Το μπαούλο και οι φίλοι

C
Μιχάλης Μητσός

Το μπαούλο και οι φίλοι

Μ’ αρέσουν πολύ οι έρευνες που έχουν σχέση με ποιήματα.

Νά, ρωτάνε οι Νιου Γιορκ Τάιμς τον Σκοτσέζο ηθοποιό Άλαν Κάμινγκ ποιο είναι το αγαπημένο του ποίημα. Κι εκείνος διαλέγει τα «Ουράνια τα μεταξωτά» του Γέιτς. Μόλις οκτώ γραμμές. Την πρώτη φορά που το άκουσε, ήξερε ότι θα τον σημάδευε για μια ζωή. Αν προσπαθείς ποτέ να εξηγήσεις σε κάποιον πόσο τον αγαπάς  —λέει—, αυτό είναι το ποίημά σου. Εκείνος το διάβασε στον άντρα του στον γάμο τους.

Μόλις οκτώ γραμμές.

Η Μελισσάνθη το μετέφρασε έτσι (από τη συλλογή «W.B. Yeats, Ποιήματα», εκδ. ΜΙΕΤ):

Τα ουράνια τα μεταξωτά και χιλιοπλουμισμένα,

Που ’ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,

τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα

με φως, νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τα ’χα ωστόσο,

θα ’θελα κάτω από τα δυο σου πόδια να τ’ απλώσω.

Μα είμαι φτωχός και δεν κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,

Για να διαβαίνεις τ’ άπλωσα στα πόδια σου, Κυρά μου.

Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου…

Μ’ αρέσουν αυτές οι έρευνες, γιατί μου αποκαλύπτουν πράγματα και γι’ αυτόν που μιλάει, και για τον ποιητή που επιλέγει, και μερικές φορές για τον μεταφραστή του επιλεγμένου ποιήματος. Ο Γέιτς, ας πούμε, δεν διευκρινίζει εδώ αν ο άνθρωπος που μιλά απευθύνεται σε άντρα ή γυναίκα. Αλλά η Μελισσάνθη σπεύδει να αυθαιρετήσει: το «Κυρά μου» κάνει ρίμα με τα «όνειρά μου». Στον Κάμινγκ, σίγουρα δεν θα άρεσε αυτή η εκδοχή.  

Μ’ αρέσουν οι έρευνες με αντικείμενο ποιήματα, γιατί είναι εντελώς άσχετες με το περιβάλλον μας, με τον τρόπο που ζούμε, με τα θέματα των εφημερίδων που διαβάζουμε, με τον ζόφο που βιώνουμε. Είναι άσχετες, και ακριβώς γι’ αυτό δίνουν διεξόδους, ανοίγουν δρόμους, μας επιτρέπουν να ονειρευόμαστε.

Νά, η Ντόνα Ταρτ, που η «Καρδερίνα» της άρεσε πολύ στην Ελλάδα, διαλέγει το «Μεθυσμένο Καράβι» του Ρεμπό. Μυστηριώδες ποίημα —γράφει—, δυσμετάφραστο, αλλά κάθε φορά που το διαβάζει μένει κατάπληκτη με τις περιγραφές, παρασέρνεται από τους παγετώνες και τους ανεμοστρόβιλους, τους βάλτους, τις παραισθήσεις και τη νοσταλγία για την Ευρώπη με την οποία τελειώνει, αυτά τα στάσιμα, θαμπά νερά, όπου ένα παιδί γεμάτο θλίψη αφήνει το καραβάκι του. Το έχουν μεταφράσει αρκετοί αυτό το ποίημα στα ελληνικά, ο Στρατής Πασχάλης μάλιστα έχει εκδώσει και ολόκληρο βιβλίο. Και υπάρχει βέβαια πάντα, ύστατο καταφύγιο, το ομώνυμο ποίημα-αφιέρωμα του Νίκου Γκάτσου, που έχει μελοποιήσει υπέροχα ο Χατζιδάκις.

Μ’ αρέσουν οι απαντήσεις αυτών που συμμετέχουν σε τέτοιες έρευνες, ακόμη και όταν προσπαθούν να πρωτοτυπήσουν.

Νά, ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Γκριν λέει στους Νιου Γιορκ Τάιμς ότι είναι αδύνατον να διαλέξει ένα συγκεκριμένο ποίημα. Κι αμέσως μετά προσθέτει ότι το πρώτο που του έρχεται στο μυαλό είναι ο ένας και μοναδικός στίχος με τον οποίο κλείνει η διαθήκη του Τζον Κιτς:

«Το μπαούλο με τα βιβλία μου να μοιραστεί στους φίλους μου».

Μ’ αρέσουν αυτές οι έρευνες — είναι το καλύτερο αντίδοτο στη μοναξιά. Και στον φόβο του θανάτου.

[ Εικονογράφηση: Lena Gorelick, Variation on Reclining Woman Reading by Picasso, 2013 ].