Η απουσία

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Η απουσία

Η ζωή μας καθορίζεται από όσα μας λείπουν: αγαθά, χρήματα, χρόνο, ανθρώπους, σαν να είμαστε φτιαγμένοι για να εστιάζουμε περισσότερο σε όσα θέλουμε, παρά σε όσα έχουμε. Οι άνθρωποι σχετίζονται αναγκαστικά με την απουσία, διότι είναι αδύνατον να υπάρξει συνθήκη στην οποία να ικανοποιείται κάθε μας επιθυμία. Ωστόσο είναι ευκολότερο να διαχειριστούμε την απώλεια χρημάτων, υλικών αγαθών ή και χρόνου, παρά την απουσία ανθρώπων. Υπάρχουν στιγμές που η επιθυμία αυτή είναι τόσο έντονη, που μοιάζει με «εμμονή». Η ανάγκη για την παρουσία του Άλλου επιχειρεί να καλυφθεί από την ανάμνηση του προσώπου, της μυρωδιάς, της φωνής του.

Κάθε άνθρωπος αναπτύσσει το δικό του «οπλοστάσιο» για να αντιμετωπίσει την απουσία. Κάποιοι αρνούνται ακόμη και την επιθυμία καθαυτή, άλλοι προτιμούν την εκλογίκευση και προσπαθούν να ασχοληθούν με κάτι άσχετο για να στρέψουν την προσοχή τους «προς τα έξω», πολλοί επιχειρούν να επικοινωνήσουν άμεσα (αν είναι δυνατόν) με το πρόσωπο που λείπει. Είναι σαν να μην αντέχουν καν την απουσία και γι’ αυτό, ουσιαστικά, την ακυρώνουν («Σου μιλάω, σε ακούω, άρα δε μου λείπεις»). Για να μπορέσουμε να δούμε το φάσμα των αντιδράσεων των ανθρώπων στην απουσία, είναι βοηθητικό να γνωρίζουμε το βασικό δίπολο διαχείρισής της: στον αρνητικό πόλο βρίσκεται το: «Χωρίς εσένα είμαι ένα τίποτα» και στον θετικό, το: «Μπορώ να σ’ αγαπάω επειδή μου λείπεις». Όχι «παρόλο που», όχι «όταν», αλλά «επειδή μου λείπεις». Συνήθως βρισκόμαστε κάπου ανάμεσα και χρησιμοποιούμε όλο το φάσμα των παραπάνω αντιδράσεων. Στις περιπτώσεις όμως που κάποιος έχει εγκλωβιστεί στον αρνητικό πόλο, το αποτέλεσμα είναι αρκετά επώδυνο.

Όσοι χρησιμοποιούν σταθερά το: «Χωρίς εσένα είμαι ένα τίποτα» βυθίζονται τόσο πολύ στο αίσθημα της απουσίας, που είναι σαν να τους καταπίνει, η απουσία του Άλλου τούς «αδειάζει», σαν να μην έχουν πια τίποτε, παρά μόνο το κενό. Στην αρχή, αυτή η αντίδραση είναι πολύ κολακευτική για τον Άλλο: αισθάνεται ότι είναι τα πάντα για το αντικείμενο του πόθου του. Γρήγορα όμως το πράγμα γίνεται ανυπόφορο, επειδή, όταν κάποιος αισθάνεται «ολόκληρος» μόνο μαζί με τον Άλλο, βρίσκεται σε κατάσταση πρωτογενούς πείνας: δεν μπορεί να τραφεί από τον εαυτό του, παρά μόνο από τις «σάρκες» του Άλλου, όπως το βρέφος από τη μητέρα του. Κι αν το βρέφος είναι αναγκασμένο να αρκεστεί στην ποσότητα τροφής που του παρέχει η μητέρα, στην ενήλικη ζωή όσοι διατηρούν αυτή την «παλιά πείνα» απαιτούν και προσπαθούν να αρπάξουν, να «φάνε» οτιδήποτε έχει ο άλλος: σκέψη, χρόνο, καθετί δικό του: εισχωρούν σε κάθε πτυχή της ζωής του, σε βαθμό που τον «εξουδετερώνουν». Έτσι, η παρουσία ταυτίζεται με την απουσία.

Στον αντίποδα βρίσκεται το: «Μπορώ να σ’ αγαπώ επειδή μου λείπεις», δηλαδή όσοι έχουν συμφιλιωθεί με αυτή τη συνθήκη και, ενώ βιώνουν το αίσθημα της έλλειψης, μπορούν να το αντέχουν και να φαντάζονται τις στιγμές που θα ζούσαν αν ο Άλλος βρισκόταν εκεί. Μάλιστα, η διαδικασία της φαντασίωσης είναι τόσο έντονη, που λειτουργεί σαν συνέχεια, σαν μέρος της σχέσης και, όχι σπάνια, την ανατροφοδοτεί. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν το αίσθημα της έλλειψης του Άλλου, χωρίς να χάνουν την ικανότητά τους να παρέχουν «τροφή» στον εαυτό τους. Είναι βασικό ωστόσο να μπορεί και ο Άλλος να συμμετέχει σε αυτό το παιχνίδι, καθώς οι περισσότεροι ακούν τη φράση: «Μου λείπεις», σαν: «Φταις», σαν να τους επιρρίπτεται η ευθύνη για το ότι ο σύντροφός τους βιώνει την απουσία, σαν να τους φωνάζει ότι και οι ίδιοι είναι ανεπαρκείς επειδή αδυνατούν να καλύψουν την ανάγκη του άλλου.

Παρόλο που η απουσία είναι συνυφασμένη με αρνητικά συναισθήματα, στην ουσία αποτελεί το αποτέλεσμα της ερωτικής επένδυσης σε κάποιο πρόσωπο. Είναι σαν να ερωτευόμαστε για να συναντήσουμε όχι μόνο «αυτό που μας λείπει», αλλά την απουσία του. Ο έρωτας προϋποθέτει εξάρτηση, αλλιώς μπορεί εύκολα να εξαντληθεί στο κυνήγι και η μόνη προσφορά του να είναι η αυτοστιγμεί ικανοποίηση της κατάκτησης. Πολλοί νομίζουν ότι ερωτεύονται, ενώ στην πραγματικότητα κυνηγούν, κατακτούν, «τρώνε» και προχωρούν στο επόμενο «θήραμα». Μιλάμε δηλαδή αμιγώς για ένα παιχνίδι εξουσίας. Ο έρωτας είναι σύμφυτος με την απουσία. Δεν πρόκειται για μια αναγκαστική συνθήκη, αλλά για τη μία όψη του νομίσματος — η άλλη είναι η παρουσία. Πριν ερωτευτούμε κάποιον, έχουμε φανταστεί το ιδανικό αντικείμενο του πόθου, αλλά δεν μας λείπει: μόνο αφότου τον συναντήσουμε μπορεί να γίνει αισθητή η απουσία του. Εξ ου και η συνάντηση, εκείνη ακριβώς η στιγμή που κάποιος αισθάνεται να ερωτεύεται, μοιάζει με τη στιγμή της γέννησης: η πρώτη ανάσα της ζωής σημαίνει την αποδοχή του θανάτου.

[ Φωτογραφία: από την ταινία του Wim Wenders, Paris,Texas ].