Οι δυνάμεις της ακινησίας
Χθες έκατσα και παρακολούθησα μετά από πολύ καιρό δελτίο ειδήσεων, το οποίο φυσικά ασχολήθηκε εκτενώς με τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Το ρεπορτάζ ήταν από πολλά μέρη της Ελλάδας. Οι επικεφαλής των συντονιστικών οργάνων μιλούσαν στο μικρόφωνο. Οι δηλώσεις τους κράτησαν συνολικά περίπου πέντε λεπτά — πολύς τηλεοπτικός χρόνος. Από όλες τις δηλώσεις, δεν ειπώθηκε πουθενά ποια είναι η πρότασή τους. Παντού ξερά, «Δεν θα περάσει», «Θα κόψουμε την Ελλάδα στα δύο», «Διάλογος μόνο από μηδενική βάση», «Μην πατήσει κανείς το πόδι του εδώ», «Αν δεν υποχωρήσουν, θα πνίξουμε την Αθήνα» κλπ., με το γνωστό «αγωνιστικό», ξερό και ευθύ ύφος. Μόνο απειλές, χωρίς ενημέρωση και χωρίς πρόταση. Μετά από πέντε λεπτά, δεν κατάλαβε κανείς τι ζητούν και τι αντιπροτείνουν. Ναι, αντιδρούν στο Ασφαλιστικό όπως όλοι οι κλάδοι, αλλά ο συγκεκριμένος κλάδος τι λύση έχει να φέρει στο τραπέζι; Γιατί δεν βγήκε έστω ένας από τους είκοσι περίπου παλικαράδες και με ένα απλό παράδειγμα, για έναν αγρότη, ας πούμε, με εισόδημα 1.000 ευρώ, να ενημερώσει την κοινή γνώμη πόσο θα του κοστίσει το νέο Ασφαλιστικό και Φορολογικό; Για να ξέρω κι εγώ, στη συνέχεια, πόσο αδικείται ο αγρότης σε σχέση με μένα και σε σχέση με άλλους κλάδους, και για να αποφασίσω αν δικαίως είναι τόσο εξοργισμένοι που ανοιγοκλείνουν τις εθνικές οδούς, όπως και όποτε τους κατέβει.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι απεργιακές κινητοποιήσεις ή οι αυθαίρετες καταλήψεις δημοσίων χώρων ποτέ δεν έφερναν κάποια άλλη πρόταση. Ήταν αυστηρώς κλαδικές —δηλαδή εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα ενός και μόνο κλάδου— και κατά κανόνα επιβαρυντικές προς την υπόλοιπη κοινωνία. Ένα άκρως φασιστικό είδος δράσης, που πηγάζει από την άρνηση για καθετί νέο, χωρίς όμως η ευθύνη της λύσης να βαραίνει τον καθεαυτό κλάδο. Ο κρατικός «Πατερούλης» οφείλει να προτείνει λύσεις, και ο κλάδος να τις απορρίπτει ή να τις εγκρίνει — φυσικά, οι λύσεις που ζητούν θυσίες και συμβιβασμούς απορρίπτονται πριν καν διερευνηθούν τα αποτελέσματά τους.
Όταν μιλάμε για συντεχνίες, αναφερόμαστε σε αυτού του είδους την κλαδική νοοτροπία: «Αλλάξτε όσο θέλετε τη χώρα, αλλά χωρίς να πειράξετε τον δικό μου κλάδο. Πάρτε τα από τον γείτονα. Όχι από μένα. Πώς; Δεν με αφορά αυτό εμένα, κόψτε το κεφάλι σας». Σε όποιο χωριό ή πόλη της επαρχίας και αν πας, όποιον αγρότη και να ρωτήσεις, θα σου πει ότι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί ήταν από τους πιο διεφθαρμένους και κομματικοποιημένους φορείς που πέρασαν ποτέ από τη χώρα. Οι οργανισμοί αυτοί, δηλαδή, που δημιουργήθηκαν ώστε να δώσουν αξία στο ελληνικό αγροτικό προϊόν είχαν γίνει τσιφλίκια σε κάθε τοπική οικονομία. Πόσοι αγρότες έβγαλαν εξοργισμένοι τα τρακτέρ στους δρόμους για να καταγγείλουν την αδιαφορία του κράτους απέναντι σε αυτό το φαινόμενο; Θα σας θυμίσω εγώ: κανένας. Διότι αυτά ήταν ενδοσυντεχνιακά καμώματα. Μαφιόζοι και συμμορίες που λυμαίνονταν τις τοπικές αγροτικές οικονομίες. Ό,τι συμβαίνει στον κλάδο, μένει στον κλάδο. Άγραφος νόμος τιμής.
Αυτοί οι παλικαράδες λοιπόν, που είχαν βγει χτες στο δελτίο ειδήσεων και απειλούσαν εσένα και μένα ότι θα κλείσουν επ’ αόριστον αεροδρόμια, λιμάνια, τελωνεία, δρόμους και θα γεμίσουν την Αθήνα με τρακτέρ, χωρίς ένας από αυτούς να μας πει τι αντιπροτείνει, κάνουν αυτό που εδώ και δεκαετίες κάνουν όλες οι συντεχνίες της χώρας. Ζητούν την αλλαγή, την πρόοδο, τον εκσυγχρονισμό, χωρίς όμως τη συμμετοχή των ίδιων. Ζητούν να γίνουν θυσίες σε κοινωνικό επίπεδο, χωρίς όμως το δικό τους μερίδιο σε αυτό — και χωρίς φυσικά να ενδιαφέρονται να κάτσουν κάτω, να μελετήσουν και να προτείνουν κάποια εναλλακτική λύση. Ζητούν να «καθαρίσει» η χώρα, χωρίς όμως να «καθαρίσει» ο κλάδος τους. Χωρίς καν να μπουν στον κόπο να ενημερώσουν εσένα και μένα τι είναι αυτό που αξίζει τον αποκλεισμό των δρόμων και όλες αυτές τις απειλές. Γιατί, πολύ απλά, τόσο αυτοί, όσο και όλες οι συντεχνίες που συνεχίζουν και λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα, τους δημόσιους χώρους, την κοινωνική πρόνοια των επόμενων γενεών και τα δικαιώματα των υπόλοιπων φορολογούμενων πολιτών, δεν ενδιαφέρονται για τη χώρα — ενδιαφέρονται ανέκαθεν για την πάρτη τους.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον «θέαμα» που εξελίσσεται μπροστά μας, και θα εξελίσσεται για κάποιο καιρό ακόμα, είναι ότι για πρώτη φορά η φασίζουσα αυτή νοοτροπία αντιτάσσεται απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Στέκεται δηλαδή μπροστά στον καθρέφτη. Η σημερινή κυβέρνηση, που τόσο περίτεχνα, και επί χρόνια, «έσπερνε» την αντίδραση-για-την-αντίδραση, καλείται σήμερα να «θερίσει» τους κόπους της.
Θα είμαστε εδώ για να μαρτυρήσουμε τη σταδιακή πτώση και των δύο.