Εντός του μέλλοντός μας
Κάθε χρόνο, τις τελευταίες ημέρες του Δεκέμβρη, κάνουμε απολογισμό. Θυμόμαστε απώλειες, χαρές, γεγονότα και, κάπως έτσι, οδηγούμαστε στους στόχους της νέας χρονιάς. Φέτος τα πράγματα είναι λιγάκι περίεργα: ενώ ανακαλούμε πολλά από τη χρονιά που πέρασε, ελάχιστοι αρθρώνουν μελλοντικές προσδοκίες. Είναι σάμπως η αβεβαιότητα να έχει κυριαρχήσει σε τέτοιο βαθμό, που η έκφραση οποιασδήποτε προσδοκίας να ενέχει δυσβάσταχτο ρίσκο. Τα αποθέματα δυνάμεων είναι λίγα και χρειάζεται να δαπανηθούν για σοβαρούς και σίγουρους στόχους. Κανείς μας δεν έχει πια την πολυτέλεια να βλέπει το μέλλον σαν μια δυνητική κατάσταση ευτυχίας και ευωχίας — όλοι αναζητούμε την ελάχιστη ασφάλεια.
Ωστόσο, σε αυτή την επιθυμία, κρύβεται μια μεγάλη αντίφαση: την ίδια στιγμή που η πορεία της χώρας έχει αφεθεί στην τύχη της, εμείς αναζητούμε τη σιγουριά. Η αντίφαση αυτή είναι συνυφασμένη με κάτι που συμβαίνει σιωπηρά, υποδορίως, εδώ και καιρό, προκαλώντας φόβο και αμηχανία: κλείνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης όπως τη γνωρίσαμε. Η σιγουριά που μας προσέφερε αποτελεί παρελθόν. Ακούγεται πολυφορεμένο, ακούγεται κλισέ, έχει ειπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ωστόσο ισχύει.
Οι άνθρωποι φοβούνται τις αλλαγές. Όταν κάτι παύει να υπάρχει, βιάζονται να βάλουν γρήγορα κάτι άλλο στη θέση του, δεν αντέχουν να μείνουν για πολύ σε μια κατάσταση που προσιδιάζει στο κενό. Στην παρούσα συγκυρία, φαίνεται πως αυτό που τελειώνει —που τελείωσε, για την ακρίβεια— είναι τα κόμματα όπως τα ξέραμε όλα αυτά τα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν ακόμη φανεί αυτά που θα πάρουν τη θέση τους καταλαμβάνοντας τον κενό χώρο. Η πραγματικότητα έχει προσπεράσει το πολιτικό σύστημα όπως το ξέραμε, που μοιάζει υπνωτισμένο, ανίκανο να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Οι ανάγκες είναι εδώ, τα προβλήματα είναι εδώ, και το πολιτικό σύστημα, σαν ένας υπέργηρος οργανισμός, συμπεριφέρεται με τρόπο που φανερώνει ανεπάρκεια και αδυναμία κατανόησης του κινδύνου. Είναι σαν να θέλουν πια τα κόμματα να μας φωνάξουν, «Τελειώσαμε, κάντε κάτι εσείς, δεν μπορούμε να σας δώσουμε τίποτε άλλο» — και, επειδή μια τέτοια ομολογία είναι ανυπόφορη, το δείχνουν με τις πράξεις τους — ή με την απραξία τους.
Τι είναι όμως αυτό που τελειώνει φέτος; Ποια χαρακτηριστικά της μεταπολίτευσης έφτασαν στο απόγειό τους και (φαίνεται να) μας εγκαταλείπουν, ή να αλλάζουν πρόσωπο και να μεταμορφώνονται; Το κυριότερο, πιστεύω, είναι ο χονδροειδής λαϊκισμός —και τα συμπαρομαρτούντα του— με τον τρόπο που κυριάρχησε σταθερά σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Εκείνος ο τύπος λαϊκισμού που οδήγησε τους πολίτες σε επιλογές, φαινομενικά μεν προς το συμφέρον τους, μα που μακροπρόθεσμα έφεραν την κρίση υποθηκεύοντας τη ζωή τους. Η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης έφερε θυμό, και ο θυμός οδήγησε στην αυτο-ενοχοποίηση, μία κατάσταση που εγκλωβίζει τη σκέψη και εμποδίζει την ψύχραιμη αποτίμηση και την ανάληψη δράσης. Απότοκο αυτού είναι το ότι φτάσαμε στο σημείο να ενοχοποιούμε απολύτως τον εαυτό μας για την κρίση. Μια όψη αυτού του νομίσματος είναι να ακυρώνεται συλλήβδην η περίοδος της μεταπολίτευσης, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τι ήταν όμως η μεταπολίτευση; Μεταπολίτευση ήταν, και είναι, το δημοκρατικό παρελθόν μας, που, ενώ έκανε λάθη, πολλά, σημαντικά και μοιραία, παράλληλα έκανε και πολλά καλά: μας έδωσε ό,τι μπορούσε να μας δώσει, ισχυροποιώντας τη χώρα, εμπεδώνοντας τη δημοκρατία και γεννώντας πλούτο. Εξ ου και πρέπει να κρατήσουμε ό,τι καλό δημιούργησε και να προχωρήσουμε μπροστά χωρίς να το ακυρώνουμε: αλλά μαθαίνοντάς το.
Έχουμε όλοι μας απόλυτη ευθύνη για την επικράτηση του λαϊκισμού. Υπήρξαμε, με την ανοχή ή τη συμμετοχή μας, μέρος του προβλήματος, γι’ αυτό και μπορούμε να αποτελέσουμε μέρος της λύσης. Το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει, περισσότερο ή λιγότερο έντονα: πολλοί αντιλαμβάνονται με τη δέουσα σοβαρότητα την πραγματικότητα και σε πολλές περιπτώσεις καλύπτουν μέσα από τον εθελοντισμό και με ατομικές πρωτοβουλίες τα κενά του κράτους, υποστηρίζοντας τους συμπολίτες μας που ζουν στη φτώχεια και έχουν ένα πλήθος ανάγκες που δεν μπορούν να καλυφθούν διαφορετικά. Οι πολίτες μιλούν ήδη για την ανάγκη να αλλάξει η χώρα, να οργανωθεί το κράτος, να ενισχυθεί περαιτέρω η Δημοκρατία, να αντικατασταθεί το «μαυσωλείο» από μια «ζωντανή» πολιτική διαδικασία. Οι πολίτες δρουν ήδη — αλλά θα πρέπει αυτή η δράση να είναι περισσότερο οργανωμένη και περισσότερο συστηματική για να έχει αποτέλεσμα.
Έχουμε χρέος να προστατεύουμε τη ζωή μας. Έχουμε ευθύνη να αντιδράσουμε, να θυμηθούμε αυτά που μας στέρησε ο λαϊκισμός και να τα διεκδικήσουμε — να αξιοποιήσουμε την παρακαταθήκη της μεταπολίτευσης και να προχωρήσουμε.
Χρειάζεται να γίνουμε αυτό που μπορούμε. Χρειάζεται —συνειδητοποιώντας τα λάθη που έγιναν, και αυτά που κάναμε, και σε αυτά που συμμετείχαμε— να δουλέψουμε για να χτίσουμε ό,τι γκρεμίστηκε. Κι αυτό δεν είναι κάτι που αξίζει να μας γεμίζει με φόβο. Ο μόχθος είναι κάτι που μαθαίνεται. Η χώρα αυτή, με τα χίλια-δυο προβλήματα, μας έθρεψε. Ήρθε η ώρα να της το ανταποδώσουμε. Ας ξεκινήσουμε, όσοι αντέχουμε — δηλαδή πολλοί. Όπως έγραφε άλλωστε και ο Εμπειρίκος στην «Υψικάμινο», «Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας».
[ Εικονογράφηση: John Brack, Collins St., 5 p.m., 1955 ].