Οι χαμένοι [S01E09]
Ο Β.Β. ακόμα ένιωθε τη γεύση και τη μυρωδιά του πλαστικού από τη σακούλα στο στόμα και στη μύτη του, παρά το γεγονός ότι του την είχαν βγάλει. Το ίδιο και ο μουσικός, που ανέπνεε βαθιά για να ανανεώσει τον καθαρό αέρα στα πνευμόνια του. Μπροστά τους ήταν ο κομπιουτεράς, ο Ράμπο και μια γυναίκα μέσης ηλικίας με στυλ που προσπαθούσε να μικροδείχνει: αρβυλάκια, στενό τζιν, ριχτή μακριά μπλούζα σε συνδυασμό με γκρίζα κατσαρά μαλλιά. Ο κύριος Λάμπρος είχε βγει από τη σκηνή, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση κάποιου παρευρισκόμενου να πάει να τον κεράσει ρακόμελο. Πριν φύγει, διέταξε να βγάλουν για λίγο τις σακούλες από τους δύο άντρες, «Για να πάρουν καμιά ανάσα». Ο κομπιουτεράς και η γυναίκα συνομιλούσαν πάνω από την ταμπλέτα του πρώτου. Ο Β.Β. αντάλλασσε ματιές ανησυχίας και απορίας με τον μουσικό. Κανείς τους δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει. Μέσα στη σκηνή δεν υπήρχε τίποτε άλλο από ένα κρεβάτι και ένα φορητό υπολογιστή πάνω σε ένα τραπέζι. Όλα υποφωτίζονταν από ένα φανάρι ακουμπισμένο στο έδαφος. Η γυναίκα τούς πλησίασε με το τάμπλετ:
«Αυτό το κείμενο θα διαβάσετε. Ο καθένας έχει τη δική του βερσιόν, μάθετέ τη καλά. Δεν είναι μεγάλο».
Το έδειξε πρώτα στον μουσικό, που άρχισε να το διαβάζει. Το φως της ταμπλέτας μέσα στο μισοσκόταδο αποκάλυψε στον Β.Β. το γκριζομπλέ χρώμα των ματιών του, που δεν είχε παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όπως και τον έντονο θυμό που αποτυπώθηκε σε αυτά. Με ενοχές για την παρατηρητικότητά του και κάπως πνιχτή φωνή, ο Β.Β. κατόρθωσε να αρθρώσει:
«Δεν διαβάζω τίποτα εάν δεν επικοινωνήσω με την οικογένειά μου! Τουλάχιστον να στείλω ένα μήνυμα ότι είμαι καλά. Μέχρι τότε δεν πρόκειται ούτε καν να δω τη δήλωση».
Ο κομπιουτεράς και ο Ράμπο άρχισαν να γελούν περιπαιχτικά. Η γυναίκα εξήγησε στον Β.Β. ότι, μόλις παιζόταν στο διαδίκτυο το βιντεάκι που θα γύριζαν, η οικογένειά του θα καταλάβαινε τι συνέβαινε. Και ότι δεν υπήρχαν τηλεφωνικές γραμμές ακόμα. Ο κομπιουτεράς, παίζοντας με μια μικρή κάμερα στα χέρια του, άρχισε να γίνεται επιθετικός:
«Αφού κάνατε γερμανικό τον ΟΤΕ, καλά να πάθετε, λιγούρηδες. Βλέπω ότι έχεις στηρίξει όλες τις ιδιωτικοποιήσεις στο Facebook, κύριε Επικουράκο. Οι μαλακίες που έλεγες στους μαθητές σου ότι δεν υπάρχει Μεγάλος Αδελφός, τώρα πληρώνονται. Βλέπω όλα τα ποστάκια σου, όλες τους γερμανοτσολιαδιές σου. Εδώ σε έχω», κατέληξε κουνώντας επιδεικτικά την ταμπλέτα.
«Έλεγα ότι υπάρχουν πολλοί μικροί αδερφοί. Δεν βλέπω να διαψεύδομαι», αποκρίθηκε ο Β.Β. συνεχίζοντας την άσκηση θάρρους.
Από τον τόνο της φωνής του, ο Ράμπο κατάλαβε ότι κάτι περίεργο είχε πει, αλλά σε επίπεδο βλέμματος ο κομπιουτεράς δεν του έδωσε το ελεύθερο για βίαιη παρέμβαση· έτσι, ξαναξάπλωσε απλώς στο ράντζο όπου είχε αράξει για να ξεκουραστεί.
«Μετά από αυτά που θα διαβάσεις, μόνο μικρές αδελφούλες θα σου κάνουν πια παρέα, όχι μεγάλοι αδερφοί», είπε ο κομπιουτεράς υπερήφανος για το εύρημά του και κάνοντας σήμα στον Ράμπο να τον επιβραβεύσει με ένα δυνατό γέλιο.
Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ο Β.Β. δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή διασύνδεση με άλλες σκέψεις και καταστάσεις. Ο πανικός τον είχε καταβάλει, αλλά ήθελε με κάθε τρόπο να δείξει ψύχραιμος και όσο το δυνατόν άφοβος.
«Εάν δεν επικοινωνήσω με την οικογένειά μου, θα πρέπει να βρείτε άλλον δηλωσία. Σας έχω δει που ανταλλάσσετε μηνύματα. Θέλω κι εγώ να στείλω ένα», αντέτεινε με πιο ξεκάθαρη φωνή αυτή τη φορά.
Ο μουσικός συμπαραστάθηκε στο Β.Β., λέγοντας ότι το ίδιο επιθυμούσε και αυτός. Ο κομπιουτεράς δεν άφησε ούτε αυτόν ασχολίαστο:
«Έχε χάρη που πρέπει να βγεις όμορφος στην κάμερα, κύριε Μπετόβεν. Έχω διαβάσει τι κουμάσι είσαι και λόγου σου. Ανοιχτό βιβλίο το φατσοβιβλίο σου και σένα. Υποστήριξες τη Μόνικα και τον Μαραβέγια, έπαιζες στην μπάντα του Πορτοκάλογλου, μήπως ήσουν και στη συναυλία που ο Νταλάρας έφαγε τις ψιλές; Καθηγητές και καλλιτέχνες να σου πετύχουν… Πουλημένα σακιά! Να κάνετε τούμπες στον κύριο Λάμπρο που σας θέλει κολλαριστούς… Ακούτε, συστημικά μαϊμουδάκια; Κωλοτούμπες να κάνετε!»
Η γυναίκα προσπάθησε να ηρεμήσει τον κομπιουτερά τραβώντας τον παράμερα. Στη συνέχεια, του έδωσε οδηγίες για το πού έπρεπε να στήσει κάποιους φακούς και έπειτα πλησίασε φιλικά τούς δύο δεμένους άντρες:
«Κοιτάξτε, δεν έχουμε πρόβλημα να επικοινωνήσετε με τις οικογένειές σας, αλλά είναι αδύνατο. Εδώ τα παιδιά έχουν ενδοεπικοινωνία από έναν σέρβερ του Πανεπιστημίου, δεν μπορείτε να στείλετε από κει μήνυμα. Θα πω όμως στον Λάμπρο να σας βοηθήσει εφόσον πείτε τα λόγια σας. Να σας μακιγιάρω όμως λίγο, είστε χλωμοί…»
Ο Β.Β. και ο μουσικός δεν αρνήθηκαν το μακιγιάρισμα. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να τους συμβεί. Ο μουσικός όμως, την ώρα που η πούδρα απλωνόταν στα μάγουλα και στο μέτωπό του, αποφάσισε να τραβήξει κι άλλο το σχοινί:
«Τι πρόκειται να γίνει μετά από αυτή την περιβόητη δήλωση ότι είδαμε το φως το αληθινό; Τι θα μας κάνετε; Αν δεν υπάρξουν εγγυήσεις ότι θα φύγουμε αμέσως από εδώ, εγώ δεν λέω τίποτα».
«Α, καλά, πάω να φωνάξω τον κύριο Λάμπρο, θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα. Ράμπο, τις σακούλες», είπε ο κομπιουτεράς και βγήκε προς αναζήτησιν του «αρχηγού», ενώ το εκτελεστικό όργανο της παρέας υπάκουσε με χαρά στην εντολή που έλαβε.
Ήταν προφανές ότι οι σακούλες ήταν για να μη δουν τον «αρχηγό», ίσως μάλιστα και άλλα πρόσωπα που βρίσκονταν στην περιοχή. Ο Β.Β. έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί πού είχε δει αυτόν τον άσχημο άντρα που στιγμιαία διέκρινε μέσα από τη σακούλα του. Το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν εκείνο το φοβερό επεισόδιο από τη «Ζώνη του Λυκόφωτος» που κατέληγε στην αποκάλυψη ότι οι γιατροί που εγχείρησαν για καλαισθητικούς λόγους έναν ασθενή με μπανταρισμένο πρόσωπο ήταν οι ίδιοι δύσμορφα τέρατα.
Εντωμεταξύ. ο Λάμπρος μαζί με τον κομπιουτερά μπήκαν στη σκηνή.
«Δεν θέλετε να διαβάσετε το κειμενάκι, μαθαίνω, φίλοι μου».
«Όχι αν δεν μιλήσουμε με τις οικογένειές μας και αν δεν φύγουμε αμέσως μετά», απάντησε ο μουσικός.
«Κοιτάξτε, όπως σας είπα, εμείς δεν είμαστε υπέρ της βίας. Θα σας ξεναγήσει στο χώρο η Έλσα και νομίζω ότι θα καταλάβετε ότι αυτό που σας ζητάμε δεν είναι τίποτα φοβερό, ούτε θα πείτε ψέματα. Μετά, φυσικά και είστε ελεύθεροι να κάνετε ό,τι θέλετε, απλά είναι λίγο δύσκολο να φύγετε από δω μόνοι σας μέσα στη νύχτα. Αφήστε που μπορεί να πέσετε σε κανένα περίπολο των φουσκωτών και να φάτε ξύλο ως αναρχικοί. Δεν πιστεύω να θέλετε κάτι τέτοιο. Το πρωί αποφασίζετε τι θέλετε να κάνετε. Αρκεί να κάνετε τη δήλωση. Αλλιώς…»
«Αλλιώς;» ρώτησε ο Β.Β.
«Αλλιώς θα πρέπει να πάρω εντολές από τα κεντρικά για να δω τι θα σας κάνω».
«Τα κεντρικά;» ξαναρώτησε ο Β.Β.
«Μη θέλετε να τα ξέρετε όλα… Θα σας κάνει αμέσως μια ξενάγηση η Έλσα και νομίζω ότι δεν θα χρειαστεί άλλη πειθώς. Σάκη, εγώ πρέπει να φύγω. Μόλις γυρίσουν από τη βόλτα, τραβήξτε το βιντεάκι και ρίχτε το στο YouTube, να προλάβουμε κανένα δελτίο ειδήσεων. Εντάξει;»
Μετά από λίγο, η ξενάγηση στον λόφο Καστά ξεκίνησε, με τον Ράμπο, την Έλσα και τους δύο απαλλαγμένους από τις σακούλες πλην ακόμη δεμένους άντρες. Η νύχτα ήταν πυκνή. Το μόνο φως προερχόταν από τα φανάρια μέσα στις διάσπαρτες στον ευρύτερο χώρο σκηνές, που τις έκανε να φέγγουν σαν σε θερινή κατασκήνωση. Από τα μικρά ηχεία που βρίσκονταν γύρω-γύρω συνέχιζε να ακούγεται χαμηλόφωνα μουσική, μάλλον κάποια εκδοχή ταγκό και πάλι. Η Έλσα άρχισε τη ξενάγηση:
«Η βασική ιδέα είναι να κάνουμε τον λόφο σημείο αναβίωσης όλων των μεγάλων στιγμών που έζησε ο ελληνικός λαός τα τελευταία χρόνια. Θα αναπαραστήσουμε τη γενναιότητα της Ελλάδας σαν φωνή ανυπακοής στην Ευρώπη. Κάθε ομάδα δουλεύει πάνω σε ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Θα μετατρέψουμε την Αμφίπολη σε κοιτίδα του νέου ΟΧΙ και της αντίστασης. Νά, εδώ πιο κάτω θα σκάψουμε ένα χαντάκι στον δρόμο, όπως αυτό που έσκαψαν τα παιδιά στην Κερατέα: το ξεκίνημα της επανάστασης. Λίγο πιο πέρα θα βάλουμε μπάρες, λάφυρα από τα διόδια που σήκωσαν τα μέλη τού “Δεν Πληρώνω”, μαζί με τα κιγκλιδώματα που βγάλαμε από τη Βουλή. Φυσικά θα γεμίσουμε τον χώρο γύρω από τον τύμβο με φωτογραφίες από την περίοδο των Αγανακτισμένων. Ο τύμβος θα γεμίσει με εικόνες και αντικείμενα όσων αυτοκτόνησαν λόγω της οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια. Θα κάνουμε call σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Σε περίοπτη θέση θα ανεγερθεί το μνήμα του συνταξιούχου που αυτοκτόνησε στην πλατεία Συντάγματος. Εκεί θα γίνει μεγάλη ηχητική εγκατάσταση με τις ομιλίες που ακούστηκαν στην κηδεία του. Στόχος να στήσουμε πολλά τολ στα οποία θα φιλοξενήσουμε πρόσφυγες και διωκόμενους μετανάστες. Οι αλληλέγγυοι δουλεύουν πάνω σε αυτό το πρότζεκτ. Θα υπάρχουν εικόνες και βίντεο από τη περίοδο της Νομικής και της Πρυτανείας, της Αμυγδαλέζας, από παντού… Περιμένουμε μεγάλη αντίδραση από τα φασιστάκια, αλλά είμαστε έτοιμοι για όλα! Αυτό θα πει τέχνη, άλλωστε: να προκαλείς ευαισθησίες και αναισθησίες. Ψέματα;»
Ο μουσικός και ο Β.Β. δεν πίστευαν στα αυτιά τους, αφού η εικόνα ακόμη δεν ήταν τόσο σοκαριστική όσο αυτά που περιγράφονταν. Περιπλανιόνταν στον χώρο υπό τις κατευθύνσεις της Έλσας και την απειλή του Ράμπο, σιωπηλοί και ανέκφραστοι. Η επιμελήτρια της έκθεσης (έτσι τη χαρακτήριζε πια ο Β.Β.) συνέχισε την ξενάγηση:
«Εδώ θα στήσουμε ένα χώρο συναυλιών όπου θα έρχονται να τραγουδούν σύντροφοι καλλιτέχνες, ενώ θα δείχνουμε σε γιγαντοοθόνη ντοκιμαντέρ όπως του Εξάντα, κυρίως το “Πείραμα της Αργεντινής”, το “Debtocracy” και άλλα. Χώρος μνήμης, ψυχαγωγίας και συνειδητοποίησης. Εκεί πιο ψηλά θα βάλουμε ένα βανάκι τής ΕΡΤ3, τιμής ένεκεν φυσικά, αλλά και για να κάνει αναμεταδόσεις όποτε απαιτείται. Γενικά η έκθεση θα είναι δυναμική και διαδραστική. Μπορούμε να εντάξουμε και άλλα πράγματα: τεκμήρια από τον αγώνα των αντιφά, αφιέρωμα στην εξέγερση του Δεκέμβρη και στην απεργία πείνας των πολιτικών κρατούμενων στις φυλακές, αφιερώματα σε καλλιτέχνες που αντιστάθηκαν… Έχουμε πολλές ιδέες και τις επεξεργαζόμαστε».
Ξαφνικά, οι δύο οδηγοί σταμάτησαν. Μπροστά τους υπήρχε μια μεγάλη σκοτεινή σκηνή χωρίς φανάρι. Δίπλα, ένα καμένο φορτηγό. Από μέσα όμως ακουγόταν θόρυβος: χτυπήματα και κάτι αραιά βογγητά. Από έξω υπήρχε ένα πανό που έγραφε: «Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΧΡΥΣΟ».
«Εδώ θα γίνει ένα θεατράκι για performance. Το έχουμε δώσει ήδη στα παιδιά από τις Σκουριές. Θυμάστε, ε;… Δίνουν ταξική συνείδηση σε κάποιους μεταλλωρύχους. Δεν πιστεύω να θέλετε κι εσείς;» ρώτησε περιπαικτικά η επιμελήτρια.
Ο Ράμπο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ο Β.Β. και ο μουσικός αλληλοκοιτάχτηκαν έντρομοι. Όλα τα θολά φώτα στον καταυλισμό είχαν παγώσει κι εκείνα.