Κωνσταντινούπολη, η απερίγραπτη
Σχετικά συχνά συναντώ ανθρώπους που μου περιγράφουν με τον πλέον θερμό τρόπο τις εμπειρίες τους από τις ολιγοήμερες διακοπές τους στη Πόλη. Αυτή η εξιστόρηση είναι συνήθως πασπαλισμένη με μια δόση, άλλες φορές ισχυρή άλλες πιο ελαφριά, ανάλογα με τη προσωπική ιστορία του καθενός, νοσταλγίας και αναπόλησης. Σε αυτό που συμφωνούν όλοι όμως όταν μου μιλάνε για το μέρος που με φιλοξενεί αυτή την εποχή είναι στην ομορφιά της. Η παρατήρηση αυτή πάντα μα πάντα με αφήνει με την ίδια απορία: Μήπως ζω αλλού; Μήπως κάτι δεν έχω καταλάβει;
Το ομολογώ ευθύς εξαρχής λοιπόν, οι πόλεις είναι το πάθος μου, είμαι εραστής των μεγάλων κτιριών, των πολλών ανθρώπων που περπατάνε και γεμίζουν τις οδούς και τα σοκάκια με ζωή κι οχλαγωγία. Όχι των ωραίων πόλεων αλλά γενικά των πόλεων — για να συνεννοούμαστε. Αυτές με συναρπάζουν, αυτές με κάνουν να πλάθω εικόνες και ιστορίες στο μυαλό μου, για να βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Κι αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι να κοιτάω ψηλά, εκεί όπου κρύβονται τα μυστικά των κτιρίων, εκεί όπου υπάρχει μια μικρή πλάκα με εγχάρακτα γράμματα και μέσα σε μια αράδα λέει μια ολόκληρη ιστορία. Ταυτόχρονα, αυτό με καθιστά παντελώς ακατάλληλο να γράφω για μικρές παραλίες και γραφικά χωριουδάκια, αλλά (διάβολε!) ελπίζω να μπορέσω να σας κεντρίσω το ενδιαφέρον γι’ αυτή την κυψέλη των 17 εκατομμυρίων ανθρώπων που είναι η Πόλη.
Ο προπάππος μου ο Σίμος, Πολίτης από τα γεννοφάσκια του, πέθανε όταν ήμουν οκτώ χρονών. Τον θυμάμαι να με λέει «λεβεντάκι» και «τζιέρι» του. Όταν η εγγονή του, η μητέρα μου δηλαδή, τον ρωτούσε για τη Πόλη από την οποία έφυγε γύρω στα 1926 κι έχοντας ζήσει μονάχα 30 χρόνια εκεί, εκείνος σήκωνε το κεφάλι και με τον πλέον θεατρικό αλλά ταυτόχρονα και αληθινό τρόπο έλεγε, «Αχ, η Πόλη». Μετά, βαθιά σιωπή, και ζητούσε τσιγάρο, έστω κι αν του το είχε απαγορέψει ο γιατρός από καιρό. Μεταξύ μας, κι όσο μεγάλωνα κι έφερνα αυτή τη σκηνή στο μυαλό μου, είχα αρχίσει να υποπτεύομαι ότι υπήρχε κάποια μυστική συμφωνία μεταξύ εγγονής και παππού για να μπορεί να καπνίζει κάνα τσιγαράκι στα κλεφτά. Έλεγε λοιπόν ο Σίμος στη μάνα μου: «Για ρώτα με για την Πόλη μπροστά στη μάνα σου για να μπορέσω να ξεκλέψω κι εγώ καμιά τζούρα», κι εκείνη που τον αγαπούσε δεν του χάλαγε το χατίρι. Η μάνα μου το αρνείται μέχρι σήμερα, αλλά πάντα γελάει όταν της το λέω και με βάζει σε υποψίες.
Συνωμοσιολόγος από μικρός; Μπα, όχι, απλά θα μου άρεσε να ήταν έτσι και να μην τη νοσταλγούσε πολύ την Πόλη. Για να μην τον πονάει τόσο πολύ που είχε αναγκαστεί να φύγει και το έφερε βαρέως μέχρι το 1985 που έφυγε από τη ζωή. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά μια φορά που τον είχαν πιάσει στ’ αλήθεια τα μεράκια και είχε ξεκινήσει τις ιστορίες. Τα πάντα θυμόταν ο άτιμος! Εγώ δεν θυμάμαι τις ιστορίες, έξι χρονών παιδί ήμουν άλλωστε, αλλά θυμάμαι ότι όλες οι ιστορίες που είπε εκείνο το βράδυ τελείωναν με τη φράση: «Η Πόλη είναι Μαγική».
Τα χρόνια πέρασαν, και η ζωή (κι όχι η μοίρα που λένε εδώ οι Τούρκοι, η ζωή που φτιάχνουμε εμείς για τους εαυτούς μας) τα έφερε έτσι να ζω εδώ τα τελευταία δύο χρόνια και οκτώ μήνες. Εδώ, σε αυτό το μαγικό μέρος που έλεγε κι ο Σίμος.
Ωραία λοιπόν ή Μαγική; Ή μήπως Ατελείωτη, όπως τη λέει κι ένας άλλος φίλος που έχει μετοικήσει εδώ τα τελευταία χρόνια; Κανείς δεν ξέρει — μάλλον όλα αυτά μαζί. Γιατί, αν μπορούσες να περιγράψεις την Πόλη με ένα και μόνο επίθετο, θα έχανε αυτό το το απροσδιόριστα γοητευτικό που έχει. Που τη χαρακτηρίζει και τη στοιχειώνει στα μάτια όλων μας ακόμη και σήμερα που «γίνεται μεγάλη προσπάθεια η Πόλη να γίνει μία ακόμη τουρκική πόλη», όπως μου είπε ο φίλος μου ο Μπουράκ, γέννημα-θρέμμα της Κωνσταντινούπολης ή της Ιστανμπούλ. Κάθε Istanbullu που έχω γνωρίσει μου λέει το ίδιο πράγμα: «Η Πόλη δεν είναι τουρκική ή ελληνική ή βυζαντινή ή ό,τι άλλο έχει περάσει από δω. Η Πόλη στέκεται μόνη της, είναι όλα αυτά μαζί και τίποτε από αυτά».
Όσο λοιπόν και να προσπαθούν κάποιοι να την κάνουν κάτι που δεν είναι, τόσο Αυτή θα αντιστέκεται και θα αποτυγχάνουν. Τόσο θα τους εκθέτει η πραγματικότητά του Μεγάλου Δρόμου του Πέραν, του Πιέρ Λοτί, της Αγιά Σοφιάς, του Τεμένους του Εγιούπ και το Ντολμάμπαχτσε και ο Σταθμός του Χαϊντάρπασα.
Θα τα λέμε λοιπόν…