Στοχασμοί επάνω στο κακό [1]
Στον κόσμο όπου ζούμε βρισκόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με κάτι κακό: με τη φτώχεια και τη δυστυχία, με την αρρώστια, την ατυχία, τον πόλεμο, το έγκλημα, το μίσος και τον φθόνο, με τον πόνο και με τον θάνατο. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με το κακό που τυχόν μάς βρίσκει προσωπικά, ακόμα και αν εμείς ζούμε σε μια σχετική ευτυχία, απολαμβάνουμε μια σχετική ευμάρεια και τις ευλογίες μιας ίσως εφήμερης υγείας: μας περιβάλλει το κακό και η δυστυχία των άλλων. Η μέρα μας αρχίζει συνήθως με ειδήσεις για καταστροφές, πολέμους και θανάτους και τελειώνει με την παρουσίαση των άθλων διάφορων δημοσίων προσώπων, είτε ανήκουν στον χώρο της πολιτικής, είτε των τεχνών είτε ακόμα και του πνεύματος.
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα του κακού, οι στιγμές της ευτυχίας, της υγείας, της ειρήνης, της ευμάρειάς μας μοιάζουν με ατόλλες διάσπαρτες στον φουρτουνιασμένο ωκεανό, μικρές, σαθρές, επίπεδες νησίδες που μόλις και εξέχουν από τα νερά και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να γίνουν βορά των μανιασμένων κυμάτων ή —ακόμη και όταν επικρατεί νηνεμία— της αδυσώπητης ανύψωσης της στάθμης των υδάτων.
Και όμως δεν το βάζουμε κάτω: κάθε μέρα ξυπνάμε, σηκωνόμαστε, εκτελούμε με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευλάβεια το καθημερινό εθιμοτυπικό της πρωινής μας τουαλέτας και βγαίνουμε να αντιμετωπίσουμε έναν κόσμο που, όπως φαίνεται, μας κάνει απλώς τη χάρη να ανέχεται την ύπαρξή μας — και αυτό μόνο στον βαθμό που δεν του γινόμαστε αντιληπτοί.
Τι μας κρατάει όρθιους και μας δίνει την δύναμη να συνεχίσουμε; Μήπως η ελπίδα σε κάτι καλύτερο;
Μερικοί θα πουν ότι η ελπίδα είναι πράγματι το μοναδικό κίνητρο. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι συνειδητοποιούμε τη δύναμη της ελπίδας μόνο στις σπάνιες στιγμές της σχόλης μας, τις στιγμές εκείνες που έχουμε και τον χρόνο αλλά και τη δύναμη να αναστοχαστούμε τη ζωή μας συνολικά, επιτυγχάνοντας αυτή την ιδιόμορφη σύνθεση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον μας. Τις περισσότερες φορές, αυτό που μας κρατά στην πρώτη γραμμή της ζωής και μας σώζει από την απύθμενη άβυσσο της κατάθλιψης είναι η σκέψη ότι όλα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα. Το συναίσθημα ότι μέχρι τώρα έχουμε αποφύγει τα χειρότερα, ότι την έχουμε σκαπουλάρει, έστω για σήμερα και για αύριο, ή για το μέλλον που μπορούμε κάπου να διακρίνουμε. Αυτό το συναίσθημα είναι, αν όχι ισχυρότερο, τουλάχιστον συχνότερο από το συναίσθημα της ελπίδας.
Το επαναλαμβάνω για να γίνω κατανοητός: Δεν ισχυρίζομαι ότι ζούμε σε έναν κόσμο που αποκλείει την ελπίδα — το αντίθετο ισχύει. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι τον περισσότερο καιρό δεν έχουμε συνείδηση της ελπίδας, αλλά της τύχης μας να έχουμε αποφύγει το χειρότερο. Και, αν το καλοσκεφτούμε, η συνειδητοποίηση της τύχης μας να έχουμε αποφύγει το χειρότερο είναι το χώμα όπου μπορεί να ριζώσει και να ανθίσει η ελπίδα.
Μπορούμε επάνω στη βάση αυτής της πραγματικότητας να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι ο κόσμος τελικά δεν είναι ούτε αδιάφορος ούτε εκ βάθρων εχθρικός απέναντί μας, αλλά ότι μας δέχεται και μας υποστηρίζει με έναν παράξενο, φαινομενικά παράλογο και κυνικό τρόπο, έναν τρόπο που δεν μας δείχνει τι έχουμε να κερδίσουμε αλλά τί δεν έχουμε χάσει. Με άλλα λόγια, ο κόσμος μας δεν μας δείχνει την τελειότητά του, αλλά μας λέει ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί. Ο κόσμος όπου ζούμε είναι, όπως λένε μερικοί, ο καλύτερος από όλους τους κόσμους που είναι δυνατοί.
Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων. Και ως πρόσωπα, και ως ομάδες. Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων κάθε στιγμή και της ατομικής και της ιστορικής μας ύπαρξης. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία μας ανάσα. Ο κόσμος ήταν ο καλύτερος των κόσμων και για τους Τρώες που είδαν την πατρίδα τους να γίνεται βορά της δίψας για εξουσία του Αγαμέμνονα και της εγκληματικής αλαζονείας των Αχαιών, και για τους νικητές της μάχης του Αούστερλιτς, και για τους εκπορθητές των χειμερινών ανακτόρων της Αγίας Πετρούπολης, και —όσο κυνικό και αν ακούγεται αυτό— για τους πρόσφυγες που χάνουν τη μάχη της ζωής στα παγωμένα νερά του Αιγαίου σήμερα. Επαναλαμβάνω: Ο κόσμος μας δεν είναι τέλειος — απολύτως τέλειος. Το αντίθετο: βρίθει από ατέλειες, φυσικές και ηθικές. Παρ’ όλα αυτά, είναι ο καλύτερος σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο κόσμο που μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να ζήσει.
Είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να αποδειχτεί εμπειρικά. Δεν μπορούμε ούτε να δημιουργήσουμε, ούτε να μεταβούμε σε έναν άλλο δυνατό κόσμο, σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, όπου η ιστορία γράφτηκε αλλιώς, όπου λιμοί, σεισμοί, πόλεμοι και εγκλήματα δεν συνέβησαν ποτέ, για να δούμε πώς ζουν οι κάτοικοί του και να συγκρίνουμε τη ζωή τους με τη ζωή μας. Από την άλλη, μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο όπου η ιστορία ξαναγράφεται έτσι όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, παραλείποντας όμως ένα συγκεκριμένο κακό γεγονός — έναν πόλεμο, ένα έγκλημα, μία καταστροφή. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μερικοί κατορθώνουν να ξαναγράψουν την ιστορία εξαιρώντας τον εαυτό τους από ένα συγκεκριμένο κακό, αφήνοντάς όμως όλα τα άλλα έτσι όπως ήταν και είναι. Αυτός θα ήταν ένας κόσμος με τη μικρότερη δυνατή απόκλιση από τον δικό μας. Σ’ αυτόν τον κόσμο, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα είχαν γλιτώσει από την κακή τους μοίρα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα την είχαν υποστεί όπως και στον δικό μας. Όμως, εάν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, θα αποτελούσε μια κατάφωρη αδικία. Γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την ιδιαίτερη μεταχείριση αυτής της ομάδας σε σχέση με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Ανεξάρτητα λοιπόν από το γεγονός ότι ο δικός μας κόσμος είναι άδικος, αυτός ο ελάχιστα αποκλίνων κόσμος θα ήταν πιο άδικος από τον δικό μας, ακόμα και αν θα περιείχε λιγότερο πόνο και θάνατο. Γιατί αυτές οι ζωές θα είχαν κερδηθεί εις βάρος όλων των άλλων («εις βάρος», γιατί έχουμε πει ότι η απόκλιση είναι η ελάχιστη δυνατή — όλα τα άλλα πρέπει να συμβούν όπως τα γνωρίζουμε).
Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι για να αντιμετωπίσουμε αυτή την αδικία κατασκευάζουμε έναν κόσμο όπου κανένα γνωστό μας κακό δεν έχει συμβεί, αλλά έχουν συμβεί όλα τα υπόλοιπα καλά — όσο λίγα κι αν είναι αυτά. Όμως ένας τέτοιος κόσμος είναι αδύνατον να υπάρξει, γιατί καλό και κακό βρίσκονται σε μια συνέχεια. Το καλό έχει πάντα ως προϋπόθεση ένα κακό, υπό την έννοια ότι το καλό αναιρεί πάντα τις συνέπειες ενός κακού. Πάντα μαθαίνουμε από τα λάθη ή από τις αδυναμίες μας. Ένας κόσμος όπου δεν θα είχε συμβεί κανένα κακό θα ήταν ένας κόσμος όπου δεν έχει συμβεί τίποτε — και, αν θέλουμε να αποφύγουμε και στο μέλλον κάθε κακό, θα είναι και ένας κόσμος όπου δεν πρόκειται να συμβεί και τίποτε. Ένας κόσμος όμως όπου τίποτε δεν έχει συμβεί, τίποτε δεν συμβαίνει και τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί, είναι ένας κόσμος άδειος, ένας κόσμος χωρίς περιεχόμενο, ένας κόσμος ανύπαρκτος.
Το συμπέρασμα αυτών των σκέψεων είναι ότι ο κόσμος όπου ζούμε είναι, παρ’ όλη την ατέλεια και την αδικία που τον διέπει, ο τελειότερος, ο δικαιότερος, ο καλύτερος των κόσμων που είναι δυνατοί. Και, όπως παρουσίασα αυτόν τον συλλογισμό εδώ, το συμπέρασμα ισχύει άσχετα από το εάν κάποιος θεωρεί ότι ο κόσμος είναι το δημιούργημα ενός παντοδύναμου Θεού ή το αποτέλεσμα της δράσης τυφλών φυσικών νόμων.
Ο κόσμος όπου ζούμε είναι λοιπόν ένα αμάλγαμα καλού και κακού και εμείς είμαστε, όπως φαίνεται, σε θέση να αναγνωρίσουμε το κακό, να το χαρακτηρίσουμε, να το αντιμετωπίσουμε και να το νικήσουμε — τουλάχιστον στα σημεία. Ως συνειδητά όντα, έχουμε, όχι μόνο επίγνωση του κακού, αλλά και επίγνωση του καλού, καθώς και του γεγονότος ότι μπορούμε τουλάχιστον να πολεμήσουμε το κακό και πολλές φορές να το νικήσουμε. Επάνω σε αυτή τη γνώση βασίζεται και η ελπίδα ότι οι ατόλλες του καλού, όχι μόνον δεν θα βυθιστούν στον ωκεανό του κακού, αλλά θα αυξάνουν συνεχώς σε μέγεθος και σε δύναμη, και κάποτε θα ενωθούν σε μια κραταιά ήπειρο.
Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το φώς νικά το σκοτάδι. Γιατί το σκοτάδι είναι μόνο η απουσία του φωτός. Όμως στον κόσμο όπου ζούμε δεν υπάρχει μόνο το σκοτάδι, δεν υπάρχει μόνο το κακό που χαρακτηρίζεται από την απουσία του καλού, της γνώσης, της τάξης, του νόμου. Υπάρχει και σκοτάδι που εμφανίζεται στο φως, υπάρχει και ένα φως σκοτεινό, που τυφλώνει. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κακό υπάρχει με μια μορφή καλλιεργημένη, μορφωμένη, μια μορφή θετική, μια μορφή που δείχνει ένα δρόμο — ένα δρόμο που οδηγεί στην άβυσσο.
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κακό δρα και συμμετέχει ενεργά. Ζούμε λοιπόν στον καλύτερο των κόσμων;
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]
[ Εικονογράφηση: Yue Minjun, Η εκτέλεση, 1965 ].