Ένα ημερολόγιο για το σινεμά
Πριν 3 χρόνια περίπου, όταν ξεκίνησε ο Αμάγκι, αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να κάνω μια εκπομπή για τον κινηματογράφο: να μιλάω για φιλμ, για δημιουργούς, να αφηγούμαι και να επιβεβαιώνω τις εμμονές μου. Δεν ευδοκίμησε το σχέδιο — όχι γιατί ο σταθμός έφερε αντίρρηση: απλά δείλιασα, υπήρχαν κι άλλες εκπομπές με αντίστοιχη θεματολογία, παρασύρθηκα κι από τη γοητεία του open mic όπου αυτοψυχαναλύεσαι στον αέρα, και πέρασαν έτσι τρία χρόνια. Τα κινηματογραφικά μου τα έγραφα στο Facebook, τα πιο δικά μου ποστ, τα πιο αγαπημένα. Μέχρι που ο Αμάγκι μεγάλωσε και έγινε και σάιτ, απλόχερα κι αυτό δοσμένο και στημένο από τον Κυριάκο και τη Μαρία και τόσους άλλους. Έτσι, βρέθηκα με μπλογκ: γιατί, να το πούμε καθαρά, ο Αμάγκι δεν με άφησε ποτέ πίσω ή απ’ έξω. Ούτε στο νέο του βήμα. Κι εδώ, όπως πάντα, μου ζήτησαν να ’μαι κι εγώ παρέα. Πόσο ακριβό είν’ αυτό αλήθεια;
Σ’ αυτό το μπλογκ, λοιπόν, όσοι πιστοί θα διαβάζετε για το σινεμά όπως το βλέπω εγώ. Καθαρές κουβέντες εξαρχής: δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου ούτε ειδήμων επιστήμονας-μελετητής (αν κι έχω πάρει ένα χαρτί, βεβαίωση σπουδών που λέει «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας» από το Κέντρο Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). Γράφω με τα απαράγραπτα δικαιώματα του κοινού. Γράφω με μόνα όπλα τις 2.000 ταινίες που έχω δει και μια βιβλιοθήκη βιβλία για το σινεμά που έχω διαβάσει. Δεν το λέω με κομπασμό: με τρόμο το λέω. Δεν φτάνουν αυτά για να ξέρεις πού βαδίζεις.
Το τι γράφω, τώρα. Δεν γράφω αν μου αρέσει ή δεν μου αρέσει το τάδε ή το δείνα φιλμ. Όχι ότι εξορίζω τον υποκειμενισμό, κάθε άλλο. Απλά προτιμώ να αναλύω το φιλμ και να προσπαθώ να εξηγήσω το τι νομίζω πως πήγε να κάνει ο δημιουργός, τι τελικά έκανε και τι θα μπορούσε ίσως να είχε κάνει. Ο δυισμός τού «μου αρέσει / δεν μου αρέσει» είναι σολιψισμός: είναι ένας τρόπος να κλείνεις τη συζήτηση (αφού στις περί γούστου κρίσεις δεν υπάρχει αντεπιχείρημα). Εγώ προτιμώ να ανοίγω τη συζήτηση, να μιλάω για το αισθητικό γεγονός της ταινίας και να το συζητώ με κριτήρια αντικειμενικά κατά το δυνατόν. Γιατί ένα φιλμ, ασχέτως τού αν μας αρέσει ή όχι, μπορεί να κριθεί αντικειμενικότατα ως καλογυρισμένο ή κακογυρισμένο, ως ευφυές ή ανόητο, ως εμβριθές ή σαχλό (υπάρχει αντικειμενικά «καλό» και «κακό» σε κάθε τέχνη, και μην ακούτε τι λένε).
Η κινηματογραφική ανάλυση (και όχι κριτική) είναι μια μεταγλώσσα: μια γλώσσα που μιλάει πάντα για κάτι άλλο, για το κυρίως ειπείν θέμα, που είναι εν προκειμένω ο κινηματογράφος. Αλλά η ανάλυση δεν τελειώνει στο φιλμ που εξετάζει — είναι ελεύθερη να φύγει από αυτό και να περιπλανηθεί, να πει πολλά και φαινομενικώς άσχετα, που όμως όλα κατατείνουν στο αρχικό ερέθισμα: το φιλμ, η μαγεία του σελουλόιντ. Τουλάχιστον έτσι γράφω εγώ, επηρεασμένος βαθύτατα από τα μεταμαρξιστικά ρεύματα στη θεωρία και την κριτική (στην Ελλάδα από τον Βασίλη Ραφαηλίδη κυρίως).
Διευκρινιστικά να πω ότι όσα γράφω δεν είναι επικαιρικά. Δεν παρακολουθώ τις νέες κυκλοφορίες, δεν γράφω κατά παραγγελίαν. Γράφω μόνο, έτσι απείθαρχος και ασυντόνιστος που είμαι, για όσα φιλμ βλέπω ή ξαναβλέπω (που μπορεί να είναι και 20 ή 50 χρόνων ταινίες) και επίσης γράφω και με αφορμή φιλμ που έχω δει παλιά και που για κάποιο λόγο τα θυμήθηκα. Είναι ένα ημερολόγιο, θα ’λεγε κανείς, όπου αντί για ημέρες έχουμε ταινίες.
Ελπίζω αυτά που θα γράφω να φανούν όσο το δυνατόν λιγότερο βαρετά και περισσότερο ανεκτά σε όσο το δυνατόν περισσότερους φίλους και φίλες.