Γιασίν
Εγώ γιατί να μην τύχω τον Γιασίν, γαμώτο; Το κωλοπαίδι ο Μπουλέτσος τον έχει δυο φορές. Και σιγά το σπάνιο, εδώ που τα λέμε. Αλλά άμα δεν το έχεις εσύ και το έχει ο άλλος, γίνεται σπάνιο, έστω μόνο για σένα. Και δεν το αλλάζει κιόλας. Δύο φράγκα καναζίνα και δυο πλακέτες λουλάκι. Περισσεύει ένα και είκοσι. Δεν φτάνει για να πάρω Μέλο. Τι να κάνουμε τώρα. Περπάτα και σκάσε.
Έτσι ξεκινούσε εκείνο το πρωί της Δευτέρας, που για πρώτη φορά μετά από μήνες γύρισε και στο σχολείο ήταν απογευματινός τη Δευτέρα και πρωινός την Πέμπτη. Το μπακάλικο του κυρ Τρύφωνα. Ήταν εκεί στην πλατεία στη γωνία δίπλα στο καφενείο. Απέναντι ο Μπότης που νοίκιαζε ποδήλατα. Συνήθως οι ποδηλατάδες ήτανε κωλόμποι και κωλομπάρευαν τα πιτσιρίκια. Κάτσε να σε πιάσω ν’ ανέβεις. Ψηλό είναι αυτό για σένα, και τέτοια περίεργα. Και όλο και πιάνανε κάνα μπουτάκι και κάνα τρυφερό παιδικό κωλαράκι. Απέναντι ήτανε το μανάβικο του θείου Χρήστου. Ψηλός και παλικάρι ωραίο στα νιάτα του, σίγουρα εκεί στη Χαβίανα έκανε θραύση. Τώρα γερνάει και γέρνει σιγά-σιγά. Στη Χαβίανα, επαρχία Χαλδίας έξω από την Άρδεσσα που σήμερα τη λένε Τορούλ, στον συνοικισμό των Αντωνάντων, έμεναν και οι Γαλαίοι. Ο πατέρας του θείου Χρήστου, επίτροπος στην εκκλησία και από τους κριτές στις εξετάσεις για το ημιγυμνάσιο. Ο παππούς ο Πανίκας, προπάππος του θαυμαστή του Γιασίν, το έλεγε και το ξανάλεγε πως ο Γαλαίος είπε στον πατέρα του να τον στείλει στο γυμνάσιο κι αυτός αρνήθηκε, λόγω πενίας και ανέχειας. Και ο μικρός Πανίκας τότε μετανάστευσε, να πάει να δουλέψει στην Οντέσσα. Άκων υπεβλήθην τη σκληρά ανάγκη. Δοτικές με υπογεγραμμένη, που λέει ο κυρ Πασχάλης, ο δάσκαλος, αυτός που παίζει βιολί, εκεί από την άλλη γωνία στην πάροδο Μαυρομιχάλη, απέναντι από της νονάς το σπίτι. Ο νονός ήρθε από τον Πόντο στην Αθήνα μπαλαδόρος και έπαιξε κάποιο φεγγάρι και στην ΑΕΚ τότε. Ένα μικρό υπόγειο, κάτω από την κουζίνα, που έκλεινε η εξωτερική του είσοδος και η σκάλα καθόδου με λαμαρινένιο καπάκι, ήταν το βασίλει’ο του, τα αρχεία του, οι παλιές φωτογραφίες, κι άκουγε ιστορίες από τον παλαιό εύζωνα της προεδρικής φρουράς και κακοπαθημένο πολεμιστή του αλβανικού μετώπου. Και τα δύο σπιτάκια, στην πλατεία, ήταν κτίσματα του γαλλικού στρατού, μάλλον φυλάκια για την είσοδο στο στρατόπεδο που ήταν εκεί μέχρι και το ’19.
Τι παίρνεις, γαμώτο, με μία και είκοσι; Μαστίχες, ρε χαζέ. Μισό φράγκο και έχουν κράτη και σημαίες, ή από τις άλλες που έχουν εθνικές ενδυμασίες. Μπορεί να τύχεις Ανδόρα ή και Ολλανδία.
Το μυαλό κολλημένο στον Γιασίν, αλλά και στην γκοφρέτα. Άλλο γκοφρέτα, άλλο μια τσιχλόφουσκα. Δεν τις γούσταρε κιόλας γιατί δεν μπορούσε να φτιάξει καλές φούσκες, κόλλαε το άσπρο απομεινάρι γύρω απ τα χείλια και τον κοροϊδεύανε οι άλλοι. Σάμπως δεν τον κορόιδευαν επειδή δεν μπορούσε, το φλώρι, να ρευτεί όποτε ήθελε; Ενώ ο Σούλης, αυτός με τα περιστέρια ρε και την ωραία αυλή, έλεγε μέχρι και τον εθνικό ύμνο με ρέψιμο. Αυλή περιποιημένη, σκαμμένη και καλοφυτεμένη από τον πατέρα του, που δεν του άρεζε καθόλου που άφηνε ο γιος του τα περιστέρια να αλωνίζουν εκεί μέσα και να κάνουν ζημιές στα λαχανικά του. Αλλά από την άλλη τα γούσταρε κιόλας τα περιστέρια, όταν τα έριχναν ένα χαβά ή για να κατεβάσουν τα ξένα, τα περιστέρια του Μπαταλαμά, των δίδυμων, επάνω από το γήπεδο του Μεγαλέξαντρου, και των άλλων περιστεράδων, πάνω από την περιοχή της Ελβετίας, αλλά και μέχρι το Βρυσάκι, από τη μια, και το Ντεπώ, από την άλλη, έφταναν τα αγιάρικα του Σούλη και κουβαλούσαν τα κολλητάρια τους από τον ουρανό. Τα κατέβαζε ο Σουλάρας κάνοντας φτερό, ρίχνοντας λίγο σπόρο στο χώμα για να δελεάσει τους ξένους επισκέπτες, και κατέβαιναν κάτι φούρλες, κάτι παλάκια, κάτι παργαλάτσοι, για να τα οδηγήσει με το καλάμι σιγά-σιγά στο κουμάσι, γιατί απόφευγε να χρησιμοποιεί καπάντζα, μήπως και τα τρομάξει, τα ξένα πάντα εννοείται, και φύγουν. Και μετά τα έβγαζε και τους έβαζε και παραμάνα στο φτερό για να τα αναγνωρίζει και να γίνονται αγιάρικα. Το πιο καλό όμως ήτανε όταν κάποια απογεύματα τα έβγαζε ζευγαράκια στην αυλή για να ερωτευτούν και να τα φτιάξουν και γύρναγαν κύκλους, γύρω-γύρω, μπροστά η θηλυκιά και πίσω ο αρσενικός, και όλο γρου και γρου και όλο φουσκώματα και τσαλίμια, μέχρι να την καταφέρει να τη βάλει από κάτω ο τσαρουχλής, και μετά το επόμενο ζεύγος.
Και γαμώ τα χαρτάκια του, έφτασε να έχει περίπου εκατόν ογδόντα και το μεσημέρι θα έπαιζε στο σχολείο ντουβαράκι ή κάτω χαμηλά, νούμερα. Αλλά προτιμούσε το ντουβαράκι, γιατί ήτανε γενικά πιο ψηλός από τους συμμαθητές του και έριχνε από όποιο ύψος ήθελε και τους καπάκωνε τα δικά τους. Μαγκιά για. Ο γιος του κυρ Τρύφωνα, ο Θεόφιλος, καλό παιδί και συμμαζεμένο, πολύ μεγαλύτερος από όλους μας, έβαζε με το μαστραπά την καναζίνα από τον ντενεκέ και όλο και τριβέλιζε το μυαλό του.
Τι άλλο με είπε η γιαγιά και δεν το θυμάμαι, τι άλλο ζήτησε η Τραντούλα μου και μου ξεφεύγει, να αυτά τα χαρτάκια πάλι με έκαναν να ξεχάσω, τι άλλο με είπε. Εδώ είναι η καναζίνα και το λουλάκι, να και τα ρέστα, βάλ’ τα στην τσέπη για να έχεις ελεύθερα τα χέρια σου. Κράτα γερά το μπουκάλι μη σε πέσει. Άμα πάω πιο πάνω, εκεί στον Κυριάκο τον κοτοπουλά, ίσως βρω τον παππού μου και πάρω κάνα μισόφραγκο να συμπληρώσω για την γκοφρέτα ή με πει να του πάρω το Άρωμα το σκέτο που καπνίζει, οπότε πάντα κάτι περισσεύει και για μας. Αλλά να περάσω παραπάνω από το περίπτερο του κυρ Λευτέρη, μόνος και μάλιστα άνευ αδείας αρμοδίας αρχής, σημαίνει παράβαση του κώδικα και δεν χωράει άλλο το ποινολόγιο γι’ αυτή τη βδομάδα που μόλις άρχιζε. Ήδη η κοπάνα το Σαββάτο, για να πας μαζί με τους άλλους για πουλιά πίσω από την Ελβετία, αντιμετωπίστηκε με πολύωρο αποκλεισμό στη μουριά και πείνα απερίγραπτη, μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι που φάγαμε με τον παππού, τον άλλον, τον ισταμπουλού, που μ’ έλεγε τενεκέ ως χαϊδευτικό. Κόψε μας ό,τι άλλο θες, ρε μάνα, αλλά όχι και το φαΐ.
Στο περίπτερο ήταν η κόρη του κυρ Λευτέρη, καναδυό χρόνια μεγαλύτερη του, και ντρέπονταν να τη ζητήσει βερεσέ. Πώς να την πει τώρα, Θα σ’ τα δώσει ο παππούς μου, που θα τον έβλεπε αυτή αφού θα πήγαινε σχολείο. Θα τα έγραφε και τότε μπορεί να τα ζητούσε ο κυρ Λεφτέρης από τη γιαγιά, το απόγεμα μετά τον εσπερινό, ή από τη μάνα του όταν θα ανηφόριζε το βραδάκι για να συναντήσει τις φιλενάδες της εκεί στο κομμωτήριο της Μαριάνας, απέναντι από το γιαπί της καινούργιας της εκκλησίας.
Άσε καλύτερα, δεν σηκώνει το κλίμα κι άλλα. Καλύτερα να πάω πίσω γρήγορα. Ξεχάσαμε και κάτι, σίγουρα. Σκατά, πίσω βούουουρ.
Πέρασε μπροστά από το ταχυδρομείο με τις ωραίες σκάλες από μωσαϊκό. Απέναντι ήτανε το σπίτι της Χαρούλας που ήτανε πρωταθλήτρια στο τρέξιμο και είχε γκόμινο τον Παπανικολάου, που πήδαγε με το κοντάρι και ήταν και στη διαφήμιση Πού πας; Ξέχασα να βάλω μπριλκρίμ, που την έβλεπε πάντα στα διαλείμματα που τα έκαναν για να πιούμε Ταμ-Ταμ στο σινεμά, τα Αστέρια, και που ο παππούς Γρηγόρης δεν εννοούσε να το καταλάβει ότι, αν δεν πιούμε Ταμ-Ταμ, τότε τι νόημα είχε το διάλειμμα; Και χάναμε και τη σειρά από το έργο; Παλιά μυαλά, δεν καταλαβαίνουν. Και μάλιστα μια φορά έπεσε σύρμα ότι ήρθε ο Παπανικολάου στη γειτονιά να δει τη Χαρούλα και στηθήκαμε απέξω από το σπίτι, αλλά τίποτε, ούτε ήρθε ούτε έφυγε, τζάμπα περιμέναμε. Αλλά αυτουνού του καλάρεσε γιατί στεκόντανε δίπλα-δίπλα με την Αννούλα την αδερφή του Γρηγόρη, εκείνο το αγγελικό πρόσωπο που μια φορά που την είδε ντυμένη Οδηγίνα φαγώθηκε να πάει κι αυτός εκεί. βρε αμάν, Οδηγές είναι τα κορίτσια και τα αγόρια προσκόποι, του ’λεγε η γιαγιά, γιατί το να πάει κατηχητικό, ως εναλλακτική λύση, ήταν απαγορευμένο από τον μπαμπά, με το μαχαίρι, που τον έδιωξαν από την εκκλησία που ήταν ψάλτης, ο καλύτερος, επειδή αρνούνταν να πει το πολυχρόνιο για τους βασιλιάδες. Και καθότανε εκεί με τις ώρες και καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι όχι γιατί θα έβλεπε τον πρωταθλητή αλλά γιατί δίπλα της ένιωθε ότι νοερά έστω τα φτιάξανε εκείνη την ώρα της αναμονής. Δίστασε να πάει παραπάνω και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
Να δεις τελικά ότι με είπε να πάρω κάτι ακόμα και το ξέχασα.
Στο καφενείο του Βακαλέρη κάθονταν ο παππούς ο Πανίκας, πατέρας της γιαγιάς Τράντας και της νονάς και μέντορας του. Είχε, για, το όνομα του γιου του που σκοτώθηκε άδικα των αδίκων στη μάχη της Κλεισούρας. Ο παππούς είχε το συνήθειο μετά από μια ιστορία να δίνει κάνα δίφραγκο ή τάλιρο, έπρεπε όμως εκεί να σταθείς να περιμένεις να τελειώσει η διήγηση ειδεμή δεν έβλεπες φράγκο.
Δεν έχουμε ώρα για χάσιμο να τα πάω πίσω και μετά έρχομαι και ζητάω καταπώς πρέπει και πάω να νοικιάσω και κάνα εικοσάλεπτο ποδήλατο, αλλά τώρα πρέπει να πάω τα πράματα, τι ξέχασα ρε γαμώτο; τι ξέχασα να πάρω;
Τρία πράματα σε είπανε, τα δύο έφερες, η κοφρέτα σε έφαε κι ενέσπαλες ντο είπα σε, να χαθείς να χαθείς.
Τα φράγκα δεν έφτασαν, καλέ γιαγιά, πώς να τα έπαιρνα όλα;
Είπα σε, όσα απομείνουν έπαρ νιφάδες να πλένω και του μωρού τα ρούχα και τα πανία και όλα. Α τώρα ντο θα εφτάμε; Έπαρ το δίφραγκο και πήγαινε τρέχοντας. Όμως πουλάκι θα ίνεσαι και θα έρχεσαι οπίς, ντο θα λέω τη μάνα νε σουν άμα δε σε βρει αδακά θα σκοτών μας. Τρέχα, είπα σε, ακόμα αδά στέκεσαι;
Ένα είκοσι που περίσσεψαν θα βάλω και οκτώ δεκάρες από το δίφραγκο και θα πάρουμε τη Μέλο. Και νιφάδες μία και είκοσι, όλα μια χαρά βολεύονται.
Θεόφιλε, για όλα τα λεφτά νιφάδες σαπουνιού Μασσαλίας, είπε η γιαγιά μου.
Ξέχασες πριν, έεε; Πού τρέχει το μυαλό σου, ρε; Στη μπάλα συνέχεια ή στην Αννούλα του Γρηγόρη;
Κι αυτός πού ξέρει για την Αννούλα μου; Άραγες ξέρει κι αυτός ότι τα είχαμε εκείνο το απόγεμα έξω από της Χαρούλας το σπίτι; Μάλλον θα μας πήρε κάνα μάτι, ρε γαμώτο, μη το μάθουνε τώρα όλοι.
Άντε ρε, μικροί είμαστε, δεν κάνουμε τέτοια εμείς. Εμείς πάμε στο σχολείο, τι νόμισες;
Μέχρι κι ο Γιαμπανάς το πήρε χαμπάρι, όχι εμείς οι άλλοι.
Γιατί, πού ήτανε ο Γιαμπανάς και τι ξέρει αυτός; Αυτός μόνο καβούρια πουλάει και γαμάει τη γαδούρα του.
Σσσσσς, σώπα βρε, τι είναι αυτά που λες; παιδί του σχολείου εσύ.
Ε να, καλέ, εσύ με είπες ότι ο Γιαμπανάς σε είπε ότι τα ’φτιαξα με την Αννούλα, μόνο εκείνο το απόγεμα τα φτιάξαμε, μετά δεν έχει. Καρδερίναααα, δώσε με μια Μέλο. Δώσε να διαλέξω μη με πέσουνε πάλι διπλά και τριπλά.
Τελείωσαν και δεν έφερε ακόμη ο έμπορας, του το είπε ο πατέρας μου από χτες, αλλά σήμερα δεν ήρθε ακόμη από την αγορά για να τις φέρει, το απόγεμα έλα.
Ναι, ναι, το απόγεμα που έχουμε σχολείο θα έρχομαι εδώ για να πάρω τη γκοφρέτα. Χάζεψες;
Η καλή σου την πήρε την τελευταία, ήρθε με το Χριστιανούδη, χτες το απόγεμα και την πήρανε.
Και τι δουλειά είχε με το Χριστιανούδη η Αννούλα;
Γιατί, η Αννούλα είναι η καλή σου;
Όχι, αλλά να για να σε ψαρέψω το είπα.
Ναι, με το Χριστιανούδη, αφού κάθονται δίπλα-δίπλα στα σπίτια τους, παίζανε και του ’δωσε ψιλά ο πατέρας του κι ήρθανε και πήρανε τη γκοφρέτα. Και τύχανε και τον Γιασίν.