Ίσως και να ’ναι εξομολόγηση
Όταν εκείνη τη μέρα του Φεβρουαρίου του 2000 φτάναμε με το αυτοκίνητο στην Ντούζτζε, ήταν μεσημεράκι και όλα ήταν άσπρα. Σκεπασμένα από παχύ χιόνι. Παντού μπροστά μας ερείπια. Ο σεισμός ισοπέδωσε τα πάντα…
Βρήκαμε τον Δήμαρχο μέσα σε ένα κοντέινερ που είχε μετατραπεί σε γραφείο Δημάρχου. Εκεί δέχονταν τους επίσημους προσκεκλημένους του: επικεφαλής Δήμων από όλα τα μέρη του κόσμου, ομάδες εθελοντών, ανθρωπιστικής βοήθειας… Εκεί δέχτηκε κι εμάς.
Μύριζε τσιγάρο ο χώρος, αλλά δεν κάπνιζε κανείς. Ο ίδιος μάλιστα, επειδή ήταν Ραμαζάνι, όπως μας εξήγησε, δεν έπινε ούτε νερό. Απόφοιτος ήταν, θρησκευτικού κολεγίου. Αναλυτής του Κορανίου, ο άνθρωπος του Εμπαρκάν στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Ρουχί Κουρνάζ. Αδελφός πλέον, για πάντα.
Κάποια στιγμή ζήτησα να κάνουμε διαλειμματάκι, για να βγούμε έξω να καπνίσουμε. Και μας ρώτησε εν τη αφελεία του, «Δηλαδή καπνίζετε;» Πήρε την καρέκλα του, πίσω από το γραφείο, την έβαλε ανάμεσα σε μένα και τους υπόλοιπους τρεις της κομπανίας και είπε, «Ανάψτε, παρακαλώ, πάρτε τσακμάκι». Εμείς καπνίζαμε και αυτός εισέπνεε τον καπνό που ξεφυσούσαμε δυνατά, μετά από τόσην ώρα άκαπνης παρουσίας στο «Δημαρχείο».
Σχεδιάζαμε την επόμενη μέρα. Και μας ιστορούσε το μαρτύριο των τελευταίων τριών μηνών.
Δεν αντέχονταν.
Διηγιόταν αυτός και κλαίγαμε εμείς.
Δεν ήταν δίκαιο.
Κλαίγαμε… όχι που λέει ο λόγος, αλλά ήταν φορές που ήταν λυγμός και μαύρο δάκρυ. Η γιαγιά μου, με τη Χούλια, πιο λίγο έκλαιγε.
Όταν γίναμε ντοστλάρ (αδελφοποιτοί, που λένε), μας πήγε πονεμένος, με ένα αγροτικό ημιφορτηγό, κάποια χιλιόμετρα έξω από την πόλη, προς τη βιομηχανική ζώνη, για να μας δείξει δυο αποθήκες, από τις επτά, με την ανθρωπιστική βοήθεια. Ντάνες ολόκληρες, από οδοντόπαστες και οδοντόβουρτσες. Στην πόλη, όπου δεν είχε νερό τρεχούμενο από τις 15 Νοεμβρίου και μετά, και η Εφτενί, η λίμνη τους, είχε χάσει 12,5 μέτρα από το νερό της. Και μας έδειξε τουλάχιστον 70 κιβώτια ζαμπόν χοιρινό σε κονσέρβες τρίκιλες και πεντάκιλες, και περισσότερα από 2.000 ζευγάρια σκαρπίνια και τακούνια.
Στην Ντούζτζε των 30.000 νεκρών…
Δεν φταίγανε οι άνθρωποι που τα στείλανε. Η λογική της ελεημοσύνης που μας μαθαίνουν από μικρούς, σαν μοναδικό αντίδοτο στον πόνο και τη θλίψη, εκεί οδηγεί.
Γιατί πονάει η ψυχή μου όταν ακούω, σήμερα, διαφημίσεις πονεμένες και συμπονιάρικες , δακρύβρεχτες, γεμάτες θλίψη, να προτρέπουν, «Βόηθησε κι εσύ το παιδί πρόσφυγα, το παιδί μετανάστη». Και η φωνή πάντοτε στην ανάλογη χροιά, ντεκαβλέ και βγαλμένη από βαθιά, μέσα από τα τάρταρα. Ήθελα να ’ξερα ο τύπος που τις εκφωνεί, δεν βραχνιάζει; Δεν τον πιάνει βήχας;
Ρε κοινωνία της ψευτιάς, βρε άθλιοι τύποι, δεν καταλαβαίνετε το κακό που κάνετε με όλο ετούτο το ψεύδος; Και σου λέει η άλλη, «Και το να μην κάνουμε τίποτε, καλύτερο είναι;» Ναι, αν το κάνεις από συμπόνια, για να γλιτώσεις την ψυχούλα σου από την τύψη. Ναι, είναι καλύτερο να μην κάνεις τίποτε. Παρά να νομίζεις ότι κάνεις, και στην ουσία να αφήνεις τα πάντα να κυλιούνται μέσα στην ίδια την λάσπη, της κυρα-Τασίας.
Μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, στοιβαγμένοι στην παλιά Σμύρνη.
Και γι’ αυτούς ούτε σκέφτεται ούτε θα σκεφτεί ποτέ κανείς, εκτός από τη Δημαρχίνα του Κονάκ, τη Σεμά, που κλαίει όταν νιώθει ότι δεν μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, εάν δεν τους δώσει διέξοδο για την Ευρώπη. Προσπαθεί να βοηθήσει τις Σύριες να μάθουν λίγα τουρκικά, για να αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες. Προσπαθεί να απασχολεί τα πιτσιρίκια για να πηγαίνουν οι μανάδες να δουλεύουν, παραδουλεύτρες ή ό,τι άλλο τους δίνουν, στη μαύρη αγορά.
Και το λέει η Σεμά: αντί να δείχνεις συμπόνια, δήθεν για να γλιτώσεις την ψυχή σου, δώσε στη μανούλα του πιτσιρικά το ένσημο για να μπορεί να πάει στον γιατρό και αυτή και το μωρό της. Όχι στη μαύρη αγορά και στο δουλεμπόριο μέσα στα μούτρα μας…
Και παρατήστε κι αυτά τα, «Τα-τα-τς. Γίνονται, βρε παιδί μου, τέτοια πράγματα;»
Όχι, αλλιώτικα.
Να ’χα κουράγιο σήμερα, κάποια στιγμή θα το βρω όμως, δε μπορεί, να περιγράψω τη μάνα που έχασε πατέρα, μάνα , κόρη και αδερφό, που σηκωνόταν κάθε μέρα και πήγαινε 20 χιλιόμετρα μακριά, εκεί στα μπάζα που ήταν οι νεκροί, ανακατεμένοι με τα μπετά, τις σιδερόβεργες, τα τούβλα, τα θραύσματα από έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, και έκλαιγε με τις ώρες, φωνάζοντας ένα-ένα τα αγαπημένα της πρόσωπα με τα ονόματά τους… Χρειάζονταν αγάπη και στοργή τότε, και τρυφερότητα, κι όχι τακούνια και μπουφάν πολυτελείας.
Ντούζτζε 2000, Σμύρνη 15 χρόνια μετά.
Τίποτε δεν άλλαξε στο αναμεταξύ, δυστυχώς.
Έτσι είναι, Μεχμέτ Κελές. Αδερφέ μου, Δήμαρχε της Ντούζτζε, έτσι είναι δυστυχώς. Όπως πονούσες πονάνε, και μην ξανακλάψεις μπροστά μου με την εικόνα, με τα δυο μωρά, που τα σκέπαζε το κύμα, ωσάν να τα προστάτευε εκεί στην παραλία που τα ήβρανε ξεψυχισμένα, γιατί θα εκραγούμε και δεν κάνει καλό, σήμερα.
Σήμερα, αδερφέ μου, παλεύουμε όσο μπορούμε, με ό,τι έχουμε, για να δίνουμε λύσεις. Εγώ θα είμαι εκεί δίπλα. Δεν θα κουνηθώ, μέχρι να απαντήσουμε και το τελευταίο μας πρόβλημα.
Τελικά, ρε συ Μεχμέτ, μάλλον μόνο εκεί, χωρίς υπερβολή, νιώθω πραγματικά άνθρωπος.