλίδων ασφαλείας, ο λόγος της αγανάκτισης, της αυτοθυματοποίησης, της σύγκρουσης και της τιμωρίας βγήκε από το περιθώριο και μπήκε στις πλατείες, στην Βουλή και εντέλει στην κυβέρνηση.
Ένα περίπου χρόνο μετά τα γεγονότα του 2008 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το λεύκωμα «Ανησυχία», το οποίο επιμελήθηκαν ο Ευθύμιος Γουργουρής και ο Αλέξανδρος Κυριακόπουλος. Το βιβλίο είναι μία συλλογή υλικών (προκηρύξεις, αφίσες, πόστερ, φυλλάδια, φωτογραφίες, κείμενα) που κυκλοφόρησαν στο κέντρο της Αθήνας τις ημέρες των ταραχών. Αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο καταγραφής και κατανόησης ιδεών και συναισθημάτων. Θέλοντας να καταλάβω λίγο καλύτερα τα επιχειρήματα, τις αναφορές, τα ρητορικά και τα συναισθηματικά μέσα που χρησιμοποίησαν κάποιες από τις ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν —και ειδικά το πώς αιτιολογούσαν τη βία που ασκούσαν—, ανέπτυξα μία μεθοδολογία κωδικοποίησης και ανάλυσης των κειμένων αυτών. [Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Political Studies].
Από τον λαϊκισμό στη βία: ένας οδικός χάρτης
Μέσα από την ανάλυση φάνηκε αμέσως ότι ο λόγος των αναρχικών του 2008 είχε σημαντικές ομοιότητες με τον λαϊκιστικό λόγο όπως αυτός ορίζεται στην πολιτική επιστήμη, και συγκεκριμένα στα γραπτά του Cas Mudde. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στους αθώους πολίτες και τη διεφθαρμένη ελίτ, ο μεσσιανισμός και η αυτόκλητη εκπροσώπηση των συμφερόντων ολόκληρης της κοινωνίας είναι μερικά από τα θεμελιώδη στοιχεία του λαϊκισμού. Ταυτόχρονα, μέσα από τα κείμενα αυτά αιτιολογείται η βία —η βία προς τον δημόσιο χώρο, την ιδιωτική περιουσία, τις κρατικές Αρχές, τους ισχυρούς— ως εκδίκηση για τις πράξεις του συστήματος.
Ο λαϊκισμός συχνά θεωρείται αναπόφευκτο ή και αναπόσπαστο κομμάτι κάθε δημοκρατίας, δεδομένου ότι η κρατική εξουσία εδράζεται στη λαϊκή κυριαρχία. Ωστόσο, το πρόβλημα με τον λαϊκισμό είναι ότι εκμεταλλεύεται και καλλιεργεί τα πιο πρωτόγονα, τα πιο αγοραία ένστικτα της ανθρώπινης φύσης —τον φόβο του διαφορετικού, την αντίδραση, την εκδίκηση— και, αντί να ενδυναμώνει τον πολίτη, ουσιαστικά τού αφαιρεί τη δυνατότητα ανεξάρτητης σκέψης, ευθύνης, δράσης και κοινωνικής οργάνωσης.
Είναι προφανές ότι ο λαϊκισμός και ο εξτρεμισμός δεν είναι αποκλειστικώς ελληνικά φαινόμενα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ένταση του φαινομένου (αν και με παροδικές αυξομειώσεις) τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Ερμηνείες και αιτίες υπάρχουν πολλές — από την ανασφάλεια της παγκοσμιοποίησης μέχρι τις εντεινόμενες ανισότητες, από την υπερπληροφόρηση μέχρι την κατάρρευση μύθων και ιδεολογιών, από την περιπλοκότητα της σύγχρονης διακυβέρνησης μέχρι την επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα μετά από μία εκτεταμένη μεταπολεμική περίοδο ευημερίας και δικαιωμάτων. Το σίγουρο είναι ότι ο λαϊκισμός αποτυγχάνει, και αποτυγχάνει πάντα επειδή αυτοκαταστρέφεται — επειδή δηλαδή βασίζεται σε μία μη βιώσιμη, διχαστική και εντελώς αυτο-αντικρουόμενη θεώρηση της κοινωνίας.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να κατηγορήσει κάποιος συγκεκριμένα πρόσωπα και φορείς της λαϊκιστικής ιδεολογίας για τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ειδικά όταν αυτή η ρητορική συνοδεύτηκε από πράξεις λεκτικής ή σωματικής βίας. Ωστόσο, και χωρίς να μειώνω σε καμία περίπτωση την ευθύνη τους για όσα έγιναν και γίνονται, εάν έμαθα κάτι από αυτή τη μελέτη, αυτό είναι το ότι δεν πρέπει να πέφτουμε θύματα της ίδιας λαϊκιστικής και διχαστικής λογικής την οποία αποδομούμε.
Το σημαντικό ερώτημα τώρα είναι το πώς μία κοινωνία μαθαίνει από τα λάθη της για να κοιτάξει και προχωρήσει μπροστά μέσα στα πλαίσια του κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας.