Στοχασμοί επάνω στο κακό #2
[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ]
Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το φώς νικά το σκοτάδι. Γιατί το σκοτάδι είναι μόνο η απουσία του φωτός. Αυτή ήταν η κυρίαρχη άποψη της ηθικής φιλοσοφίας μετά τον Διαφωτισμό. Αυτή η άποψη δέχτηκε μια καταστροφική διάψευση από το Ολοκαύτωμα, τη Σοά, που ανάμεσα στο 1941 και το 1945 οδήγησε στον θάνατο τουλάχιστον έξι εκατομμύρια Εβραίους και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, ανάμεσά τους και Γερμανούς, τους οποίους το ναζιστικό καθεστώς θεώρησε επίσης ανάξιους ζωής.
Η ιστορική εμπειρία του Ολοκαυτώματος ήταν η μέχρι τώρα πιο καθαρή απόδειξη ότι στον κόσμο όπου ζούμε δεν υπάρχει μόνο το σκοτάδι, δεν υπάρχει μόνο το κακό που χαρακτηρίζεται από την απουσία του καλού, της γνώσης, της τάξης και του νόμου, αλλά υπάρχει και ένα σκοτάδι που εμφανίζεται σαν φως, ένα φως σκοτεινό, ένα φως που τυφλώνει. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κακό υπάρχει με μία μορφή καλλιεργημένη, μορφωμένη, μία μορφή θετική, μία μορφή που δείχνει ένα δρόμο, που θεσπίζει νόμους και επιβάλλει μία τάξη — ένα δρόμο και μία τάξη όμως που οδηγούν στην άβυσσο. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κακό δρα και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωσή του, αφήνοντας πίσω του μερικές φορές ανεξίτηλα σημάδια και μνημεία λαξευμένα στην πέτρα και χυμένα σε μπρούντζο.
Ζούμε παρ’ όλα αυτά στον καλύτερο των κόσμων;
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στην ερώτηση σε αυτή τη μορφή, πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τη φύση αυτού του κακού. Το κακό που μελετήσαμε στον προηγούμενο στοχασμό ήταν το κακό που πηγάζει από τη στέρηση του καλού, το κακό που οφείλεται στην άγνοια ή στην ακρασία, δηλαδή την αδυναμία να αντισταθούμε στα πάθη και τις επιθυμίες μας. Όμως το κακό που θα αντιμετωπίσουμε τώρα είναι ένα κακό που εμφανίζεται με θετική μορφή: το κακό που δρα, το κακό που σχεδιάζει και εκτελεί, το κακό που κρίνει, που βάζει σκοπούς, χρησιμοποιεί μεθόδους και επιτυγχάνει αποτελέσματα· το κακό που θέλει να επιτύχει κάτι, να δημιουργήσει και να αποτυπωθεί στα δημιουργήματά του· το κακό που έχει πάρει σάρκα και οστά — το ενσαρκωμένο κακό.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ενσαρκωμένου κακού είναι η αυτο-τελειότητα, κάτι εντελώς διαφορετικό από την αυτοτέλεια και που δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν. Ένας αυτοτελής άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος που οργανώνει και ζει τη ζωή του χωρίς να εξαρτάται από άλλους ανθρώπους ή από ορισμένες συνθήκες. Σε αντίθεση με την αυτοτέλεια, που είναι μια σχετική τελειότητα, προσανατολισμένη πάντοτε προς την απόλυτη τελειότητα, την οποία επιζητεί χωρίς ποτέ να καταφέρει να την επιτύχει εντελώς, η αυτο-τελειότητα χαρακτηρίζει μία κατάσταση ολοκληρωμένης τελειότητας ενός ανθρώπου, η οποία είναι γι’ αυτόν δεδομένη. Με άλλα λόγια, ο αυτο-τέλειος άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του απολύτως τελειότερο από τους άλλους — όπου το «απολύτως» υποδηλώνει ότι η τελειότητα του αυτο-τέλειου είναι εντελώς ανεξάρτητη από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα. Ο αυτο-τέλειος θεωρεί τον εαυτό του φύσει τελειότερο.
Η καθημερινή μας γλώσσα δεν περιέχει έναν ιδιαίτερο όρο για να περιγράψει αυτήν την κατάσταση —εξ ου και η ανάγκη της εισαγωγής ενός νεολογισμού—, αλλά πολλούς περιγραφικούς όρους ψυχικών διαθέσεων και τύπων προσωπικού χαρακτήρα που απορρέουν από την αυτο-τελειότητα: έπαρση, οίηση, αλαζονεία, ναρκισσισμός, ύβρις. Ο λόγος για τον οποίο δεν χρησιμοποιώ μια από αυτές τις λέξεις είναι ότι ο αυτο-τέλειος στην πιο «εκλεπτυσμένη» μορφή του μπορεί να συγκαλύψει τις συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται με αυτούς τους όρους. Ο «σοφιστικέ» αυτο-τέλειος άνθρωπος εμφανίζεται σαν εγκρατής —καμιά φορά μέχρι τα όρια του ασκητικού—, μετριοπαθής, μετριόφρων και ορθολογικός.
Γιατί όμως ο αυτο-τέλειος είναι το ενσαρκωμένο κακό; Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να προκαλεί το κακό μόνο και μόνο επειδή είναι πεπεισμένος ότι είναι η πηγή του καλού, μία αντίληψη που απορρέει από την αυτο-τελειότητά του;
Εντέλει, πώς είναι δυνατόν να γίνεται το κακό στο όνομα του καλού;
Ο λόγος βρίσκεται στο γεγονός ότι η τελειότητα όπως καθετί άλλο θετικό δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός, και δεν μπορεί ούτε να εξαφανιστεί. Το γεγονός ότι η αισθητή τελειότητα του κόσμου αυξάνει, αργά μεν αλλά σταθερά, έχει να κάνει με το ότι η τελειότητα διαθέτει δύο εκδοχές: μία δυνητική και μία πραγματική, δηλαδή μία αισθητή εκδοχή. Ο βαθμός της πραγματικής τελειότητας ενός όντος είναι πεπερασμένος και μπορεί να αυξηθεί μόνο είτε κάνοντας χρήση της δυνητικής τελειότητας ενός άλλου όντος, αναλίσκοντάς το, όπως συμβαίνει, π.χ., κατά την αφομοίωση της τροφής, είτε χρησιμοποιώντας ένα μέρος της δυνητικής τελειότητας που ενυπάρχει στο ίδιο το ον και μπορεί να μετατραπεί σε πραγματική τελειότητα. Και οι δύο τρόποι αύξησης της πραγματικής τελειότητας έχουν όμως ως προϋπόθεση την εξάρτηση και αλληλεπίδραση του όντος με το περιβάλλον του και τα άλλα όντα, και ως συνέπεια το γεγονός ότι όντα του ιδίου είδους έχουν τον ίδιο βαθμό πραγματικής τελειότητας σε σχέση με την κοινή τους φύση. Με άλλα λόγια: ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αυξήσει την πραγματική τελειότητά του αναλίσκοντας την πραγματική τελειότητα ενός άλλου ανθρώπου, π.χ. μέσω ενός φόνου. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: διότι η ενεργός καταστροφή ενός ανθρώπου από έναν άλλο άνθρωπο μέσω του φόνου έχει ως συνέπεια τη διάχυση της πραγματικής τελειότητας του φονευθέντος στο ανθρώπινο είδος, δηλαδή τη μετατροπή της σε δυνητική τελειότητα. Επιπλέον, επειδή ο άνθρωπος έχει συνείδηση τόσο της φύσης του ως ανθρώπου όσο και της φύσης των πράξεών του, ο φονέας έχει συνείδηση του γεγονότος ότι ο φόνος δεν του αποφέρει όφελος ως προς την τελειότητά του, καταφέρνοντας έτσι να χάσει και μέρος της δικής του πραγματικής τελειότητας.
Ο αυτο-τέλειος άνθρωπος δεν υποπίπτει στο σφάλμα της απόπειρας να αυξήσει την πραγματική τελειότητά του αποσπώντας την ενεργά από έναν άλλο άνθρωπο. Ο αυτο-τέλειος άνθρωπος δεν είναι το αποτέλεσμα ενός φόνου. Η πλάνη του αυτο-τέλειου ανθρώπου είναι ότι διατηρεί τη βεβαιότητα ότι βρίσκεται εκ φύσεως σε ένα άλλο επίπεδο πραγματικής τελειότητας από έναν «κοινό» άνθρωπο, ότι είναι μέλος ενός διαφορετικού είδους ανθρώπου, φύσει τελειότερου από τον «κοινό» άνθρωπο, τον οποίο θεωρεί πλέον φύσει υποδεέστερο — τον θεωρεί «υπάνθρωπο». Ο φύσει υποδεέστερος άνθρωπος, ο υπάνθρωπος, είναι η αναγκαία συνέπεια του σφάλματος του αυτο-τέλειου ανθρώπου, γιατί η πλασματική ανωτερότητα του αυτο-τέλειου μπορεί να υπάρχει μόνο αφαιρώντας τελειότητα από έναν άλλο, έναν άνθρωπο που στα μάτια του αυτο-τέλειου υποβιβάζεται σε υπάνθρωπο.
Οι τρόποι και τα επιχειρήματα που συντηρούν αυτόν τον υποβιβασμό ποικίλλουν ανάλογα με τις εποχές και τις καταστάσεις, αλλά σε τελική ανάλυση βασίζονται σε βιώματα απώλειας του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού ή πολιτιστικού στάτους, τα οποία συνιστούν αυτό που η Simone Weil ονόμασε «ξεριζωμό». Ο αυτο-τέλειος άνθρωπος είναι ένας ξεριζωμένος, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να επουλώσει το τραύμα του ξεριζωμού του με την ιδέα της αυτο-τελειότητάς του. Στην προσπάθειά του αυτή, ξεριζώνει κάποιον άλλον αφαιρώντας του μέρος από τη φυσική του τελειότητα.
Ο αυτο-τέλειος άνθρωπος υποπίπτει έτσι σε δύο σφάλματα: πρώτον, παραγνωρίζει τα πραγματικά αίτια του ξεριζωμού του και, δεύτερον, προσπαθεί να επουλώσει τις συνέπειές του αφαιρώντας τελειότητα από κάποιον άλλο άνθρωπο, καθιστώντας τον υπάνθρωπο. Η διαταραγμένη σχέση ανάμεσα στον αυτο-τέλειο άνθρωπο και τον αντίποδά του, τον υπάνθρωπο, δεν μπορεί να διορθωθεί με την τελειοποίηση και την εξίσωση του δεύτερου με τον πρώτο, γιατί είναι καθορισμένη ήδη από τη φύση του αυτο-τέλειου. Κατ’ αυτά, η μόνη λύση είναι η φυσική εξολόθρευση του υπανθρώπου.
Ο αυτο-τέλειος άνθρωπο αντιμετωπίζει τον αντίποδά του όπως ο γιατρός την ασθένεια. Το Ολοκαύτωμα, η Σοά, είναι η ιστορικά πιο μαζική και συστηματική προσπάθεια του αυτο-τέλειου ανθρώπου να εξοντώσει το δημιούργημά του, τον υπάνθρωπο. Η Σοά σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε ψυχρά και ορθολογικά, στο πλαίσιο του νόμου, με πειθαρχία και ακρίβεια, χωρίς πάθος και καταπολεμώντας το συναίσθημα του οίκτου, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες των δραστών είχε αναπτυχθεί σε πολλούς από αυτούς.
Όπως κάθε πράξη που βασίζεται σε μη πραγματικούς λόγους, έτσι και η προσπάθεια του αυτο-τέλειου να απαλλαγεί από την ύπαρξη του αντίποδά του στρέφεται τελικά εναντίον του. Και αυτό όχι μόνον γιατί η προσπάθεια εξόντωσης των αθώων, των αυθαίρετα υποβιβασμένων ανθρώπων, προκαλεί τη γενική ενεργή αντίδραση, αντίδραση που στην περίπτωση του ναζισμού έλαβε τη μορφή μιας παγκόσμιας πανστρατιάς εναντίον του (γι’ αυτό ίσως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πραγματικά παγκόσμιος ακόμα και σε σχέση με τον Α΄, ο οποίος ήταν βασικά ένας «εσωτερικός» πόλεμος μεταξύ των ετοιμοθάνατων αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών του βορείου ημισφαιρίου), αλλά και επειδή τελικά και ο αυτο-τέλειος συνειδητοποιεί ότι η εξόντωση του υπανθρώπου όχι μόνον δεν τον ανακουφίζει αλλά και επιτείνει την αγωνία του, επειδή η επιπλέον τελειότητα του αυτο-τέλειου δεν πηγάζει από αυτόν αλλά πάντα από κάποιον άλλο. Απαλλαγμένος από τον αντίποδά του ο αυτο-τέλειος διαπιστώνει ότι και η δική του ύπαρξη δεν μπορεί να εκπληρώσει τις αυθαίρετες προδιαγραφές τελειότητας που έχει δημιουργήσει — και έτσι στρέφεται τελικά κατά του ίδιου του εαυτού του.
Ο αυτο-τέλειος άνθρωπος, το ενσαρκωμένο κακό, αυτοκαταστρέφεται. Πριν όμως φτάσει σε αυτό το σημείο, έχει φέρει την καταστροφή. Έχει δημιουργήσει τραύματα που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επουλωθούν, αλλά ταυτοχρόνως έχει σπείρει τα σπέρματα του επόμενου αυτο-τέλειου, που θα εμφανιστεί με άλλο πρόσωπο και άλλες αντιλήψεις της αυτο-τελειότητάς του: με αντιλήψεις που πάλι στην αρχή θα αναγνωριστούν δύσκολα και θα απαιτήσουν ίσως μια ακόμα πιο δυναμική και πιο επίπονη συστράτευση δυνάμεων για την καταπολέμησή τους…
Ζούμε σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζει μόνο το κακό ως στέρηση αλλά και ως θέση. Ζούμε σε έναν κόσμο που επιτρέπει στο κακό να ενσαρκωθεί και να δράσει. Όμως το κακό δεν μπορεί να ενσαρκωθεί ως αυτόνομη ουσία, αλλά πάντα με τη βοήθεια μιας ύπαρξης, ενός ανθρώπου, που του «δανείζει» την πραγματικότητά του. Το τίμημα αυτού του δανείου είναι η αυτοκαταστροφή. Υπό αυτή την έννοια, ζούμε σε έναν κόσμο που είναι οπωσδήποτε καλύτερος από έναν κόσμο όπου το κακό θα είχε αυτόνομη και ανεξάρτητη υπόσταση. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κακό υπάρχει μόνο ως εκπεσών άγγελος, ως Εωσφόρος (ο οποίος υποπίπτει επίσης στο σφάλμα της αυτο-τελειότητας) και όχι ως Αριμάν, ως φύσει κακό πνεύμα, ως Νείκος ευρισκόμενο σε αιώνιο αγώνα με τη Φιλότητα, το Καλό.
Ζούμε λοιπόν στον καλύτερο των κόσμων.
Ζούμε όμως σε έναν κόσμο που, όπως φαίνεται, δεν μπορεί από μόνος του να εμποδίσει την ενσάρκωση του κακού.
Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων;
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]