Ποντάρισμα
Είναι που ήθελα κάτι πικρό και σε έφερα εδώ πέρα, τόση γλύκα αυτές τις μέρες δεν αντέχω άλλο, έλιωσα, φρούτα αποξηραμένα, βερίκοκα, δαμάσκηνα στο κρέας, ρόδια και χουρμάδες στις σαλάτες και στα ρύζια, ζάχαρη παντού, λιωμένη, πασπαλιστή, στα λόγια, στις ματιές, στα αγγίγματα, ζαχαρωμένα συμβατικά χαμόγελα, κρέμες, σοκολάτες, μέλι στα δάχτυλά σου, το άρωμα πίσω από το αυτί σου, η μεθυστική σταγόνα ανάμεσα στα στήθη σου, και κείνα τα μάτια σου σαν λιωμένη καραμέλα να μου φλογίζουν το στομάχι, και αυτά τα λικέρ που πίνεις, δεν πάει άλλο, δεν άντεχα άλλο, όλο να γυροφέρνεις, με το μακρύ σου μαύρο φόρεμα, με τους γυμνούς σου ώμους, το χαμηλό φως να ρίχνει μαχαίρια σκιές επάνω σου και δεν ξέρω πια τι φύλλο κρατάω στα χέρια μου, βάλε μου ένα Fernet Branca, κέντα ή φλος; ή εσένα; έχει κατέβει ο καπνός στρώσεις και έχει κάτσει μπροστά στα μάτια μου, θέλω κάτι πικρό να καθαρίσει το μυαλό μου, να καθαρίσει το στόμα από το τσιγάρο, ένα Fanciulli καλύτερα: θα πάρεις ένα σέικερ με πάγο και θα ανακατέψεις μιάμιση μεζούρα καλό, βαρύ μπέρμπον, τρία τέταρτα κόκκινο βερμούτ και ένα τέταρτο Fernet Branca —και λίγο παραπάνω να πέσει, δεν πειράζει— μέχρι να παγώσουν και θα τα στραγγίσεις στο ποτήρι, τι ποτήρι; δεν με νοιάζει, ό,τι θέλεις, δώσε μου τώρα να πιω, όλη τη χρονιά συνέχεια ανέβαζα και ανέβαζα το ποντάρισμα παρά τις μπλόφες και τώρα που φτάνει η κρίσιμη στιγμή έρχεσαι μπροστά μου πάλι για ρελάνς, μια γουλιά, ένα βλέμμα, τα ρέστα μου, κέντα, φλος ή εσένα; Κέντα. Δικά σου. Γιατί είναι που ήθελα κάτι πικρό, γι’ αυτό και δεν κρατήθηκα, γι’ αυτό και σου δάγκωσα τα χείλη όταν έσκυψες για το φιλί σου, να ματώσουν για τη νέα χρονιά.