Εκσυγχρονισμός και Φιλελευθερισμός
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 —και ακόμη περισσότερο πιο μετά—, ένα πράγμα μού έκανε (αρνητική) εντύπωση: η ένταση της κριτικής των εκσυγχρονιστών και του ίδιου του Σημίτη στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη και αντιστρόφως η κριτική των μητσοτακικών στη διακυβέρνηση Σημίτη. Παρά τα λάθη και τις προφανείς αδυναμίες, όπως φαίνεται και από την πρόσφατη και καλά τεκμηριωμένη υπεράσπιση του κυβερνητικού έργου της περιόδου 1990-93 από τον Γ. Παλαιοκρασσά («Μπροστά από την εποχή της», εκδ. Εστία), η περίοδος Μητσοτάκη ήταν ένα άτσαλο αλλά σημαντικό βήμα και ταυτόχρονα μία πολυεπίπεδη προετοιμασία για την επίτευξη της σταθεροποίησης (1993-95) και του εκσυγχρονισμού (1996-2004) που ακολούθησε. Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι (κυρίως ενδοκυβερνητικές) δυσλειτουργίες οξύνονταν από την καταπληκτική αναντιστοιχία ανάμεσα στο εκλογικό ποσοστό της ΝΔ (46,89%) και την οριακότατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (151, μόνο μετά την προσχώρηση του βουλευτή της ΔΗΑΝΑ).
Έχοντας σχεδόν τελειώσει το εξαιρετικό βιβλίο του Κ. Σημίτη («Δρόμοι Ζωής», εκδ. Πόλις — το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστεί), η κριτική στη συγκεκριμένη περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ μού φαίνεται ως το μόνο σημείο στο οποίο η ανάλυση και η επιχειρηματολογία —κατά τα άλλα ενδελεχείς και παραστατικά τεκμηριωμένες— είναι κάπως αμήχανες. (Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι ο Σημίτης είναι πολύ επικριτικός ως προς τα δύο τελευταία χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1987-89 και την έλλειψη προετοιμασίας στην αντιπολίτευση — ίσως πιο επικριτικός και από ό,τι ενάντια στον Μητσοτάκη).
Σε αντίθεση με την «κοινή λογική» και ΄ψς ένα βαθμό τη δημόσια ρητορική των ίδιων των πρωταγωνιστών, η οποία προστάζει ότι ο Μητσοτάκης και οι συνεχιστές του εκπροσωπούν τον άκρατο (νεο)φιλελευθερισμό και την καθολική απόρριψη του «συστήματος ΠΑΣΟΚ», και ότι ο Σημίτης και οι εκσυγχρονιστές εκπροσωπούν μία αντιδεξιά, αμιγώς κεντροαριστερή παράδοση, θα ήθελα να υποστηρίξω την ίσως αιρετική θέση ότι ο σοσιαλδημοκρατικός εκσυγχρονισμός και η φιλελεύθερη μεταρρύθμιση δεν είναι αντίπαλοι αλλά κομμάτια της ίδιας φιλοευρωπαϊκής, μεταρρυθμιστικής, προοδευτικής κεντρώας ιδεολογίας. Η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να προχωρήσει μπροστά όσο οι πόλοι αυτοί παραμένουν διχασμένοι και αδύναμοι. Το ότι παρουσιάστηκαν συστηματικά ως αντίπαλοι οφείλεται εν μέρει στη δικομματική πόλωση, και για αυτό έχουν ευθύνη και οι δύο πλευρές (ίσως αν ο Μητσοτάκης δεν είχε φύγει ποτέ από την Ένωση Κέντρου ο διαχωρισμός αυτός να μην είχε καταστεί απαραίτητος και η ιστορία του τόπου να ήταν διαφορετική).
Ωστόσο, η συνεχιζόμενη διάσπαση του κοινωνικά ευαίσθητου φιλελεύθερου κέντρου οφείλεται και σε κάτι βαθύτερο. Σε μία εμμονική προσκόλληση στην ιδέα ότι η ελευθερία και η ισότητα (και κατ’ επέκτασιν η δικαιοσύνη και η κοινωνική αλληλεγγύη) είναι έννοιες αντικρουόμενες στην πολιτική. Αυτό είναι ένα τραγικό λάθος που προωθείται από τους φανατικούς των δύο πλευρών, οι οποίοι προσεταιρίζονται, συχνά μέσα από κραυγές, πολιτικές παραδόσεις που τους ξεπερνούν: αυτών που θέλουν είτε να απορρυθμίσουν τα πάντα θεωρώντας το κράτος υπεύθυνο για όλα τα δεινά της χώρας, είτε να εξισώσουν τους πάντες (συνήθως προς τα κάτω — αυτό είναι άλλωστε ευκολότερο) στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης έννοιας δικαίου.
Ελευθερία χωρίς ισότητα (δηλαδή κεντρική ρύθμιση) δεν νοείται, απλούστατα επειδή μετά από πολύ λίγο η ελευθερία του ενός θα καταπατά την ελευθερία του άλλου, ενώ η ανεξέλεγκτη αγορά μπορεί να είναι εξίσου καταπιεστική και κλειστοφοβική όσο και το ανεξέλεγκτο κράτος. Ταυτόχρονα, ισότητα χωρίς ελευθερία (δηλαδή χωρίς στοιχειώδη αντίληψη της πραγματικότητας της αγοράς και με την ευρύτερη έννοια του σεβασμού των ατομικών ταυτοτήτων και επιλογών) επίσης δεν νοείται: η επιβαλλόμενη ανελευθερία καταλήγει να δημιουργεί τρομακτικά χάσματα ανισότητας.
Ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός και ο σοσιαλιστικός κρατισμός αποτελούν δύο ακραίες καταστάσεις που εμπειρικά πλέον αφορούν ελάχιστους. Στα πραγματικά διλήμματα της εποχής (ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή διάλυση; Ευρώπη μίας ή πολλών ταχυτήτων; η Ελλάδα στην καρδιά της Ευρώπης και με τι κόστος; εξωστρέφεια και στρατηγικές συμμαχίες ή εσωστρεφής εθνοκεντρικός λαϊκισμός;) και στις στρατηγικές επιλογές της οικονομίας και της διοίκησης (εφαρμογή του Μνημονίου σε συνδυασμό με αναπτυξιακό πρόγραμμα, διαφάνεια, αξιοκρατία, εξισορρόπηση κοινωνικού κράτους και ελεύθερης αγοράς) οι σοσιαλδημοκράτες, οι εκσυγχρονιστές και οι φιλελεύθεροι, συμφωνούν και δίνουν τις ίδιες απαντήσεις.
Αυτά που τους ενώνουν είναι πολύ σημαντικότερα και μεγαλύτερα από αυτά που τους χωρίζουν.
Είναι κρίμα το ότι οι πιο προοδευτικές, αποτελεσματικές και εξωστρεφείς δυνάμεις της ελληνικής πολιτικής και κοινωνίας εξακολουθούν να είναι έρμαιο ξεπερασμένων διαχωρισμών — να επιτρέπουν στους εαυτούς τους να ετεροπροσδιορίζονται με ταμπέλες, κομματικούς συσχετισμούς και λάσπη την οποία αφειδώς παρέχουν όσοι διαφωνούν μαζί τους στα μεγάλα και σημαντικά, και όσοι επωφελούνται από την εφαρμογή του δόγματος «διαίρει και βασίλευε».