Προσθαφαιρέσεις

L
Στέλλα Κρούσκα

Προσθαφαιρέσεις

Φτάσαμε  στο τέλος του χρόνου, και θέλω να γράψω γι’ αυτό. Κοιτάζω τη λευκή οθόνη. Με καλεί να μιλήσω για την ίδια (για το κενό της)· αλλά κυρίως με καλεί να πάρω τα δάχτυλά μου από τα πλήκτρα και να σκεφτώ τον χρόνο που έφυγε, ή μάλλον να αναστοχαστώ τα συναισθήματα —τα ξέφτια, τις αναμνήσεις συναισθημάτων— που άφησε πίσω του.

Συχνά αναρωτιέμαι αν οι λέξεις έχουν την ικανότητα να αποδώσουν 100% το φορτίο των συναισθημάτων μας. Και για το ποιες είναι αυτές. Ή αν είναι καν λέξεις. Μπορεί άραγε μια αλληλουχία λέξεων, τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη, να αναφερθούν με ακρίβεια σε αυτό που συμβαίνει μέσα σε κάθε στιγμή στον εγκέφαλό μας, και μάλιστα σε όλη του την πολυπλοκότητα; Αν όχι, αν οι λέξεις είναι απλώς κάποιες συμβάσεις για να μπορούμε να συννενοούμαστε σε μια κοινή βάση, γιατί άραγε να πρέπει να αποδοθούν με ακρίβεια; Ο πόνος μετά από ένα χτύπημα του ποδιού μας στο πόδι του τραπεζιού μπορεί να περιγραφεί απλά σαν «πόνος»; Η χαρά για μια επιτυχία που παλέψαμε για την κατάκτησή της ή από μια ευχάριστη είδηση που περιμέναμε από καιρό μπορούν έτσι απλά να περιγραφούν σαν «χαρά»; Η απόλαυση όταν οι γευστικοί μας κάλυκες εκτοξεύουν σήματα ευχαρίστησης στο μυαλό και παντού στο σώμα μας καλύπτεται από τη λέξη «απόλαυση»; Τι καταλαβαίνουμε από αυτούς τους ήχους; Πώς μεταφράζονται στις έδρες του εγκεφάλου μας για να συλλάβει εκείνος, με τη σειρά του, την έννοια της χαράς ή της λύπης, του πόνου ή της ηρεμίας; Η ζωή είναι Χημεία. Μαθηματικά. Πράξεις.

Αυτός ο χρόνος δεν κύλησε απλά, δεν κύλησε γρήγορα. Κύλησε επώδυνα, σαν να ήμασταν ένα πολύ σκληρό υλικό στα χέρια ενός νέου, άπειρου και άτσαλου χαράκτη. Όλοι μας. Βιώσαμε κάτι κοινό: και μάθαμε ξανά να μετράμε από την αρχή. Απλή αριθμητική. Πρόσθεση. Ένα συν ένα ίσον δύο. Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. Μετρήσαμε εμάς. Το ένα. Το σημείο μας. Μετρήσαμε τους ανθρώπους που μας πήραν από το ένα —το δικό μας ένα— και μας διπλασίασαν, μας τριπλασίασαν, μας αύξησαν. Βιώσαμε τη χαρά να μην αισθανόμαστε μόνοι σε αυτό τον άλογο τόπο. Σπουδαία, πολύ σπουδαία υπόθεση. Αλλά μάθαμε και αφαίρεση. Σε κάποιες —ίσως πολλές— περιπτώσεις επιστρέψαμε γοργά στο ένα — το δικό μας ένα. Αφαιρώντας, κόβοντας, ράβοντας, πετσοκόβοντας. Νιώσαμε την απώλεια. (Περιγράφεται αυτό που νιώθουμε στην απώλεια;) Όλα αυτά όμως ξεκίνησαν από μια άλλη πράξη: τη διαίρεση. Υπήρξαν στιγμές που διαιρέσαμε τον εαυτό μας. Βρεθήκαμε στο μείον ένα, στο μείον άπειρο. Όλοι σε αυτό τον άλογο τόπο. Αυτός ο χρόνος μάς έφερε αντιμέτωπους με τη ζωή μας και με τη ζωή των άλλων. Αυτός ο πολλαπλασιασμένος επί τον καθένα μας χρόνος μάς γύρισε χρόνια πίσω —τον τόπο, την κοινωνία: όλους— γιατί συνέθλιψε όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα.

Κοιτώντας τώρα πίσω, διακρίνω πως τίποτε από αυτά που ζήσαμε δεν θα μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να μας φέρει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας, για να δούμε σε ποιες βάσεις στερεώσαμε τον βίο μας, ποιες ήταν οι κοινές αξίες που όριζαν την κοινωνική συνοχή, πού ξεκινούσε και πού τελειώνε η επαφή μας με την πραγματικότητα, σε ποιους μύθους στήσαμε τη συνολικότητα, σε ποιο σημείο συναντήθηκε η φαντασία με τη δημιουργικότητα και την παραγωγικότητά μας, σε ποια επίπεδα πλέον βρίσκεται η συνεκτικότητά μας. Αυτός ο χρόνος που φεύγει ταρακούνησε και σε πολλές περιπτώσεις γκρέμισε τις βάσεις μας. Κυρίως όμως: γκρέμισε την αντίληψη πως οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν. Αυτοκτονούν λοιπόν. Αλλά ενδεχομένως δεν μηδενίζουν.

Το 2016 δεν ξεκινάμε από την αρχή. Ας ξεκινήσουμε τη δύσκολη πορεία μας για τη χρονιά που έρχεται —θα ’ναι κι αυτή γεμάτη πράξεις— με μόνα όπλα αυτά που μπορούμε πάντα να αντλήσουμε από τη φαρέτρα μας : με γέλια, κρασί, γεύσεις, και με αγαπημένους ανθρώπους.