Οι επιβάτες της Κυριακής

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Οι επιβάτες της Κυριακής

Οι διαδρομές της Κυριακής έχουν ποικιλία, και οι κυριακάτικοι επιβάτες ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές κατηγορίες. Καλοντυμένοι ηλικιωμένοι που ανταλλάσσουν επισκέψεις ή επισκέπτονται παιδιά και εγγόνια, ξενυχτισμένοι νεαροί που έχουν υποσχεθεί στους δικούς τους ότι θα φάνε μαζί το μεσημέρι, οικογένειες που τρέχουν να προλάβουν κάποια κοινωνική υποχρέωση, άνθρωποι μόνοι που δεν σταματούν να μιλούν σε όλη τη διαδρομή.

 

Καλοντυμένη και μυρωδάτη ηλικιωμένη κυρία προσπαθεί να βολευτεί κρατώντας μία μεγάλη, επίσης μυρωδάτη, κατσαρόλα.

«Καλημέρα, κορίτσι μου. Με συγχωρείς για την κατσαρόλα, πάω για φαγητό στην κόρη μου και τους έφτιαξα κάτι που τους αρέσει».

Η κυρία —που είναι μεν καλεσμένη για φαγητό, αλλά μαγείρεψε εκείνη το γεύμα— είναι από εκείνες που θα ήθελες να έχεις για μαμά: πρόσχαρη, χαμογελαστή, γλυκομίλητη, με αφράτα χέρια που μαντεύεις ότι αγκαλιάζουν ζεστά, αλλά και φτιάχνουν νοστιμιές σαν κι αυτή που βρίσκεται στην κατσαρόλα και που η μυρωδιά της μου γαργαλά επίμονα τη μύτη.

«Γιουβαρλάκια», λέει ξαφνικά η κυρία σαν να έχει μαντέψει τη σκέψη μου. «Τι οφείλω;» ρωτά φτάνοντας στον προορισμό μας.

«Καθίστε να βγάλω ένα πιάτο να μου το γεμίσετε και είμαστε εντάξει», της απαντώ, γελάμε μαζί δυνατά, μου αραδιάζει ένα σωρό ευχές και κατεβαίνει για να πάει στους δικούς της.

 

Είναι προχωρημένο μεσημέρι, και νεαρός με μόλις το ένα μάτι ανοιχτό κάθεται δίπλα μου μιλώντας στο κινητό:

«Ναι, ρε μάνα, έρχομαι, αφού σου είπα θα φέρω εγώ φαΐ, μην κάνεις τίποτα…»

Ψελλίζει τον προορισμό μας και αμέσως μετά αφοσιώνεται στο κινητό του αναζητώντας κάποιο μαγειρείο.

«Της είπα ότι θα πάω για φαγητό σήμερα. Τι το ’θελα! Δέκα τηλέφωνα από το πρωί τι ώρα θα πάω και τι θα φάμε!»

«Τι να κάνει κι εκείνη, έχει χαρά που θα σας δει», απαντώ, νιώθοντας ότι ζω σκηνή από το δικό μου μέλλον.

«Ξέρετε κανένα εστιατόριο να σταματήσουμε; Τι να πάρω, κοντεύει κι απόγευμα».

Εννοείται ότι ξέρω εστιατόριο, τι ταρίφας θα ήμουν, άλλωστε.

Ο νεαρός είναι πολύ ευχαριστημένος και με ευχαριστεί ξανά και ξανά κρατώντας στην αγκαλιά του το πακέτο με το ζεστό φαγητό.

Φτάνοντας, βλέπω μια καλοστεκούμενη μεσήλικη να περιμένει με χαμόγελο στο κατώφλι μιας πολύ ωραίας μονοκατοικίας. Ανοίγει τα χέρια της ευχαριστημένη από την πολυπόθητη άφιξη και μαλώνει γλυκά τον νεαρό για την αργοπορία του.

Τους κοιτώ συγκινημένη και φεύγω.

 

Κύριος με κοστούμι και πολλά νεύρα κάθεται δίπλα μου.

«Περιμένετε λίγο, έρχονται και οι υπόλοιποι».

Οι υπόλοιποι είναι η κυρία του κυρίου, που προσπαθεί να ισορροπήσει στα τακούνια της, και ένα αγόρι.

«Άντε, ρε παιδί μου, μία ώρα, τελευταίοι θα πάμε πάλι», λέει ο κύριος μόλις κάθονται όλοι στο πίσω κάθισμα.

«Τι να κάνω, δεν προλάβαινα, σταμάτα τώρα», απαντά νευριασμένα η κυρία.

«Εγώ σας το είπα, δεν ήθελα να έρθω, θα βαρεθώ», ακούγεται το αγόρι με ύφος που γνωρίζω καλά, εμφανώς ενοχλημένο που υποχρεώθηκε να αποχωριστεί την άνετη φόρμα του και να παραστεί στην κοινωνική υποχρέωση της οικογένειας.

Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη, αντίθετα από την ένταση μεταξύ των μελών της οικογένειας. Φτάνοντας στον προορισμό μας, κι ενώ αποβιβάζονται, ο κύριος λέει:

«Τα βλέπετε τι τραβάμε, ακόμη και την Κυριακή τρέχουμε!»

«Δείτε το θετικά, τουλάχιστον τις Κυριακές τρέχετε όλοι μαζί, τις υπόλοιπες ημέρες τρέχει ο καθένας μόνος του».

Εκτός από την αμοιβή μου, εισπράττω και ένα βλέμμα, Άσε μας, κοπέλα μου, κυριακάτικα, και ο κύριος φεύγει, ακολουθώντας τη σύζυγο και το παιδί.

 

Πειραιάς. Με σταματά κυρία γύρω στα τρίτα –ήντα, η οποία αρχίζει να μιλά με το που κάθεται:

«Κάθε Κυριακή έρχομαι να δω τη φίλη μου. Είναι μεγαλύτερη από εμένα κι εκείνη δεν μπορεί να μετακινηθεί το ίδιο εύκολα. Πίνουμε τον καφέ μας, τρώμε, παίζουμε το χαρτάκι μας και δίνουμε ραντεβού για την επόμενη Κυριακή», μου εξηγεί και συνεχίζει ακάθεκτη με πολλές λεπτομέρειες για την ίδια και τη φίλη της.

Βάζω τον πλοηγό και ξεκινώ.

«Μπορούμε να μην πάμε από μέσα; Να με πάτε από τη θάλασσα, σας παρακαλώ. Τις Κυριακές που έρχομαι εδώ είναι η μόνη ευκαιρία που έχω να δω λίγο τη θάλασσα από κοντά. Κι αν γίνεται να σταματήσουμε και λίγο…»

Η επιθυμία της κυρίας μού αρέσει τόσο πολύ, που δεν της χαλώ το χατίρι.

«Κάνουμε κι ένα τσιγάρο πριν συνεχίσουμε;» ρωτά πάλι η κυρία με ύφος μικρού παιδιού που θέλει να κάνει κάτι ακόμη που του αρέσει, κάτι γουστόζικο, πριν το βάλουν για ύπνο.

«Κάνουμε», της απαντώ.

Η κυρία καπνίζει σιωπηλή, αναστενάζει, σβήνει το τσιγάρο και με ευχαριστεί θερμά.

«Άντε πάμε τώρα, την άλλη Κυριακή πάλι».