Ασφαλιστικό: Βασικές επιλογές [2]

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Ασφαλιστικό: Βασικές επιλογές [2]

[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ]

Η δικαιοσύνη ή η αδικία στο ασφαλιστικό σύστημα (όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα κατανομής πόρων) σχετίζεται με την απάντηση, ή μάλλον με τον συνδυασμό των απαντήσεων, σε δύο βασικά συν δύο συμπληρωματικά ερωτήματα: ποιος πληρώνει (και πόσο) και ποιος λαμβάνει (και πόσο). Αλλιώς διατυπωμένα τα ερωτήματα: τι θέλουμε να είναι το ασφαλιστικό σύστημα και πώς θα το χρηματοδοτούμε. Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι υψηλή θεωρία. Οι απαντήσεις τους επηρεάζουν την τσέπη μας, τις προσδοκίες μας για το μέλλον, την ίδια την οικονομία.

Ας πάμε λοιπόν στο πρώτο ερώτημα:

Τι θέλουμε να είναι το ασφαλιστικό σύστημα; (Επαναλαμβάνω: αναφερόμαστε μόνο στο συνταξιοδοτικό).

Η εύκολη απάντηση είναι η εξής: ασφαλιστικό σύστημα είναι αυτό που θα διασφαλίζει τακτικές χρηματικές παροχές (συντάξεις) σε ανθρώπους που, λόγω ηλικίας, δεν είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να εργάζονται. (Περιορίζουμε τη συζήτηση στις συντάξεις γήρατος, που είναι και οι σημαντικότερες). Από εκεί και πέρα, όμως, αρχίζουν τα διλήμματα. Γιά να δούμε κάποια από αυτά:

(α΄) Ποιοι θα λαμβάνουν σύνταξη; Όλοι μετά από κάποια ηλικία; Όσοι έχουν εργαστεί, μετά από κάποια χρόνια εργασίας; Όσοι έχουν εργαστεί μετά από κάποια χρόνια εργασίας και αφού έχουν περάσει μιαν ηλικία;

(β΄) Τι ποσό θα λαμβάνουν; Θα λαμβάνουν όλοι το ίδιο; Θα λαμβάνουν ένα ποσό που θα σχετίζεται με το εισόδημα που είχαν όταν εργάζονταν; Θα λαμβάνουν ένα ποσό που θα επαρκεί για τη στοιχειώδη επιβίωσή τους; Θα λαμβάνουν ένα ποσό που θα αυξομειώνεται; Εάν πεθάνουν, η σύνταξή τους θα κληρονομείται;

Ας πάμε και σε άλλα συναφή υποερωτήματα, που σχετίζονται κυρίως με τους πόρους, τη διαχείριση του συστήματος και τη συμμετοχή σε αυτό:

(γ΄) Ποιοι θα χρηματοδοτούν τις συντάξεις; Όλοι οι πολίτες; Οι οικονομικά ενεργοί πολίτες; Ο καθένας τα δικά του; Ο καθένας ανάλογα με το εισόδημα που αποκομίζει από την εργασία του; Θα σχηματίζεται αποθεματικό κεφάλαιο και θα επενδύεται συλλογικά;

(δ΄) Ποιος θα διαχειρίζεται το σύστημα; Το κράτος; Κρατικοί φορείς (ταμεία); Ιδιωτικά ταμεία με ισχυρή επίβλεψη του κράτους; Ιδιωτικά ταμεία με χαλαρή επίβλεψη του κράτους; Θα έχει το κράτος εγγυητικό ρόλο για το πλήρες ποσό της σύνταξης; Θα έχει το κράτος εγγυητικό ρόλο για ένα ελάχιστο ποσό σύνταξης;

(ε΄) Η συμμετοχή στο σύστημα θα είναι υποχρεωτική; Θα μπορεί κάποιος που δεν έχει συμμετάσχει στο σύστημα (που δεν έχει δώσει εισφορές) να λάβει σύνταξη;

Και, τέλος, έχει σημασία να δούμε τι είδους περιουσιακά δικαιώματα αναγνωρίζουμε σε σχέση με την προσδοκώμενη σύνταξη. Άρα:

(στ΄) Υπάρχει περιουσιακής φύσεως δικαίωμα στη σύνταξη; Υπάρχει για όλους, ή μόνο για όσους έχουν δώσει εισφορές; Το δικαίωμα αυτό είναι απλώς δικαίωμα στη λήψη κάποιας, οποιασδήποτε, σύνταξης, ή στη λήψη σύνταξης ορισμένου ύψους σχετιζόμενης με το εισόδημα που ο συνταξιούχος είχε ως εργαζόμενος; Ή μήπως έχει να κάνει με την ανταπόδοση των εισφορών που ο συνταξιούχος είχε εισφέρει όσο ήταν οικονομικά ενεργός;

Θέλω να τονίσω το εξής: όλες οι παραπάνω εκδοχές των επιμέρους ερωτημάτων έχουν εμφανιστεί. Υπάρχουν συνταξιοδοτικά συστήματα κρατικά και ιδιωτικά. Υπάρχουν συνταξιοδοτικά συστήματα που αναπληρώνουν το εισόδημα και άλλα που επιστρέφουν τις εισφορές και άλλα που απλώς διασφαλίζουν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο για τους συνταξιούχους. Υπάρχουν συστήματα που χρηματοδοτούνται από εισφορές, άλλα που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία, άλλα όπου η κάθε σύνταξη προκύπτει από τις εισφορές που ο ίδιος ο συνταξιούχος είχε συγκεντρώσει. Υπάρχουν μεικτά συστήματα, όπου ο ρόλος του κράτους είναι να διασφαλίζει μιαν ελάχιστη σύνταξη, ενώ η αναπλήρωση εισοδήματος ανατίθεται σε ιδιωτικούς ή ημικρατικούς φορείς. Ο συνδυασμός των επιμέρους απαντήσεων είναι που καθιστά ένα σύστημα δίκαιο ή άδικο, λειτουργικό και βιώσιμο ή αδιέξοδο.

Ας πάρουμε κάποια απλά παραδείγματα συνδυασμών που θα οδηγούσαν σε ένα άδικο ασφαλιστικό σύστημα.

1. Έστω ότι επιλέγαμε ως σκοπό του ασφαλιστικού συστήματος την αναπλήρωση του εισοδήματος, δηλαδή ένας συνταξιούχος να εξακολουθεί να παίρνει έσοδα, ενώ οι συντάξεις αυτές θα χρηματοδοτούνται από τη γενική φορολογία (άρα χωρίς εισφορές των εργαζομένων). Ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν άδικο, επειδή το σύνολο της κοινωνίας θα πλήρωνε ώστε κάποιοι να διατηρήσουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής.

2. Έστω ότι επιλέγαμε ότι σύνταξη λαμβάνουν όλοι όσοι συμπληρώνουν μία συγκεκριμένη ηλικία, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, και ότι όλες οι συντάξεις είναι ίσες, ενώ επιβάλλονται υποχρεωτικές εισφορές μόνο στους οικονομικά ενεργούς πολίτες. Και αυτό θα ήταν άδικο, επειδή τη σύνταξη την απολαμβάνουν όλοι, αλλά τη χρηματοδοτούν μόνο ορισμένοι με τις εισφορές τους. Θα υπήρχε δηλαδή επιβάρυνση στην οικονομική δραστηριότητα, που θα απέβαινε προς όφελος και των οικονομικώς ανενεργών. Θα άλλαζε εντελώς το παραπάνω παράδειγμα, εάν οι συντάξεις χρηματοδοτούνταν από τη γενική φορολογία, άρα και από τους μη-οικονομικά ενεργούς πολίτες (είτε μέσω των εισοδημάτων τους, λ.χ. εισπράξεις ενοικίων, είτε —και κυρίως— μέσω των εμμέσων φόρων, όπως του ΦΠΑ).

Φαίνονται πολύ προφανή αυτά, όμως δεν είναι αυτονόητα. Ήδη αναφερθήκαμε στο προηγούμενο σημείωμα σε παραδείγματα όπου όλη η κοινωνία πληρώνει τις συντάξεις ορισμένων κατηγοριών συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν εισφέρει τις αντίστοιχες εισφορές. Και δεν μιλάμε για αδύναμες κατηγορίες, ώστε να μπορεί να συζητηθεί το ζήτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αναδιανομής υπέρ των αδυνάτων, αλλά για ομάδες με ισχυρή συνδικαλιστική εκπροσώπηση.

Ας κάνουμε, λοιπόν, την αντίστροφη πορεία, σε σχέση με τα ερωτήματα που είχαν τεθεί. Ας δούμε κάποιες βασικές επιλογές για να προσδιορίσουμε στη συνέχεια με ποιους συνδυασμούς απαντήσεων αυτές θα οδηγούσαν σε ένα δίκαιο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Οι επιλογές αυτές θα παραπέμψουν σε συστήματα ή σε συνδυασμούς συστημάτων που ήδη λειτουργούν — δεν θα εφεύρουμε τον τροχό εδώ πέρα. Στη συνέχεια, προκειμένου να γίνει μία επιλογή ανάμεσα σε αυτά, που να ταιριάζει στη χώρα μας, θα πρέπει να δούμε και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους αριθμούς που ισχύουν για την Ελλάδα — πράγματα που θα τα εξετάσουμε στα επόμενα σημειώματα, όπου θα δούμε και τον ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και το προτεινόμενο νομοσχέδιο Κατρούγκαλου.

επιλογή: σύνταξη με προνοιακό χαρακτήρα προστασία της επιβίωσης των ηλικιωμένων.

Με την επιλογή αυτή δεχόμαστε το εξής: μας ενδιαφέρει, ως κοινωνία, να διασφαλίσουμε ότι κανένας ηλικιωμένος δεν θα στερηθεί ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Η σύνταξη είναι μέσον εκδήλωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι, τα παρακάτω προκύπτουν ως σχεδόν προφανή: (1) η σύνταξη παρέχεται από το κράτος και τη χρηματοδοτεί η γενική φορολογία, (2) η σύνταξη είναι τόση ώστε να επαρκεί για ένα στοιχειώδες επίπεδο ζωής, (3) όλοι λαμβάνουν την ίδια σύνταξη (εκτός εάν μπει εξαίρεση για όσους έχουν ένα εισόδημα και πάνω από άλλες πηγές), (4) μοναδικά κριτήρια είναι η ηλικία και, ίσως, η παραμονή στη χώρα για κάποιο χρονικό διάστημα — πάντως δεν είναι ούτε η καταβολή εισφορών, ούτε η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Η λύση αυτή ονομάζεται συχνά εθνική σύνταξη (επειδή απονέμεται σε όλους) ή βασική εθνική σύνταξη (επειδή δεν αποκλείει τη συμπληρωματική σύνταξη από ιδιωτικούς ή ημικρατικούς φορείς).

Τι πλεονεκτήματα έχει αυτή η λύση; (1) Είναι εύκολα μετρήσιμο το κόστος της — η μόνη μεταβλητή παράμετρος είναι, ουσιαστικά, η ηλικιακή πυραμίδα, (2) είναι διαφανής, καθαρή και δεν χρειάζεται σχεδόν καθόλου γραφειοκρατία (εκτός εάν τεθεί το ζήτημα των εξαιρέσεων από τη σύνταξη για όσους έχουν κάποιο άλλο εισόδημα), (3) είναι σχετικά φτηνή για την οικονομική δραστηριότητα (αφού δεν επιβαρύνει με υποχρεωτικές εισφορές τους οικονομικά ενεργούς πολίτες), (4) επιτρέπει στην αγορά ή σε άλλους, ημικρατικούς, φορείς, να συμπληρώσουν το ποσό της με συμπληρωματικές συντάξεις, οι οποίες βασίζονται σε εισφορές που έδινε ο συνταξιούχος όσο ήταν οικονομικά ενεργός.

Τι μειονεκτήματα έχει; (1) Η χορήγηση της σύνταξης και το ύψος της εξαρτώνται αποκλειστικά από την οικονομική δυνατότητα της χώρας, (2) είναι δύσκολο να καθορίζεται κάθε φορά ποιο είναι το ύψος της σύνταξης που διασφαλίζει τη στοιχειώδη διαβίωση — εάν, μάλιστα, η οικονομία δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα υψηλό ύψος αυτής της σύνταξης, πολιτικά θα είναι πολύ δύσκολο να μειωθεί, (3) δεν παρέχει συγκεκριμένο περιουσιακό δικαίωμα στους λήπτες της, (4) μπορεί η εσφαλμένη εφαρμογή του συστήματος αυτού να οδηγήσει σε μαζικές μεταναστεύσεις ηλικιωμένων στη χώρα μας με μοναδικό σκοπό την απόλαυση της σύνταξης αυτής.

επιλογή: η σύνταξη έχει σκοπό την αναπλήρωση εισοδήματος δηλαδή, να διατηρήσει ο συνταξιούχος πάνω-κάτω το ίδιο εισόδημα που είχε ως εργαζόμενος ή, έστω, να υποστεί μία μικρή μόνο μείωση του εισοδήματός του.

Στην περίπτωση αυτή, η συνταξιοδότηση μπορεί να παρέχεται είτε μέσω του κράτους είτε μέσω ιδιωτικού φορέα, περισσότερο ή λιγότερο επιβλεπόμενου από το κράτος. Αλλά έχει οπωσδήποτε μία συνέπεια: για να έχει δικαίωμα στη σύνταξη κάποιος, πρέπει να έχει εισφέρει τουλάχιστον ένα ποσό ή να έχει εισφέρει κάποιο ποσό για ένα χρονικό διάστημα. Δεν μπορεί να γίνεται αναπλήρωση εισοδήματος (δηλαδή κάτι αρκετά παραπάνω από το απαιτούμενο για τη στοιχειώδη διαβίωση) εις βάρος της κοινωνίας. Στη χώρα μας, η αρχή αυτή παραβιάζεται πολλαπλώς — όπως είδαμε ήδη, αλλά και θα δούμε αναλυτικότερα στα επόμενα σημειώματα.

Τώρα πάμε στα κάπως πιο περίπλοκα ζητήματα: πώς, με ποιον τρόπο, ο εργαζόμενος, ο οικονομικά ενεργός πολίτης, συμμετέχει στο σύστημα, τι χαρακτήρα έχουν οι εισφορές του, τι δικαιώματα αποκτά.

Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ εισφορών τού κάθε εργαζομένου και της σύνταξης που θα λάβει: το αναδιανεμητικό και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Το καθένα έχει τη φιλοσοφία του, τα πλεονεκτήματά του, αλλά και τα όριά του, πέρα από τα οποία μπορεί να γίνεται άδικο ή να ακυρώνεται ο σκοπός του.

Το αναδιανεμητικό σύστημα έχει μία πολύ χαρακτηριστική ονομασία στα αγγλικά: λέγεται pay as you go system. Είναι το σύστημα που, όπως είδαμε και στο εισαγωγικό σημείωμα, βασίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών. Βασική του αρχή: συγκεντρώνονται οι εισφορές όσων είναι οικονομικά ενεργοί, και από τις εισφορές αυτές καταβάλλονται οι τρέχουσες συντάξεις και σχηματίζεται, εάν περισσεύουν χρήματα, και αποθεματικό (εάν το αποθεματικό είναι σημαντικό, μπορεί να αξιοποιείται και ως κεφάλαιο, ώστε να έχει επιπλέον πόρους το σύστημα — αλλά αυτό αξίζει μία χωριστή αναφορά παρακάτω). Οπότε, για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων έχει σημασία πόσοι είναι οι συνταξιούχοι και ποιο είναι το διαθέσιμο ποσό προς κατανομή. Το διαθέσιμο ποσό προκύπτει από τον αριθμό των οικονομικώς ενεργών πολιτών και από το ύψος των εισφορών που μπορεί να τους επιβληθεί (δηλαδή και από το ύψος των εισοδημάτων τους, ώστε να υπάρχει πρακτικά η δυνατότητα να καταβληθούν οι επιβληθείσες εισφορές). Για να έχει δικαίωμα κάποιος να λάβει σύνταξη, πρέπει να έχει συμπληρώσει έναν ελάχιστο αριθμό συντάξιμων ετών ή καταβληθεισών εισφορών: αυτό είναι το «εισιτήριο» για τη συμμετοχή στο σύστημα (η θεμελίωση του δικαιώματος στη σύνταξη). Και, βέβαια, η συμμετοχή των οικονομικώς ενεργών πολιτών στο σύστημα είναι υποχρεωτική. Το σύστημα αυτό είναι ένα σύστημα κατεξοχήν κρατικό, επειδή στηρίζεται στην επιβολή της υποχρέωσης προς ασφάλιση και λειτουργεί είτε με κρατικούς φορείς είτε, σε σπανιότερες περιπτώσεις, με opt-out από το σύστημα για όσους διατηρούν ιδιωτικά συστήματα (κυρίως μεγάλες εταιρείες), όπου όμως διασφαλίζεται με έντονη κρατική εποπτεία η λειτουργία του συστήματος, η διαρκής ροή των ασφαλιστικών εισφορών και η διασφάλιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των ασφαλισμένων.

Αυτή η υποχρεωτικότητα είναι που διασφαλίζει και το βασικό πλεονέκτημα του συστήματος: πως, ό,τι και να γίνει, το κράτος πάντα θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στους οικονομικά ενεργούς πολίτες να καταβάλλουν εισφορές. Έτσι, θα υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα καταβολής συντάξεων. Αυτό διασφαλίζει τους μελλοντικούς συνταξιούχους σε κάποιο βαθμό. Νομικά, όπως έχει κριθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η καταβολή εισφορών σε ένα αναδιανεμητικό σύστημα παρέχει το δικαίωμα (που είναι περιουσιακής φύσεως, δηλαδή κατοχυρώνεται από την ίδια τη Σύμβαση και, παρ’ ημίν, από το σχετικό άρθρο 17 του Συντάγματος) σε σύνταξη, το ύψος της οποίας καθορίζεται από τις δυνατότητες και τη βιωσιμότητα του συστήματος. Αλλά κάπου εδώ τελειώνουν τα πλεονεκτήματα του συστήματος και αρχίζουν τα μειονεκτήματα.

Ένα θεμελιώδες μειονέκτημα είναι η ασάφεια του δικαιώματος που αποκτούν όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα για σύνταξη, τόσο νομικά, όσο (και κυρίως) πρακτικά. Σκοπός του συστήματος, είπαμε ήδη, είναι η αναπλήρωση του εισοδήματος, δηλαδή κάτι αρκετά περισσότερο από τη διασφάλιση, στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης, ενός ελαχίστου επιπέδου ζωής. Όμως, σε ένα αναδιανεμητικό σύστημα που λειτουργεί σωστά, το ύψος των εισφορών και το ύψος των συντάξεων καθορίζονται με βάση μία αναλογιστική μελέτη: με βάση σκληρούς αριθμούς που δείχνουν εάν και πόσο αντέχει το σύστημα. Εάν η αναλογιστική μελέτη δείξει ότι το ύψος της σύνταξης που πρέπει να απονεμηθεί υπολείπεται σημαντικά του εισοδήματος που είχε ο μέχρι πρότινος ασφαλισμένος, τότε κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Το είπαμε ήδη στο εισαγωγικό σημείωμα, μιλώντας για την ελληνική κατάσταση: όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι/ασφαλισμένοι, όλο και μικρότεροι μισθοί (άρα και μικρότερες ασφαλιστικές εισφορές), όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι. Και αυτό μάς οδηγεί και σε ένα άλλο σημαντικό μειονέκτημα του αναδιανεμητικού συστήματος: το λεγόμενο ζήτημα της διαγενεακής δικαιοσύνης.

Τι ειρωνεία, πραγματικά: το αναδιανεμητικό σύστημα προβάλλεται ως το σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών. Κάποτε, που σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούσαν τέσσερις και πέντε εργαζόμενοι, οι εισφορές που έδιναν οι ασφαλισμένοι έφταναν και περίσσευαν για να λαμβάνουν πολύ ικανοποιητικές (ήτοι. με υψηλό επίπεδο αναπλήρωσης του εισοδήματός τους) συντάξεις οι συνταξιούχοι, και να σχηματίζεται και αποθεματικό (το οποίο έγινε η τεράστια ακίνητη περιουσία των ταμείων). Σήμερα, όμως, το ύψος των εισφορών και των συντάξεων είναι στο επίκεντρο ενός αδυσώπητου ανταγωνισμού ανάμεσα στις γενιές που πληρώνουν (ασφαλισμένοι) και τις γενιές που λαμβάνουν (συνταξιούχοι). Οι ασφαλισμένοι, αυτοί που εργάζονται τώρα, κατηγορούν το κράτος ότι έδωσε υποσχέσεις στους συνταξιούχους, οι οποίες θα πληρωθούν από τις δικές τους πλάτες (των ασφαλισμένων). Ειδικά στη χώρα μας, που το ύψος των εισφορών και των συντάξεων δεν καθορίζεται, στην πραγματικότητα, με βάση αναλογιστικές μελέτες, η διαγενεακή δικαιοσύνη φαίνεται να ανατρέπεται εις βάρος της νέας γενεάς.

Κάπως έτσι προκύπτει και το άλλο πρόβλημα, που μπορεί να φαίνεται νομικίστικο, αλλά είναι πολύ σοβαρό. Σε ποιον ανήκουν οι εισφορές; Δυστυχώς, στο πλαίσιο ενός αναδιανεμητικού συστήματος οι εισφορές ανήκουν στο ίδιο το σύστημα. Δεν ανήκουν σε αυτούς που μόχθησαν για να τις παραγάγουν και να τις καταβάλουν. Και, καθώς ανήκουν στο σύστημα, το σύστημα μπορεί να τις κάνει ό,τι θέλει — δηλαδή να τις ξοδέψει όλες, στο σύνολό τους, για την κάλυψη των τρεχουσών συντάξεων, χωρίς να σχηματίσει κάποιο αποθεματικό, σε κάτι δηλαδή που θα μείνει για να το βρουν αυτοί που καταβάλλουν σήμερα εισφορές, όταν θα έρθει η ώρα για να βγουν στη σύνταξη. (παραπλήσιο είναι και το ζήτημα της μεταβίβασης των συντάξεων: στο αναδιανεμητικό σύστημα δεν μπορεί να κληρονομηθεί η σύνταξη κι έτσι ο νομοθέτης αποφασίζει, αντιφατικά πολλές φορές, εάν μπορεί να συνεχίσει η καταβολή της μετά τον θάνατο του αρχικού δικαιούχου της σε σύζυγο και τέκνα). Επειδή το σύστημα το διαχειρίζεται το κράτος, η απόφαση για την τύχη των εισφορών φεύγει εντελώς από τα χέρια των ασφαλισμένων που τις παρέχουν και πάει στα χέρια όσων έχουν τους πιο ισχυρούς δεσμούς με την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι αποφάσεις αυτές, με τη σειρά τους, φέρνουν το αναδιανεμητικό σύστημα πιο κοντά από ποτέ στην κατάρρευση (μαζί με την υπόλοιπη οικονομία). Στα σημειώματα όπου θα αναφερθούμε διεξοδικά στις επιλογές της χώρας μας, θα αναφερθούμε καθαρά σε αυτό που πρέπει να πάρουμε απόφαση: το αναδιανεμητικό σύστημα στην Ελλάδα έχει καταρρεύσει· δεν μπορεί να συντηρηθεί· πρέπει να αντικατασταθεί.

Από τι; Μία πρόταση εναλλακτική προς το αναδιανεμητικό σύστημα είναι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στηρίζεται στην αρχή ότι ο κάθε ασφαλισμένος έχει ατομικό λογαριασμό, στον οποίο συγκεντρώνονται οι ασφαλιστικές του εισφορές. Οι εισφορές αυτές σχηματίζουν ένα ασφαλιστικό κεφάλαιο το οποίο, όταν ωριμάσει, χρησιμοποιείται για να δοθεί από αυτό σύνταξη στον μέχρι τότε ασφαλισμένο. Μάλιστα, ο ασφαλισμένος που βγαίνει στη σύνταξη έχει ευρέα περιθώρια για να αποφασίσει σε ποια ηλικία θα βγει, εάν θα λάβει κάποιο ποσόν ως εφάπαξ και πόση σύνταξη θα λαμβάνει κάθε μήνα. Εάν πεθάνει, το υπόλοιπο του λογαριασμού του μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του.

Έτσι, με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ξέρουμε ακριβώς τι έχει συνεισφέρει ο κάθε ασφαλισμένος. Είναι απολύτως διαφανές. Ξέρουμε, ακόμη περισσότερο, τι δικαιούται ο κάθε ασφαλισμένος. Βασικό στοιχείο που θα καθορίσει τη σύνταξη είναι το ύψος των εισφορών που έχουν καταβληθεί (και η απόδοσή τους) και όχι οι γενικότερες συνθήκες ή η ηλικιακή πυραμίδα. Συνεπώς, έχουμε πολύ μεγαλύτερη προβλεψιμότητα.

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει και άλλα πλεονεκτήματα. Ένα είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει και μέσω κρατικού, αλλά και μέσω ιδιωτικού φορέα. Ένα άλλο είναι ότι, κατά κανόνα, έχει πολύ καλύτερη απόδοση, δηλαδή μπορεί να οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη σύνταξη, από το αναδιανεμητικό, με την υπόθεση ότι οι εισφορές θα ήταν οι ίδιες για τον ίδιο εργαζόμενο κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Αυτό οφείλεται στο ότι οι εισφορές έχουν απόδοση τουλάχιστον ένα τραπεζικό επιτόκιο, καθώς δεν είναι απαραίτητη η ανάλωσή τους στην κάλυψη τρεχουσών αναγκών (καταβολή τρεχουσών συντάξεων), όπως συμβαίνει στο αναδιανεμητικό σύστημα. Επιτρέπει τη λειτουργία ανταγωνιστικών φορέων, οι οποίοι μπορούν να εγγυώνται σχετικά υψηλές αποδόσεις για τις εισφορές. Επιτρέπει διάφορους βαθμούς κρατικής παρέμβασης: μπορούν να λειτουργήσουν με το σύστημα αυτό αμιγώς κρατικά ταμεία και μπορούν παράλληλα να λειτουργούν ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης (που έχουν νομοθετηθεί για τη χώρα μας, και υποχρεωτικά, σύμφωνα με τον νόμο, λειτουργούν με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα), όπου η εποπτεία του κράτους έχει ως σκοπό να μην απολεσθούν τα ασφαλιστικά κεφάλαια. Επιτρέπει η συμμετοχή να είναι είτε υποχρεωτική (με σκοπό τη μεγαλύτερη σώρευση εισφορών, που θα αποφέρει καλύτερη κεφαλαιακή απόδοση), είτε προαιρετική (καθώς δεν υπάρχουν τρέχουσες υποχρεώσεις για να καλυφθούν). Ωστόσο, οι εισφορές (και αυτό είναι θεμελιώδης διαφορά με οποιαδήποτε άλλο σύστημα) είναι περιουσία του ασφαλισμένου. Δεν μπορεί να τις πειράξει το κράτος για δικούς του σκοπούς, σε αντίθεση με τα ασφαλιστικά ταμεία, τα αποθεματικά των οποίων χρησιμοποιήθηκαν από διάφορες κυβερνήσεις ποικιλοτρόπως — και πάντως όχι προς το συμφέρον των ασφαλισμένων. Τέλος, ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει παράλληλα με ένα σύστημα βασικής εθνικής σύνταξης.

Ειδικά η τελευταία δυνατότητα μπορεί να καλύψει τα τρία βασικά μειονεκτήματα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Το ένα είναι ότι το ασφαλιστικό κεφάλαιο μπορεί, μέσα από εσφαλμένες τοποθετήσεις ή λόγω του πληθωρισμού, να εξαφανιστεί. Το δεύτερο είναι ότι ενδέχεται ο ασφαλισμένος να επιλέξει να βγει στη σύνταξη πολύ νωρίς σε σχέση με τη μακροζωία του, άρα σε κάποια στιγμή να έχει αναλωθεί το ασφαλιστικό κεφάλαιο που έχει σχηματίσει για τη σύνταξή του. Το τρίτο μειονέκτημα είναι ότι μπορεί κάποιος που βρίσκεται στην ηλικία για σύνταξη να μην έχει συγκεντρώσει (λόγω ανεργίας, π.χ.) αρκετές εισφορές, ώστε να διασφαλίσει μιαν αξιοπρεπή σύνταξη. Υπάρχει και ένα τέταρτο μειονέκτημα, που είναι απαγορευτικό για την άμεση αντικατάσταση ενός διανεμητικού συστήματος από ένα κεφαλαιοποιητικό: η μεταβατική περίοδος κατά την οποία πρέπει οι ασφαλισμένοι να καταβάλλουν εισφορές για την κάλυψη των υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει το αναδιανεμητικό σύστημα, ενώ, παράλληλα, πρέπει να συσσωρεύουν και εισφορές στους δικούς τους ατομικούς λογαριασμούς, ώστε να σχηματίζεται το κεφάλαιο που θα καλύψει τη δική τους σύνταξη.

 

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν πολλές φιλοσοφικές και πρακτικές επιλογές για το ασφαλιστικό σύστημα. Από αυτές καλούμαστε να διαλέξουμε αυτήν ή τον συνδυασμό αυτών που ταιριάζει στην πραγματικότητα της χώρας μας και δεν οδηγεί, όσο γίνεται, σε αδικίες. Ας πούμε και ότι η γενική τάση στα περισσότερα κράτη είναι να καθιερώνεται ένα μεικτό σύστημα, που παίρνει στοιχεία και από τη βασική εθνική σύνταξη, και από το αναδιανεμητικό ή το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ή και από τα δύο. Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης αυτό ονομάζεται το «σύστημα των τριών πυλώνων» — όπου πρώτος πυλώνας είναι η βασική σύνταξη (την οποία παίρνουν όλοι όσοι διαμένουν στη χώρα για κάποιο χρονικό διάστημα μετά από μιαν ηλικία), δεύτερος πυλώνας μία σύνταξη που παρέχεται από ομοιοεπαγγελματικά, κατά κανόνα, ταμεία (που λειτουργούν είτε κατά το αναδιανεμητικό είτε, όλο και περισσότερο, κατά το κεφαλαιοποιητικό σύστημα) και τρίτος είναι η αμιγώς ιδιωτική ασφάλιση, όπου στην ατομική σώρευση εισφορών που γίνεται στην ασφαλιστική εταιρεία προστίθεται και το στοιχείο της επένδυσης (που εμπεριέχει ρίσκο, αλλά και την προσδοκία για μεγαλύτερες κεφαλαιακές αποδόσεις). Ο πρώτος πυλώνας διασφαλίζει το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και στηρίζεται από τη γενική φορολογία, ο δεύτερος την αναπλήρωση εισοδήματος και είναι κατά περίπτωση είτε υποχρεωτικός είτε προαιρετικός, ενώ ο τρίτος, που είναι καθαρά προαιρετικός, μπορεί να διασφαλίσει κάποια ακόμη μεγαλύτερη άνεση στην τρίτη ηλικία.

Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων: Θα εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στα της χώρας μας· θα εξετάσουμε την έννοια της εισφοράς στην Ελλάδα και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη μείωση των συντάξεων· θα δούμε κάποιες από τις βασικές προτάσεις που περιέχονται στο νομοσχέδιο Κατρούγκαλου, όσο πιο πολλούς αριθμούς μπορούμε, και θα τα κριτικάρουμε όλα αυτά με βάση τα όσα αναφέρουμε στο σημερινό σημείωμα.

[ Εικονογράφηση: Sir John Lavery, Women workers ].