Το υπέροχο ευρωπαϊκό μωσαϊκό
Διαβάζοντας τα αποτελέσματα στις ισπανικές εκλογές, και προσπαθώντας να καταλάβουμε τελικά ποιο ήταν το ποσοστό που κατήγαγαν οι Podemos, μάθαμε ότι το νέο αυτό αριστερό κόμμα συμμάχησε τοπικά με διάφορα αποσχιστικά κινήματα. Θυμηθήκαμε, έτσι, το πρόσφατο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας και το λίγο προγενέστερο για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Και, πραγματικά, αν ρίξουμε μια ματιά στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, θα δούμε ότι τα κρατικά σύνορα των λεγόμενων «εθνικών» κρατών κλείνουν μέσα τους πολλές εθνότητες με ιστορικές και σύγχρονες διαφορές.
Δεν είναι παράξενο αυτό, και υπάρχει εύκολη και σαφής εξήγηση: οι τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών από την Ανατολή προς τη Δύση τις δύο πρώτες χιλιετίες μετά Χριστόν, οι διαδοχικές κατακτήσεις, οι μεγάλες αυτοκρατορίες που επέτρεψαν ή επέβαλαν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών που πέρασαν προαιώνια σύνορα. Τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα είδαμε και τη διάλυση πολυεθνικών ομοσπονδιακών κρατών με τις χειρότερες δυνατές επιπτώσεις: εμφυλίους πολέμους. Ακόμη και χώρες που θεωρούνται εθνικά ομογενείς, όπως η Ελλάδα, έχουν κατοίκους που μπορεί σήμερα στη μεγάλη τους πλειοψηφία να μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά οι πρόγονοί τους, πέντε ή έξι γενιές πίσω, πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν καθόλου μαζί μας.
Στον ελλαδικό χώρο έχουν περάσει πολλοί κατακτητές: άφησαν το στίγμα τους —δημιουργικό, καταστροφικό ή και τα δύο— και πολλές από τις ομορφιές της χώρας μας, πολλά από τα σημαντικά τουριστικά σημεία του 20ού αιώνα και εντεύθεν, είναι προϊόντα πολιτισμού αυτών ακριβώς των κατακτητών. Το Κάστρο των Ιπποτών στη Ρόδο είναι ίσως το πιο γνωστό μνημειακό οικοδόμημα της ύστερης Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (τα Δωδεκάνησα έχουν και πολλά άλλα μνημεία, που κατασκευάστηκαν τις δύο δεκαετίες της ιταλικής κατοχής), ο Λευκός Πύργος είναι από τα εμβληματικότερα κτίσματα της Οθωμανικής Περιόδου, η Πύλη του Αδριανού στην Αθήνα είναι προϊόν της ρωμαϊκής περιόδου, τα τείχη του Ηρακλείου χτίστηκαν κατά την περίοδο που η Κρήτη βρισκόταν υπό βενετική κυριαρχία. Ακόμη και εάν η κρατούσα εθνικιστική αντίληψη ανάγει ως μνημεία άξια προβολής μόνο όσα σχετίζονται με την Αρχαία Ελλάδα (και, δευτερευόντως, και με τη βυζαντινή περίοδο), όποιος αγαπά ή ενδιαφέρεται για τη χώρα μπορεί, μέσα από τα μνημεία της, να μάθει πολλά για την ιστορία της.
Αντίστοιχες ιστορίες, όμως, έχουν και άλλα κράτη. Τα βρετανικά νησιά τα ξέρουμε για την κελτική προϊστορία τους, τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τη σαξονική κυριαρχία, τη νορμανδική εισβολή (και τη βασιλική οικογένεια που έλκει την καταγωγή της από ένα γερμανικό πριγκιπάτο). Στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ιρλανδία υπάρχουν επίσημες κελτικές γλώσσες και μνημεία, ονόματα που παραπέμπουν στη νορμανδική κυριαρχία, τοπωνύμια που έχουν συνδεθεί με μάχες μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων των βρετανικών νήσων, φεουδαλικοί τίτλοι που αντανακλούν μία κοινωνική ιεραρχία που το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ξεπέρασε μόλις περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως οι Βρετανοί νιώθουν περήφανοι για όλα τα στοιχεία της σύγχρονης ταυτότητάς τους, που άλλωστε είναι εμπλουτισμένη και με παραδόσεις λαών επί των οποίων οι ίδιοι κυριαρχούσαν με την αποικιακή αυτοκρατορία τους.
Η Ελβετία, παράδειγμα ειρηνικής συγκατοίκησης και ουδετερότητας, έχει τέσσερις γλώσσες, από τις οποίες οι τρεις είναι επίσημες και ομιλούνται ευρύτατα. Το Βέλγιο έχει δύο διακριτές γλωσσικές κοινότητες, τους Φλαμανδούς και τους Βαλλόνους. Δεν πρέπει να υποτιμούμε και τη σημασία της θρησκευτικής συνύπαρξης Καθολικών και Προτεσταντών σε χώρες όπως η Γερμανία — όταν, στο παρελθόν, κάποιοι από τους πιο αιματηρούς πολέμους στην Ευρώπη είχαν γίνει στο όνομα του χριστιανικού δόγματος. Η Ισπανία, για να επιστρέψουμε στην αρχική μας αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα, είναι ένα άθροισμα παλαιών βασιλείων και φυλών που προέκυψε από γάμους, κατακτήσεις και συμμαχίες —ιερές και ανίερες— απέναντι στους Μουσουλμάνους. Γλώσσες λατινογενείς, όπως τα ισπανικά, συνυπάρχουν με τα πανάρχαια βασκικά.
Στο σχολείο διδαχθήκαμε ότι η Pax Romana των δύο πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας έφερε πρωτοφανή ευημερία σε όλη την περιοχή γύρω από τη Μεσόγειο. Τα ελληνικά γράμματα συνυπήρχαν με το ρωμαϊκό δίκαιο και τη ρωμαϊκή διοίκηση — αλλά και το δωδεκάθεο με τις ανατολικές θρησκείες και, κατά διαστήματα, και με τον Χριστιανισμό. Ο δάσκαλος της ρητορικής μπορούσε να βρει δουλειά στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα, στη Ρώμη, στην Πέργαμο, στο Μεδιόλανο — ο έμπορος μπορούσε να πουλήσει στη Φοινίκη, στην Κυρηναϊκή, στη Μασσαλία. Στη σειρά «1821» του τηλεοπτικού σταθμού «Σκάι», με την ιστορική επιμέλεια του καθηγητή Θάνου Βερέμη, προβλήθηκε (και τεκμηριώθηκε) ότι, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, και τη σχετική ειρήνευση της νοτιοανατολικής Βαλκανικής Χερσονήσου και της Μικράς Ασίας από κατακτητικούς πολέμους, οι περιοχές αυτές γνώρισαν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Και είναι βέβαια γνωστό πόσο λοιδορήθηκε αυτή η ιστορικά ορθή αναφορά από τον Γιώργο Τράγκα με το εξής βασικό επιχείρημα: «Στο σχολείο αλλιώς μάς τα έλεγαν»…
Διδασκόμαστε να δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στα σύνορα και στην εθνική ομοιογένεια. Μαθαίνουμε να υποτιμούμε τους συμπολίτες μας που έχουν άλλη καταγωγή ή άλλο θρήσκευμα από την πλειοψηφία, να τους θεωρούμε λιγότερο Έλληνες (πόσοι ξέρουν ότι ο πρώτος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού που έπεσε στο αλβανικό μέτωπο ήταν ο Μορδοχαίος Φριζής, εβραϊκής καταγωγής;), να μην τους έχουμε άξιους να συμπεριλαμβάνονται στους ήρωές μας. Δεν αναγνωρίζουμε εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες στη χώρα μας, κάνοντας ότι δεν ξέρουμε πόσοι άνθρωποι στη Δυτική και στην Κεντρική Μακεδονία μιλούσαν «γαλλικά» (ναι, έτσι αποκαλείται η μακεδονική γλώσσα σε κάποιες περιοχές!) και πόσοι στη Δυτική Θράκη νιώθουν Τούρκοι, ενώ μέχρι πρόσφατα κλείναμε τη μνήμη μας για το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη. Και όλα αυτά εν ονόματι μιας εθνικής καθαρότητας, τόσο μα τόσο αντίθετης στο πνεύμα του ελληνισμού, τουλάχιστον αυτού που παρήγαγε τα μνημεία για τα οποία έγινε λόγος λίγο πιο πάνω, αυτά που η αρχαιοκεντρική προσέγγισή μας προβάλλει ως απόδειξη της ανωτερότητάς μας ως έθνους.
Ναι, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν άλλη αντίληψη. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο («Βίοι Φιλοσόφων»), αρκετές αριθμήσεις των Επτά Σοφών περιλαμβάνουν ως έναν από αυτούς τον Ανάχαρσι τον Σκύθη. Ο Ηρόδοτος γράφει για τους ανατολικούς πολιτισμούς με ειλικρινή θαυμασμό και θεωρεί ότι η αρχαιοελληνική θρησκεία έλκει την καταγωγή της από της Αιγυπτίους (και ότι αρχαιότερος λαός της ευρύτερης περιοχής είναι οι Φρύγες). Τα ταξίδια του Σόλωνα και του Πλάτωνα στη Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή είναι γνωστά. Ο Όμηρος βάζει το γνωστότερο ρητό της Ιλιάδας, το «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης», στο στόμα της ευγενέστερης μορφής του έπους, που βέβαια είναι ο Έκτωρ, όχι κάποιος από τους Έλληνες βασιλείς. Οι αρχαίοι Έλληνες, τo DNA των οποίων ισχυριζόμαστε ότι κουβαλάμε (wishful thinking περισσότερο, βέβαια…), βάσισαν τον πολιτισμό τους πάνω στην προθυμία τους να δεχτούν και να μάθουν και από το ξένο, και από το καινούργιο. Ήξεραν καλά ότι η ανθρώπινη δημιουργικότητα, καλαισθησία και σοφία δεν γνωρίζουν ούτε σύνορα, ούτε καταγωγές, ούτε θρησκείες.
Αλλά γιατί ξεκινήσαμε από τους αποσχιστές συμμάχους των Podemos και καταλήξαμε στον Ηρόδοτο; Επειδή στη σημερινή Ευρώπη τα αποσχιστικά και διχαστικά κινήματα, μόλο που είναι πραγματικά και αποδεικνύονται αρκετά ισχυρά, φαντάζουν όλο και περισσότερο σαν αναχρονισμός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι απεχθής η καταπίεση μιας μειονότητας (γλωσσικής, εθνοτικής, θρησκευτικής) εντός των συνόρων ενός κράτους, ότι δεν είναι ακόμη πιο αναχρονιστικές οι διακρίσεις με βάση την καταγωγή ή τη γλώσσα. Αλλά σημαίνει ότι το κοινό μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί πλέον παρά να στηρίζεται στη δημιουργικότητα των παιδιών της. Όσο η συζήτηση είναι για το πώς θα μπουν καινούρια σύνορα, νέοι περιορισμοί, νέες έχθρες, τόσο η δημιουργικότητα αυτή θα καταπιέζεται. Όσο μάλιστα τα κινήματα της ανεξαρτησίας έχουν παράλληλα προτεταμένο το χέρι ζητιανεύοντας από το αντίπαλό τους εθνικό κράτος τα χρήματα και τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν στην περιοριστική ανεξαρτησία τους (μια αναλογία με τη δική μας κυβέρνηση και την αντιευρωπαϊκή της ρητορική δεν θα ήταν άστοχη), χωρίς να παρακινούν την εφευρετικότητα, την καινοτομία και το μεράκι των δικών τους παιδιών, τα κινήματα αυτά δεν είναι κινήματα απελευθέρωσης: είναι κινήματα πραγματικής υποταγής.
Αντιθέτως, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία, την παραγωγικότητα, την ευημερία, τη φέρνουν η ειρηνική συνύπαρξη και ο αλληλοσεβασμός, απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να παίρνει το καλύτερο που μπορεί από τον συνάνθρωπό του και να του ανταποδίδει το καλύτερο που έχει.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ισχυρά είναι τα έθνη που έχουν τα μάτια τους ανοιχτά στον υπόλοιπο κόσμο. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προσφέρει την ευκαιρία να κερδίσουμε πάρα πολλά από το υπέροχο μωσαϊκό που συγκροτούν οι λαοί και οι άνθρωποι που κατοικούν σήμερα στην ήπειρό μας, ανεξαρτήτως καταγωγής. Στο χέρι μας είναι να επιλέξουμε είτε να συνεχίσουμε την περιχαράκωσή μας στα σύνορα που θέτει στον εαυτό μας η αντίληψή ότι είμαστε μοναδικοί και ο εξυπνότερος λαός του κόσμου — είτε να δείξουμε επιτέλους την αντίληψη που έκανε σπουδαίους τους προγόνους μας.
ΥΓ1. Η φράση «υπέροχο μωσαϊκό» («gorgeous mosaic») χρησιμοποιήθηκε από τον πρώην Δήμαρχο της Νέας Υόρκης David Dinkins. Με αυτήν θέλησε να περιγράψει την εκπληκτική ποικιλία των εθνοτήτων στην πόλη κατά τη θητεία του (1989-93), μία περίοδο κατά την οποία οι εθνικές εντάσεις έφτασαν στην κορύφωσή τους.
ΥΓ2. Παρακολουθήστε το πρώτο επεισόδιο της σειράς «1821».