Έρευνα εργασίας: Βιογραφικό [2]

D
Τάσος Βαβλαδέλλης

Έρευνα εργασίας: Βιογραφικό [2]

Την προηγούμενη εβδομάδα, αναφερθήκαμε στην αξία του Networking. Αυτή τη φορά θα μιλήσουμε εν συντομία για το βιογραφικό, επικεντρωνόμενοι περισσότερο σε περιπτώσεις καταρτισμένων επαγγελματιών που ψάχνουν για δουλειά.

Το καλοφτιαγμένο και καλογραμμένο βιογραφικό οδηγεί πολλούς στην αναζήτηση της «τέλειας φόρμουλας». Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό: δεν υπάρχει τέλεια φόρμουλα. Υπάρχουν, όμως, βασικές κατευθυντήριες γραμμές που βοηθούν να παρουσιάσει κάποιος τη δουλειά του, την ακαδημαϊκή εμπειρία του και την προσωπικότητά του με τρόπο εύληπτο, σαφή και στοχευμένο.

Γιατί να γράψει κάποιος βιογραφικό; Στο κάτω-κάτω της γραφής, πολλοί δεν τα διαβάζουν καν, ή τα θεωρούν δευτερευούσης σημασίας —ή αξιοπιστίας— πειστήρια ικανότητας. Κι όμως, δεν είναι έτσι.

Η σύνταξη του βιογραφικού βοηθά, καταρχήν, εμάς τους ίδιους να οργανώσουμε τη σκέψη μας γύρω από το τι θεωρούμε σημαντικό από όσα έχουμε πετύχει στην επαγγελματική ή και στην προσωπική μας ζωή. Έτσι, το καλοδουλεμένο βιογραφικό αποτελεί μία εξαιρετικά καλή προετοιμασία για μια επιτυχημένη συνέντευξη, αφού έχουμε ήδη κάνει τις επιλογές που θα θέλαμε να αναλύσουμε, ώστε να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι επιλογές αυτές, με τη σειρά τους, δίνουν ένα ισχυρό μήνυμα σε αυτόν που προσλαμβάνει για το ποιες θεωρούμε προτεραιότητές μας και για τη διακριτική μας ικανότητα. Επίσης, οι ερωτώντες έχουν συχνά μπροστά τους το βιογραφικό μας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σαν μπούσουλα, καθώς —ας μη φαίνεται περίεργο— συχνά χρειάζονται μια υπενθύμιση και ένα «χάρτη». Όταν βλέπεις δέκα υποψηφίους μέσα σε λίγες ώρες, δύσκολα θυμάσαι τις λεπτομέρειες από την καριέρα του καθενός, και το βιογραφικό είναι ένα καλό σημείο αναφοράς. Ένας έμπειρος σε συντεντεύξεις, βέβαια, δεν βασίζεται μόνο σε αυτό, μιας και δημιουργεί μεν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να γίνει μια συζήτηση που στηρίζεται στο τι έχει κάνει κάποιος στο παρελθόν, αλλά κατά βάση αναζητεί τι μπορεί να κάνει στο μέλλον. Ακόμα και οι έμπειροι, όμως, βρίσκουν αφορμές για κάποιες ερωτήσεις από το βιογραφικό μας.

Ας δούμε μαζί κάποια στοιχεία στα οποία προσωπικά δίνω μεγάλη σημασία όταν ανανεώνω το βιογραφικό μου ή όταν διαβάζω άλλων. Καταρχάς, τα βασικά:

(1) Ορθογραφικά, συντακτικά και γραμματικά λάθη δείχνουν ελλειπή προσοχή στη λεπτομέρεια ή έλλειψη γνώσεων. Αποκλείεσαι αυτομάτως. Μοιάζει αυτό τυπολατρικό; Είσαι τεράστιο ταλέντο και είναι κρίμα να κοιτά κάποιος τέτοιες «λεπτομέρειες», χάνοντας τα «ουσιαστικά προσόντα» σου; Ίσως, αλλά αντιπαραθέτω, πρώτον, ότι υπάρχουν εξαιρετικά ταλέντα που κάνουν αυτό που μπορείς να κάνεις κι εσύ χωρίς να δίνουν βιογραφικό γεμάτο ορθογραφικά λάθη, και, δεύτερον, ότι, αν αφήνεις ένα τόσο σημαντικό κείμενο να έχει εξόφθαλμα λάθη, δίνεις αμέσως το μήνυμα ότι αντιστοίχως αντιμετωπίζεις και τη δουλειά σου: τσαπατσούλικα. Η γενική εικόνα του βιογραφικού πρέπει να είναι άψογη, με καθαρή, ευανάγνωστη γραμματοσειρά, κατάλληλο διαχωρισμό μεταξύ ενοτήτων και να αναδεικνύει τις ικανότητές σου με ξεκάθαρη γλώσσα.

(2) Σε περίπτωση που το βιογραφικό είναι γραμμένο σε ξένη γλώσσα, που δεν την κατέχετε τέλεια, επιβάλλεται να το ελέγξει κάποιος που τη μιλά άπταιστα.

(3) Σε κάθε χώρα οι απαραίτητες πληροφορίες που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ή να αποφεύγονται διαφέρουν. Χαρακτηριστικές διαφορές είναι το αν χρειάζεται φωτογραφία, έτος γέννησης, οικογενειακή κατάσταση, μισθός κλπ., καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρείται ότι αυτά οδηγούν σε διακρίσεις.

(4) Τροποποιούμε το βιογραφικό μας για κάθε εταιρεία, επειδή μπορεί να θέλουμε να συμπεριλάβουμε ή να τονίσουμε άλλα στοιχεία της εμπειρίας μας ανάλογα με την προσφερόμενη θέση. Αντιστοίχως, μπορεί να χρειαστεί να τροποποιήσουμε και το ύφος, ανάλογα με το ρίσκο που είμαστε διατεθειμένοι να πάρουμε. Υπάρχουν παραδείγματα υποψηφίων που πέτυχαν να ξεχωρίσουν μέσω της μοναδικής τους προσέγγισης. Αυτές οι ιστορίες, όμως, πάσχουν από survivor bias: επικεντρώνονται στους λίγους που πέτυχαν και όχι στους πολύ περισσότερους που απέτυχαν με αυτές τις μεθόδους. Είναι ζήτημα ρίσκου. Αν δεν είμαστε σίγουροι για το αν το διαφορετικό στιλ ταιριάζει σε μας ή στην εταιρεία που στοχεύουμε, προτείνω μια πιο συντηρητική προσέγγιση.

(5) Δύο σελίδες είναι υπεραρκετές. Εξαίρεση αποτελούν τα ακαδημαϊκά βιογραφικά, όπου συμπεριλαμβάνονται η βιβλιογραφία και τα papers. Καλό είναι, μάλιστα, στο πρώτο μισό της πρώτης σελίδας να υπάρχει μία σύντομη παράγραφος που να περιέχει αυτά που θα λέγαμε σε κάποιον αν είχαμε μόνο 60 δευτερόλεπτα να τον πείσουμε για την καταλληλότητά μας, μαζί με ένα συνοπτικό, χρονολογικά ανεστραμμένο πίνακα των θέσεων και των πτυχίων-διπλωμάτων μας.

Πάμε τώρα στο περιεχόμενο, όπου βρίσκεται και το ζουμί.

Θα ήθελα να σταθώ στο πιο ευρέως διαδεδομένο σφάλμα που παρατηρώ όταν διαβάζω βιογραφικά. Ο περισσότερος κόσμος περιγράφει αναλυτικά την παρούσα ή τις προηγούμενες θέσεις και αρμοδιότητες που είχε, πιστεύοντας ότι —κατ’ επέκταση— δίνει έτσι μία ξεκάθαρη εικόνα για τις δυνατότητές του. Παρά ταύτα, έτσι παρουσιάζει απλώς τις θέσεις εργασίας από όπου πέρασε, κάτι που θα μπορούσαμε να βρούμε και σε μια εταιρική μπροσούρα, αλλά όχι τον εαυτό του. Βασικός κανόνας λοιπόν: χρησιμοποιούμε το μοντέλο CAR — Context, Action, Results. Σε κάθε πεδίο, αφού δώσουμε το όνομα της εταιρείας, τον τίτλο μας και τη διάρκεια απασχόλησης, δίνουμε επιγραμματικά τις αρμοδιότητές μας (μία αράδα αρκεί) και έπειτα αναφέρουμε 2-3 βασικές μας επιτυχίες ενόσω εργαζόμασταν εκεί. Ποιο ήταν το πλαίσιο (context), οι συνθήκες που περιγράφουν το πρόβλημα που λύσαμε ή την ευκαιρία που εκμεταλλευτήκαμε; Ποιες ήταν οι συγκεκριμένες δράσεις (action) που αναλάβαμε ατομικά ή εντός μίας ομάδας; Τι συγκεκριμένα, απτά και κατά προτίμηση μετρήσιμα αποτελέσματα (results) είχε η δράση μας; Με αυτό τον τρόπο, παρουσιάζουμε τον εαυτό μας και το πώς δρούμε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ελπίζω να είναι σαφή τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης.

Ένα άλλο λεπτό σημείο έχει να κάνει με το πώς παρουσιάζουμε τα επιτεύγματά μας στο βιογραφικό. Πολλοί διστάζουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, ενώ άλλοι διογκώνουν το παραμικρό, υπερβάλλοντας και δίνοντας ηρωικές διαστάσεις στη συμβολή τους στο καθετί. Είναι πραγματικά δύσκολο αυτό το ζήτημα, καθώς δεν έχει να κάνει μόνο με την προσωπικότητα του καθενός, αλλά και με το τι θεωρείται αποδεκτό ή υπερβολικό σε συγκεκριμένες χώρες, ή ακόμα και σε διαφορετικές εταιρικές κουλτούρες. Πρώτα-πρώτα, είναι απαραίτητη η καλή έρευνα, που βοηθά να αποκτήσουμε μια πιο πλήρη εικόνα για την «αγορά βιογραφικών», ώστε τουλάχιστον να μάθουμε από τον «ανταγωνισμό». Σίγουρα θα βρούμε παραδείγματα που ταιριάζουν στο δικό μας στιλ και άλλα που θα μας απωθήσουν, ώστε να μάθουμε και από τα δύο. Μια άλλη κίνηση που βοηθά είναι να ζητήσουμε ειλικρινή κριτική από συναδέλφους των οποίων τις γνώμες εμπιστευόμαστε, αφού συχνά βλέπουν πράγματα που οι ίδιοι μπορεί να αγνοούμε. Αυτές οι κριτικές μάς βοηθούν να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού μας, συμπληρώνοντας ή ενισχύοντας στοιχεία που αλλιώς μπορεί να παραβλέπαμε ή να μην αισθανόμασταν αρκετά σίγουροι για το αν είναι ή όχι άξια αναφοράς.

Εντέλει κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τον εαυτό του περιμένοντας από κάποιον άλλο να ανακαλύψει τη λάμψη του διαμαντιού που κρύβεται μέσα στη σκόνη. Οι υπερβολικά συγκρατημένες και χλιαρές περιγραφές είναι αδιάφορες. Προτείνω λοιπόν το εξής: ο καθένας μας ας σκεφτεί καλά και ας βρει όσα τον κάνουν να αισθάνεται πραγματικά υπερήφανος, και ας γράψει μόνο για αυτά, χωρίς περιττό λυρισμό — ας τα περιγράψει σε γλώσσα που να τον κάνει να αισθάνεται άνετα, με μέτρο αλλά χωρίς ντροπές, γιατί αλλιώς δύσκολα θα υποστηρίξει το περιεχόμενο με ζέση και αυτοπεποίθηση στη συνέντευξη.

Με τα παραπάνω καλύπτουμε κάποια  επιλεγμένα σημεία από τη μεγάλη γκάμα των θεμάτων που σχετίζονται με το βιογραφικό σημείωμα και αναλύονται με περισσότερη εμβρίθεια από ειδικούς. Θέλω να επιμείνω στο ότι η ίδια η διαδικασία μέσω της οποίας φτάνουμε στην «τελική» μορφή του βιογραφικού είναι εξαιρετικά σημαντική. Μας αναγκάζει να βάλουμε προτεραιότητες, να σκεφτούμε πράγματα που ίσως πριν τα σκεφτόμασταν ακροθιγώς, σε συνθήκες αυτόματου πιλότου, να αμφισβητήσουμε αλλά και να επιβεβαιώσουμε δεξιότητες, ικανότητες και προτιμήσεις μας. Το τελικό κείμενο είναι το καταστάλαγμα αυτής της πολύπλοκης διαλεκτικής με τον εαυτό μας και το επαγγελματικό μας περιβάλλον.

Όσο πιο ειλικρινής είναι αυτή η προσέγγιση, τόσο πιο πολύ θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές μας ανάγκες και απαιτήσεις και τόσο καλύτερα θα μας βρει προετοιμασμένους για το επόμενο βήμα.