Ο Άγγελος της Βιβλιοθήκης
Οι Χριστιανοί του παλιού καιρού συνήθιζαν, όταν δεν είχαν εύκαιρο τον πνευματικό τους καθοδηγητή, να ανοίγουν στην τύχη την Αγία Γραφή σε μια οποιαδήποτε σελίδα της και να αναζητούν, στην πρώτη φράση που έπεφτε το μάτι τους, παρηγοριά και ανακούφιση, προστασία από τον πειρασμό ή, ίσως, την απάντηση σε όποιο ερώτημα βασάνιζε το πνεύμα τους. Το ίδιο, φαντάζομαι, θα κάνουν και οι πιστοί κάθε θρησκείας που βασίζεται σε κάποιο ιερό βιβλίο. Ένας συνεπής βιβλιόφιλος, λοιπόν, για τον οποίο σχεδόν κάθε βιβλίο είναι ιερό (εκτός, ενδεχομένως, από τα ιερά βιβλία των θρησκειών), δεν μπορεί παρά να εφαρμόζει κατά καιρούς παρόμοιες τεχνικές. Τα λογής-λογής παιχνίδια με τα βιβλία, εξάλλου, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστα στους κύκλους αυτούς.
«Κάποια στιγμή που θα νιώσεις ευτυχισμένος», σημειώνει σχετικά ο Ευγένιος Αρανίτσης στο ιδιότυπο και εξαίσιο βιβλίο του «Ιψ ο τυπογράφος», «άνοιξε ένα βιβλίο του Ελύτη στην τύχη. Θα δεις πως το ποίημα όπου πέφτει το βλέμμα σου δίνει απάντηση (αν το κατανοήσεις) σε ένα σημαντικό ερώτημα που σ’ απασχολεί εκείνες τις μέρες. Το παράξενο αυτό φαινόμενο ονομάζεται Άγγελος Της Βιβλιοθήκης, και το παρατήρησαν πρώτοι, στα δικά τους βιβλία, οι αρχαίοι Κινέζοι».
Εννοείται πως δεν είναι υποχρεωτικό να είσαι ευτυχισμένος για να συμβουλευτείς τον Άγγελο της Βιβλιοθήκης (το αντίθετο, θα έλεγα), όπως επίσης εννοείται πως το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται και λειτουργεί εξίσου ικανοποιητικά και με άλλα βιβλία πλην των ποιητικών βιβλίων του Οδυσσέα Ελύτη — με οποιοδήποτε βιβλίο, στην πραγματικότητα. Στο μυθιστόρημα «Η μανία με την άνοιξη», για παράδειγμα, του Άρη Μαραγκόπουλου, δύο ηρωίδες χρησιμοποιούν γι’ αυτόν τον σκοπό την «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» του Μαρξ — ποιος να το ’λεγε; Άλλοι χρησιμοποιούν τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις, οι παλιοί χριστιανοί έκαναν το ίδιο με την «Αγία Γραφή», όπως είδαμε. Εγώ με τη σειρά μου έχω δοκιμάσει κάθε είδους βιβλίο που υπάρχει στα ράφια της βιβλιοθήκης μου: τα «Ανάλεκτα» του Κομφούκιου, τα αποσπάσματα του Αρχίλοχου, τα ποιήματα του Ελύτη, το «Χρησμολόγιο και η Τέχνη της Φρόνησης» του Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, τα έργα του Σαίξπηρ, τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, τα «Τριαντατρία χαϊκού» του Γιώργη Παυλόπουλου.
Γιατί είναι πολλά χρόνια τώρα που έχω τη συνήθεια κάθε Πρωτοχρονιά, μετά τις κατά παράδοσιν εορταστικές εκδηλώσεις και πριν πέσω στο κρεβάτι μου για ύπνο, να εμπιστεύομαι τον Άγγελο της Βιβλιοθήκης, ζητώντας του να μου υποδείξει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτω — μα, ακόμη κι αν δεν έχω κανένα ερώτημα να του θέσω, αναλαμβάνει εκείνος να το μαντέψει ή να το δημιουργήσει. Το ίδιο κάνω και σε κρίσιμες ώρες της ζωής μου, όταν έχω δηλαδή ανάγκη από μια δεύτερη γνώμη, αλλά και σε στιγμές βαρεμάρας ή εκνευρισμού.
Γενικά πάντως θα έλεγα ότι ο Άγγελος της Βιβλιοθήκης επενεργεί με μεγαλύτερη δύναμη στην ψυχή του αναγνώστη όταν τον επικαλούμαστε αφήνοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιθώριο στο τυχαίο: όταν επιλέγουμε δηλαδή να ανοίξουμε σχετικά ογκώδη βιβλία ή, ακόμη καλύτερα ίσως, όταν κλείνουμε τα μάτια και, περνώντας το δάχτυλό μας πάνω από τα βιβλία, τραβάμε ένα στην τύχη: μπορεί να είναι ο «Καντίντ» του Βολταίρου και να διαβάσουμε αίφνης πρωτοχρονιάτικα: «“Μα τότε για ποιο σκοπό δημιουργήθηκε αυτός ο κόσμος;” ρώτησε ο Καντίντ. “Για να μας εξοργίζει”, απάντησε ο Μαρτέν». Ή να είναι «Ο κόσμος τού χθες» του Στέφαν Τσβάιχ και να διαβάσουμε κάτι τέτοιο: «Δεν παύει ποτέ να μου φαίνεται σαν θαύμα πως, σε κείνα τα νεανικά μας χρόνια, υπήρξαν ανάμεσά μας ποιητές μ’ έναν τόσο άμεμπτο χαρακτήρα».
Όπως και να ’χει πάντως, έχω καταλήξει πια, μετά από πολλά χρόνια τριβής με τον Άγγελο της Βιβλιοθήκης, πως λίγη τελικά σημασία έχει ποιο βιβλίο, ποια σελίδα ή ακόμα και ποια ακριβώς φράση θα διαβάσεις την πρώτη ημέρα του χρόνου. Γιατί, όποια κι αν είναι αυτή, στο τέλος της χρονιάς με κάποιο μαγικό τρόπο θα βρεις πως έχει εφαρμόσει με ακρίβεια στη ζωή σου. Σημασία έχει το παιχνίδι, σημασία έχει η διάθεση να εμπιστευτείς το τυχαίο, σημασία έχει το τελετουργικό, σημασία έχει η διαρκής παρουσία του Άγγελου της Βιβλιοθήκης σε μιαν άκρη του μυαλού. Αφού κάθε ζωή χρειάζεται έναν καμβά, ένα κέντρο, για να στηθεί και να μη σωριαστεί στη διάρκεια του χρόνου σε σκορπισμένα κομμάτια. Αυτό προσφέρει ο Άγγελος της Βιβλιοθήκης. Και ίσως τα λόγια που πιο καλά τον χαρακτηρίζουν να είναι οι στίχοι του Σεφέρη (αρκεί να αντικαταστήσουμε το άσπρο χαρτί του ποιήματος με το μελανωμένο χαρτί των βιβλίων μας):
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν. / Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, / τη δική σου φωνή.
Ιδού η ιστορία μιας προηγούμενης Πρωτοχρονιάς:
Μετά από πολλά χρόνια που εφάρμοζα τη μαγική αυτή τεχνική στα αγαπημένα μου βιβλία του Πεσσόα, αποφάσισα εκείνη τη χρονιά να επιλέξω κάποιον άλλο συγγραφέα — κάποιον για τον οποίο δεν θα μπορούσα να είμαι, έστω και κατά προσέγγιση, προετοιμασμένος για το τι θα περιμένω. Επέλεξα, λοιπόν, τα ποιήματα του Ιβάν Γκολ στην ωραία μετάφραση του Ε. Χ. Γονατά, εξαίσια ποιήματα που ωστόσο είχα πολύ καιρό να διαβάσω και συνεπώς η τυχαιότητα είχε περισσότερα περιθώρια να κάνει τη δουλειά της.
Μόλις γύρισα, λοιπόν, στο σπίτι, μετά την υποδοχή του νέου χρόνου και τη συνακόλουθη ευωχία και παρά το περασμένο της ώρας, έπιασα τον βαρύ τόμο στα χέρια μου, έκλεισα τα μάτια (που έκλειναν από μόνα τους, έτσι κι αλλιώς, λόγω νύστας και οινοπνεύματος) και τον άνοιξα στη σελίδα 63, όπου διάβασα το εξής ποίημα:
Λύπες κρυφές
Ξέρεις τη θλίψη μιας βρύσης
που κλαίει ολομόναχη τη νύχτα μες στην κουζίνα
Ξέρεις τον τρόμο ενός μισόκλειστου παραθυρόφυλλου
που χτυπάει στον άνεμο σαν τη φτερούγα του εγκλήματος
Ξέρεις την αγωνία της σιγανής βροχής
που πέφτει ανυπεράσπιστη
πάνω στις στέγες πάνω στα πηγάδια
κι η γη τη ζυμώνει με τον πόνο της
Το ποίημα είναι, χωρίς αμφιβολία, υπέροχο και, ενδεχομένως, να μην υπάρχουν πολλά πράγματα καλύτερα για να ξεκινήσεις τη χρονιά σου από την ανάγνωση ενός υπέροχου ποιήματος. Η αναγνωστική απόλαυση, ωστόσο, και η ποιητική ανάταση του πνεύματος δεν ήταν αυτό που γύρευα εκείνη την ώρα. Εγώ ήθελα έναν οδηγό για τη ζωή μου, έναν πολικό αστέρα για το νέο έτος, μια πυξίδα για το αύριο — και αυτό που, σε πρώτη ανάγνωση, βρήκα ήταν μια ακόμη υπόμνηση του καρυωτακικού πόνου των πραγμάτων.
Ή μήπως δεν ήταν μόνο αυτό; Ίσως ο Ιβάν Γκολ δεν ήθελε να μου υποδείξει απλώς το αυτονόητο (τη θλίψη, τον τρόμο, την αγωνία και τον πόνο του σύμπαντος), αλλά να με φέρει ασφαλέστατα σε αυτό που ήδη η καρδιά μου με οδηγούσε τον τελευταίο καιρό: στην ποιητική μετουσίωση της καθημερινότητας.
Να μπορώ να διακρίνω την ποίηση που ενυπάρχει σε μια βρύση που στάζει, σ’ ένα παραθυρόφυλλο που χτυπάει από τον αέρα, στη σιγανή βροχή που πέφτει πάνω στο χώμα.
Να μπορώ να διακρίνω την ποίηση που ενυπάρχει σ’ ένα φευγαλέο βλέμμα, σ’ ένα χαρτί που το παρασύρει ο αέρας, σε μια κούπα με ζεστό καφέ, σ’ ένα βιολί που δεν ξέρεις από πού ακούγεται, σε μια τούφα καστανά μαλλιά που ανεμίζουν κάτω από ένα μάλλινο σκουφάκι.
Αυτός είναι ο προορισμός μου για φέτος, αποφάσισα τότε: θα ασκηθώ να βρίσκω την ποίηση στην καθημερινή ζωή και να τη μοιράζομαι με όσους αγαπάω. Αυτό θα κάνω φέτος, είπα (το τσιγάρο θα το κόψω τον άλλο χρόνο).
Όπως κι έγινε.
Κάντε κι εσείς το ίδιο φέτος: ανοίξτε ένα βιβλίο στην τύχη τη νύχτα (ή το ξημέρωμα) της Πρωτοχρονιάς και διαβάστε τις πρώτες δυο-τρεις φράσεις που θα αντικρίσετε.
Μπορεί να εκπλαγείτε, αμέσως ή στη διάρκεια του επόμενου έτους (μπορεί και όχι, βέβαια).