Τα χέρια των Άλλων

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Τα χέρια των Άλλων

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να βγαίνουν συχνά — μάλλον το αντίθετο. Απολαμβάνω ιδιαίτερα τη μοναχικότητα. Συχνά σκέφτομαι πως εύκολα θα μπορούσα να ζω μόνη μου σε ένα απομονωμένο σπίτι σε μια απόκρημνη πλαγιά κάπου στη Μαδέρα, ας πούμε, ή σε έναν καταπράσινο λόφο στην επαρχιακή Σκωτία. Στις φαντασιώσεις, άλλωστε, δεν υπάρχει όριο — η ελευθερία της επιλογής είναι σχεδόν απόλυτη. Υπάρχουν όμως φορές που προτιμώ να αποχωριστώ τη μοναχικότητα για το «μαζί» που συνοδεύεται από ένα ποτό.

Την εβδομάδα που πέρασε, κόντρα στις συνήθειές μου, έβγαινα σχεδόν κάθε βράδυ, με διαφορετικούς ανθρώπους και κάθε φορά σε διαφορετικό μέρος. Η πρώτη φορά σε κάποιο μπαρ ταυτίζεται σχεδόν με τη συνολική εμπειρία. Αν νιώσω να με τυλίγει ζεστασιά, αυτή που ισοδυναμεί με καλωσόρισμα, θα το επισκεφτώ ξανά. Και έπειτα είναι βέβαια και το τελετουργικό: πού θα καθίσεις, τι ποτό θα παραγγείλεις, αν θα σου αρέσει ο τρόπος που το σερβίρουν, αν η μουσική είναι της αρεσκείας σου, αν η έντασή της επιτρέπει να λικνίζεσαι και να μιλάς ταυτόχρονα. Πολλές απαιτήσεις.

Πέρα και πάνω από όλα, όμως, είναι η παρέα. Για μένα, που η ανάγκη μου να παρατηρώ τους ανθρώπους μπορεί να πάρει και χαρακτηριστικά εμμονής, ο τρόπος που κάθεται κάποιος για να πιει το ποτό του ισοδυναμεί με ιεροτελεστία. Όλα έχουν το ενδιαφέρον τους: ο τρόπος που θα βγάλει το πανωφόρι του, το πού θα το κρεμάσει (αν θα τεντωθεί για να το κρεμάσει στον καλόγερο που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα ή αν θα προτιμήσει τις μικρές μεταλλικές κρεμάστρες κάτω από την μπάρα), αν θα περιπλανηθεί το βλέμμα του στα παραταγμένα ποτά ή αν θα έχει ήδη διαλέξει (αυτό που πίνει πάντα), τι θα βγάλει από την τσάντα ή τις τσέπες (κινητό; τσιγάρα; και τα δύο; τίποτα;) του, ή ό,τι χρειάζεται τελικά κάποιος για να μείνει μαζί σου και να μοιραστεί ένα ποτό, δύο, τρία και κάποιες ώρες από τη ζωή του.

Μου αρέσει όμως κυρίως να παρατηρώ τα χέρια των Άλλων. Τα χέρια έχουν πολλαπλές λειτουργίες, επιθετικές και ερωτικές· μια από αυτές είναι και η γραφή. Χωρίς αυτά, ακόμη και ο ικανότερος νους αδυνατεί να σχηματίσει λέξεις στο χαρτί. Αυτό το κουσούρι πρέπει να το απέκτησα μικρή, όταν έβλεπα τα χέρια του παππού μου να θωπεύουν και να πληγώνουν τη γη για να την πείσουν να καρπίσει — κάπως έτσι το ένιωθα τότε αυτό, όταν ήμουν παιδί.

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να παρατηρείς με ολοκληρωμένο τρόπο τα χέρια των ανθρώπων. Είναι διαφορετικό να σφίγγουν, ας πούμε, τη χειρολαβή στο βαγόνι του μετρό, από το να αγκαλιάζουν χαλαρά ένα ποτήρι με ποτό. Είναι διαφορετικό να πιάνουν το δικό σου χέρι για να σε αποχαιρετήσουν ή απλώς για να σε κρατήσουν, ή για να σε αγγίξουν. Είναι ολωσδιόλου άλλες καταστάσεις.

Την πρώτη βραδιά που ήμουν έξω, τα χέρια που με συνόδευαν ήταν ντελικάτα και σχεδόν μυστήρια. Θα μάντευες ότι ασχολούνταν με τη γραφή, με εκείνες τις λέξεις που δεν βγαίνουν εύκολα από το στόμα, παρά στέκονται επίμονα στις μπροστινές θηλές της γλώσσας, εκεί όπου ανιχνεύεται ευκολότερα το γλυκό, και απαιτούν περίσσεια αυτοπειθαρχίας και ακρίβειας για να σχηματιστούν στο χαρτί. Ένας αέναος αγώνας με τις γεύσεις της ζωής.

Το δεύτερο βράδυ, τα χέρια ήταν πιο πολλά. Οι κινήσεις αλλάζουν όταν βρισκόμαστε με περισσότερους ανθρώπους. Κι όμως εκείνο το βράδυ, τα χέρια έμοιαζαν με κομμάτια από παζλ, ο ένας σχεδόν συμπλήρωνε τον Άλλο. Την ένταση της κλειστής γροθιάς τού ενός διαδεχόταν η πλαστικότητα της κίνησης του άλλου. Μόλις τα δάχτυλα άγγιζαν το φλιτζάνι και το κουνούσαν κυκλικά, σαν σε περισυλλογή, αίφνης σταματούσε ο άλλος να μιλά, έπιανε το πακέτο, το κρατούσε στο ένα χέρι όμοια με ισοκράτη και αναζητούσε τα τσιγάρα με τα δάχτυλά του, λες και γύρευε τη μοιραία λύση. Καθώς κυλούσε η ώρα, τα χέρια όλων συντονίστηκαν — και υπήρξε μια στιγμή που αισθάνθηκα ότι κάτι γεννιόταν. Όπως ακριβώς όταν έβλεπα τον παππού μου να καθαρίζει εκείνο το μαρουλάκι που είχε μόλις ξεπεταχτεί από το χώμα, κι εγώ αναρωτιόμουν για την τύχη του. Το μεγάλωνε άραγε για να το αγαπά, ή αγαπούσε εμάς περισσότερο και θα το θυσίαζε για να μας θρέψει;

Το επόμενο βράδυ, τα χέρια που συντρόφεψαν τις λέξεις ήταν από εκείνα που είχε τύχει να παρατηρήσω πολλές φορές, αλλά πάντα αισθανόμουν ότι κάτι μου ξέφευγε. Ο δείκτης και ο παράμεσος ήταν σχεδόν ισομήκεις, ο μέσος λίγο πιο προτεταμένος, με ελαφρά κλίση σε αντίθετη φορά, λες και υπηρετούσε μιαν αντίφαση. Οι αρθρώσεις των δακτύλων έμοιαζαν με κόμπους από ολόμαλλο πλεκτό, οι παλάμες ήταν δυνατές, αρμονικά δεμένες στον καρπό. Χέρια που μπορεί να επιθυμήσεις να σε αγγίξουν, να σου στηρίξουν τον κορμό αν γλιστρήσεις, να σε αναγκάσουν να ακολουθήσεις τον ρυθμό τους, να τεντώσουν τον δείκτη και να σου δείξουν τον δρόμο, να σημάνουν το τέλος. Χέρια-χάρτες. Μπορείς εύκολα να τα φανταστείς να γράφουν λέξεις «ζωντανές», με μελάνι και αφή. Έκλεισα τα μάτια για ελάχιστα δευτερόλεπτα συνεχίζοντας να ακούω τον συνομιλητή μου, και κατόπιν έστρεψα πάλι το βλέμμα μου στα χέρια του. Ήμουν σίγουρη πια: τα χέρια του είχαν φωνή.

Να το γνωρίζει άραγε και ο ίδιος;

ΥΓ. Δεν δοκιμάζω εύκολα νέα ποτά και, αν βγείτε μαζί μου, υπόσχομαι να μη «χαρτογραφήσω» τα χέρια σας. Από την άλλη, βέβαια, η φυσική μοίρα των υποσχέσεων είναι η διάψευση.

[Εικονογράφηση: Lance Richlin, Χέρια (1989· λεπτομέρεια)].