Η Προσφορά [1]

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Η Προσφορά [1]

Πέμπτη, 9 Μαΐου. 2002. Τα φώτα στην αίθουσα ανάβουν. Μόλις είδα το «Δωμάτιο Πανικού» με την Τζόντι Φόστερ σε σινεμά του κεντρικού Λονδίνου. (Το πόσο ειρωνικά προφητικός ήταν ο τίτλος θα το συνειδητοποιούσα αργότερα το ίδιο βράδυ). Η ταινία μιλά για μία πλούσια γυναίκα και το παιδί της που κλειδώνονται μέσα σε ένα μυστικό και ασφαλές δωμάτιο στην έπαυλή τους στη Νέα Υόρκη για να προστατευτούν από τους διαρρήκτες που τους κυνηγάνε.

Ώρα να γυρίσω στο δικό μου σπίτι. Το καλό με το συγκεκριμένο διαμέρισμα είναι ότι βρίσκεται στο Νότινγκ Χιλ. Από έξω το κτίριο φαίνεται όμορφο. Είναι στην άλλη πλευρά του τετραγώνου του σταθμού του μετρό. Linden Gardens. Ακούγεται βουκολικό. Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη περιοχή ήταν για πολλά χρόνια η καρδιά των εξαθλιωμένων τρωγλών του Λονδίνου. Το κακό είναι ότι η λέξη «διαμέρισμα» είναι μάλλον υπερβολική. Έξι τετραγωνικά μέτρα. Ένα κρεβάτι, μία μικρή ντουλάπα, ένας νεροχύτης χωρίς νερό, δύο μάτια κουζίνας που δεν δουλεύουν, μερικές ποντικοπαγίδες στο ντουλάπι του νεροχύτη και μία μοκέτα που έχει αλλάξει αρκετά χρώματα αφότου ήρθε στον κόσμο. Το «μπάνιο» (σπασμένη λεκάνη συν μπανιέρα χωρίς «τηλέφωνο» ή ντουζιέρα) είναι σε άλλο όροφο του κτιρίου. Ενοίκιο: 520 λίρες το μήνα.

Το κτίριο αυτό πρέπει κάποτε να ήταν μία άνετη τριώροφη αστική κατοικία. Τώρα είναι χωρισμένη σε 25 «διαμερίσματα», δηλαδή δωμάτια, το καθένα με το δικό του ρολόι ηλεκτρικού. Το ηλεκτρικό το πληρώνεις πηγαίνοντας με ένα πλαστικό «κλειδί» σε συγκεκριμένα μαγαζιά που μπορούν να το «γεμίσουν» με όσα χρήματα θέλεις ή μπορείς να δώσεις. Εννοείται ότι η τιμή του ρεύματος με το κλειδί είναι πολύ ακριβότερη από ό,τι αυτή με σταθερή παροχή, αλλά όσοι μένουν σε τέτοια κτίρια είτε περαστικοί, ή άνθρωποι που συνήθως δεν έχουν τα χρήματα και το προφίλ για να έχουν σταθερή παροχή. Οι περισσότεροι είναι είτε παράνομοι μετανάστες, είτε φοιτητές, είτε συνταξιούχοι που ζουν με επιδόματα, είτε Ανατολικοευρωπαίες κοπέλες που εξασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα. Είναι ειρωνικό: οι πιο φτωχοί αναγκάζονται να πληρώνουν το ακριβότερο ρεύμα στην πόλη.

Φτάνω στο σπίτι. Η κάτω πόρτα, όπως πάντα, ανοιχτή. Πριν μπω στο δωμάτιό μου, αποφασίζω να πάω στην τουαλέτα. Με χωρίζουν 54 σκαλιά από την ανακούφιση. Τα φώτα του διαδρόμου πάλι χαλασμένα. Το πρόβλημα είναι ότι, για να φτιαχτεί οτιδήποτε σ’ αυτό το σπίτι, το πρακτορείο ενοικίασης πρέπει να συνεννοηθεί με το πρακτορείο διαχείρισης που πρέπει να συνεννοηθεί με τον ιδιοκτήτη. Ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες. Βγάζω τα κλειδιά μου και μπαίνω στην τουαλέτα, η οποία φυσικά έχει τη δική της κλειδαριά. Επιτέλους έφτασα. Η σπασμένη λεκάνη με περιμένει.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μαζεύω τα πράγματα μου από το πάτωμα. Σβήνω τα φώτα. Βγαίνω και κλείνω την πόρτα. Η πόρτα κλειδώνει αυτομάτως. Με το που ακούω το κλικ, συνειδητοποιώ ότι έχω αφήσει τα κλειδιά μου μέσα — τα κλειδιά τόσο της τουαλέτας όσο και του δωματίου. Μόλις κλειδώθηκα έξω από το σπίτι μου. Μέσα δηλαδή στο σπίτι μου, αλλά από έξω.

Προσπαθώ να παραβιάσω την πόρτα της τουαλέτας, αλλά, εντάξει, δεν το ’χω. Το μυαλό μου τρέχει. Ο μόνος τρόπος για να ξεκλειδώσω την πόρτα είναι να πάρω δεύτερο κλειδί από το πρακτορείο. Το πρακτορείο είναι κλειστό τώρα, οπότε αυτό θα πρέπει να γίνει αύριο, μετά τη δουλειά. Συνειδητοποιώ ότι εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει κανείς στο Λονδίνο που να μπορεί να με βοηθήσει. Όλοι μου οι φίλοι και οι πρώην συμφοιτητές μου έχουν φύγει από την πόλη και τη χώρα, αναζητώντας δουλειά σ’ εκείνον τον περίεργο κόσμο τις ημέρες και τις εβδομάδες μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Οι συνάδελφοί μου είναι διασκορπισμένοι στην πόλη και ούτως ή άλλως δεν νιώθω την άνεση να τους φορτωθώ τέτοια ώρα. Στην πολυκατοικία δεν ακούγεται κιχ, αλλά δεν γνωρίζω και κανέναν. Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να αποφεύγω το σπίτι — γυρίζω, κοιμάμαι, φεύγω. Άλλωστε πριν λίγες εβδομάδες μετακόμισα και τις λίγες φορές που διασταυρώθηκα με κάποιον άλλο ένοικο συμπέρανα ότι μάλλον δεν επιδιώκουν την ανθρώπινη επαφή. Ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα και τα δικά του μυστικά, ειδικά σ’ αυτή την πολυκατοικία.

Τα λεπτά περνούν. Πάνω μου έχω ένα σχεδόν άδειο πορτοφόλι και ένα κινητό τηλέφωνο χωρίς υπόλοιπο και με την μπαταρία να τελειώνει. Η ώρα είναι 23:30΄ και αύριο το πρωί πρέπει να ξυπνήσω στις 04:30΄ για να πάω στη δουλειά. Πεινάω και νυστάζω. Αρχίζω να συμφιλιώνομαι με την ιδέα ότι απόψε θα κοιμηθώ καθισμένος έξω από την πόρτα. Βγαίνω στον δρόμο και ψάχνω για τηλεφωνικό θάλαμο. Σηκώνω το ακουστικό και καλώ το 999. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς περιμένω να μου πουν, αλλά η τηλεφωνήτρια με το που αρχίζω να μιλάω και να εξηγώ τι συνέβη μου λέει, «Πάρε κλειδαρά» και μου το κλείνει. (Και καλά κάνει δηλαδή — σε καθημερινή βάση οι υπηρεσίες άμεσης δράσης λαμβάνουν ένα σωρό άσχετα τηλεφωνήματα που τους εμποδίζουν να ασχολούνται με πραγματικά επείγοντα περιστατικά).

Βρίσκω έναν τηλεφωνικό κατάλογο και παίρνω τηλέφωνο σε έναν κλειδαρά. Η επείγουσα επίσκεψη κοστίζει 150 λίρες. Εκατόν. Πενήντα. Λίρες. Σχεδόν δηλαδή όσα βγάζω εγώ σε μία βδομάδα. Ούτε συζήτηση. Κλείνω το τηλέφωνο και επιστρέφω στο σπίτι. Συνειδητοποιώ ότι ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά η εξώπορτα είναι πλέον κλειστή. Κάθομαι έξω από την πόρτα και περιμένω κάποιον να μπει ή να βγει.

Μεσάνυχτα. Δύο γυναίκες περπατούν προς το σπίτι. Όπως πλησιάζουν, τις βλέπω καλύτερα στο φως — είναι νέες κοπέλες, τις έχω ξαναδεί μία φορά. Λέμε γεια. Τους λέω ότι κλειδώθηκα απέξω. Μου κρατάνε την πόρτα. Καληνύχτα, καληνύχτα. Πάνε στο δωμάτιό τους στο υπόγειο. Περνά λίγη ώρα και ακούω την πόρτα τους να ανοίγει. Μία από τις κοπέλες έρχεται κρατώντας κλειδιά.

«Γεια. Έχουμε ένα άδειο δωμάτιο στον πρώτο όροφο, οπότε σκεφτήκαμε αν θέλεις να μείνεις εκεί απόψε —  έχει ένα στρώμα και τουαλέτα», μου λέει, με ελαφριά ανατολικοευρωπαϊκή προφορά.

Την κοιτάω έκπληκτος. «Αλήθεια; Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, ευχαριστώ πολύ!»

«Κανένα πρόβλημα. Απλώς, ό,τι και να γίνει, σε παρακαλώ μην πεις τίποτα στον ιδιοκτήτη», μου λέει με απολύτως σοβαρό ύφος. Αντιλαμβάνομαι πως, όχι μόνο δίνει το κλειδί του δωματίου της σε έναν άγνωστο, αλλά ότι ταυτόχρονα διακινδυνεύει πολύ περισσότερα.

Κανονίζουμε να της αφήσω το κλειδί κάτω από το χαλάκι το επόμενο πρωί. Με καληνυχτίζει με χαμόγελο και φεύγει.

Μπαίνω στο δωμάτιο. Δεν έχω δει πιο άδειο δωμάτιο στη ζωή μου — με την εξαίρεση του στρώματος, το οποίο είναι το μόνο πράγμα που χρειάζομαι εκείνη τη στιγμή. Πέφτω με τα ρούχα και σκέφτομαι ότι αύριο θα πάρω στις κοπέλες ένα μπουκάλι κρασί για να τις ευχαριστήσω.

Κλείνω το φως.

[ Εικονογράφηση: Ρωμανός Γεροδήμος, Τρία Χρώματα – Κόκκινο (Ιούνιος 2007, ακουαρέλα και πένα) ].