Σχέδια και προσδοκίες
Κλήση στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Νεαρή κυρία ανηφορίζει προς το μέρος μου, κρατά τσάντα, κλειδιά, κινητό, παλτό και δείχνει να μιλά μόνη της. Κάθεται στο πίσω κάθισμα.
«Αχ, τι καλά που ήρθατε, κάλεσα γυναίκα οδηγό για να μου κουμπώσει το φερμουάρ του φορέματος, δεν τα καταφέρνω μόνη μου», λέει ζωηρά και στρέφει την πλάτη της για να μπορέσω να τη βοηθήσω. «Σκέφτηκα να παρακαλέσω τον ωραίο μου γείτονα να το κάνει, αλλά δεν τον ξέρω τον άνθρωπο», συνεχίζει αστειευόμενη.
«Καλά κάνατε, δοκιμάστε μια λιγότερο επιθετική προσέγγιση του γείτονα, την παλιά δοκιμασμένη συνταγή της ζάχαρης που σας τελείωσε, ας πούμε».
Γελά δυνατά, μου λέει τον προορισμό της, έχει συνέντευξη για μια νέα δουλειά που τη θέλει πολύ. Χωρίς να πάρει ανάσα, μου εξιστορεί πώς έφυγε από την προηγούμενη δουλειά της, πόσο πολύ θέλει αυτή, πόση αγωνία έχει, πόσο θέλει να πετύχει. Φτάνοντας, με ρωτά πώς δείχνει, πώς ακούγεται και μου ζητά να της ευχηθώ καλή τύχη.
«Είστε μια κούκλα, ακούγεστε πολύ αγχωμένη, καλή τύχη», της απαντώ και συνεχίζω την πορεία μου.
Πάω στοίχημα πως την πήρε τη δουλειά.
Η επόμενη επιβάτιδα είναι κι αυτή νέα, αλλά δεν έχει τον ενθουσιασμό και την προσμονή της προηγούμενης. Δείχνει μάλλον απογοητευμένη. Και είναι.
«Ζούσα και εργαζόμουν κάποια χρόνια στην Ολλανδία. Είχα δουλειά πάνω στο αντικείμενό μου, αλλά γύρισα στην Ελλάδα πριν από τέσσερα χρόνια με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να συνεχίσω να κάνω κι εδώ αυτό που αγαπώ. Δυστυχώς, διαψεύστηκα. Τώρα προσπαθώ να ξαναφύγω, δεν θα τα καταφέρω εδώ, το βλέπω».
Μου μιλά για το πράγματι πολύ ενδιαφέρον αντικείμενο των σπουδών και της δουλειάς της, για τα διάφορα προγράμματα που είχε καταφέρει να υλοποιήσει στο εξωτερικό και για τη μεγάλη της επιθυμία να τα έκανε πράξη και στην Ελλάδα. Είναι τόση η ανάγκη της να μιλήσει, που, ενώ φτάνουμε στον προορισμό της, μου ζητά να κάνω λίγο στην άκρη για να συνεχίσουμε την κουβέντα.
Καθώς κατεβαίνει και απομακρύνεται, την παρακολουθώ με θαυμασμό και θλίψη ταυτόχρονα.
Η Ολλανδία θα της πηγαίνει καλύτερα, σκέφτομαι.
Ο επόμενος επιβάτης είναι πραγματικά πολύ θυμωμένος. Μπαίνει φουριόζος, χτυπά δυνατά την πόρτα, μου πετά ξερά τον προορισμό του χωρίς καν μια καλημέρα. Κρατά πολλά χαρτιά και βρίζει ψιθυριστά. Μετά από λίγη ώρα, γυρίζει και μου λέει:
«Συγγνώμη που μπήκα έτσι, ούτε καλημέρα δεν σας είπα, αλλά είμαι απελπισμένος. Είμαι ελεύθερος επαγγελματίας, χωρισμένος και έχω δύο κόρες».
«Ε, τότε έχετε κάθε λόγο να είστε απελπισμένος, σας καταλαβαίνω όσο δεν φαντάζεστε».
Ξεθαρρεύει κι αρχίζει να μου λέει τον πόνο του. Πόσο δύσκολα τα βγάζει πέρα, πόσο πολύ έχει μειωθεί η δουλειά του και πόσο έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις του, τι σκέφτεται να κάνει μήπως και βρει κάποια λύση.
«Αν δεν ήταν οι κόρες μου, θα έφευγα. Έξω με περιμένει καλύτερη εργασιακή καθημερινότητα. Αλλά δεν αντέχω να μην τις βλέπω να μεγαλώνουν — δεν θα το αντέξω».
Στο τέλος της διαδρομής, μου δείχνει μια φωτογραφία των κοριτσιών του. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να αντέξεις μακριά τους.
Ευχόμαστε ο ένας στον άλλον καλή τύχη και συνεχίζουμε.
Παραλαμβάνω την επιβάτιδα που με κάλεσε από το εκθεσιακό κέντρο του αεροδρομίου. Η διαδρομή είναι μεγάλη κι έχουμε την ευκαιρία να πούμε πολλά.
«Παλεύουμε να μην κλείσουμε, να διατηρηθούμε ζωντανοί μέχρι να περάσει το κακό», μου λέει αφού μου έχει διηγηθεί τις περιπέτειές της ως καταστηματάρχισσα τα τελευταία χρόνια. «Στο τέλος του 2014, είχαμε καταφέρει να έχουμε θετικά αποτελέσματα στην επαρχία και ελάχιστα αρνητικά στην Αθήνα. Ήταν μια αχτίδα φωτός. Το τελευταίο έτος, όλα πηγαίνουν προς τα πίσω, προς το χειρότερο, με αποκορύφωμα τον Ιούλιο, έναν παραδοσιακά καλό μήνα για εμάς. Βλέπαμε τους προμηθευτές μας να καταστρέφονται ένας-ένας, και σχεδόν όλη η χρονιά να πηγαίνει στράφι».
Η συζήτηση συνεχίζεται ζωηρά, φτάνουμε στο σπίτι της κυρίας, που με έναν τόνο απογοήτευσης στη φωνή μού λέει:
«Αν συνεχίσουμε έτσι, θα τα κλείσουμε όλα και θα φύγουμε. Αλλά δεν θέλω, θέλω να το παλέψω ακόμη».
Κουνάω το κεφάλι.
«Αντίο, καλή τύχη σε όλους μας», λέει, και φεύγει.
Αναστεναγμός, πρώτη ταχύτητα, έτερος. Και καλή τύχη.