Η τηλεόραση, οι άδειες και το Σύνταγμα
Την περασμένη εβδομάδα, με τη γνωστή τροπολογία Παππά (ο νόμος δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο ΦΕΚ), η Βουλή όρισε ότι ο προσεχής διαγωνισμός για τις άδειες εκπομπής τηλεοπτικού σήματος, που θα λάβει τη μορφή δημοπρασίας, θα γίνει για τέσσερις άδειες. Δηλαδή η Βουλή αποφάσισε ότι θα έχουμε, εφεξής, το πολύ τέσσερα ιδιωτικά κανάλια. Πρόκειται για μία εξέλιξη η εξαιρετικά δυσάρεστη για την ελευθερία της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, για τον δημόσιο διάλογο, για την ίδια τη Δημοκρατία. Ελπίζω, όμως, ότι οι σχετικές διατάξεις θα ελεγχθούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας (εφόσον ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης, με την οποία θα προκηρυχθεί ο διαγωνισμός) και πιστεύω ότι θα κριθεί ότι παραβιάζουν το Σύνταγμα πολλαπλώς. Και ιδού γιατί:
Α. Ο περιορισμός στον αριθμό των αδειών παραβιάζει το Σύνταγμα πολλαπλώς: αντίκειται στον συνταγματικώς καθορισμένο σκοπό τού άμεσου κρατικού ελέγχου στη ραδιοτηλεόραση, στο δικαίωμα στη λήψη και μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, αλλά και στο δικαίωμα για συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας.
Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (τροπολογία Παππά), που περιορίζει τον αριθμό των αδειών που θα δημοπρατηθούν σε τέσσερις, είναι προβληματική ως προς τη συνταγματικότητά της. Ειδικότερα, αντιβαίνει στην κρατική αποστολή σε ό,τι αφορά τον έλεγχο στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, όπως αυτή καθορίζεται μέσα στο ίδιο το Σύνταγμα. Επιπλέον, θίγει το δικαίωμα των πολιτών για πληροφόρηση. Τέλος, περιορίζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα για συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας όσων επιθυμούν να ιδρύσουν και να λειτουργήσουν κανάλι. Με άλλα λόγια, η βασική, η ουσιαστική συνταγματική παραβίαση μπορεί να ιδωθεί από τρεις πλευρές. Αναλυτικά:
1. Ο περιορισμός στον αριθμό των αδειών, στον βαθμό που δεν δικαιολογείται από τεχνικούς λόγους, είναι αντίθετος προς τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του Συντάγματος, καθώς, όχι απλώς δεν διασφαλίζει, αλλά εμποδίζει την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων.
Το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος έχει μία ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες διατάξεις του Συντάγματος (την ίδια ιδιαιτερότητα έχει και το άρθρο 16, παρ. 2): αφού καθιερώνει τον άμεσο κρατικό έλεγχο επί της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, κατονομάζει και τον σκοπό που επιδιώκεται με τον έλεγχο αυτό. Συγκεκριμένα, η διάταξη αναφέρει:
O άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Επομένως, η έκταση και η μορφή του άμεσου ελέγχου ορίζονται συνταγματικά κατεξοχήν από τους σκοπούς τους οποίους αυτός υπηρετεί.
Βασικός σκοπός του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης είναι, όπως αναφέρεται ρητώς στο συνταγματικό κείμενο, η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η αντικειμενική πληροφόρηση μπορεί να επιτευχθεί κατά το δυνατόν μέσω του πλουραλισμού. Τα πληροφοριακά μονοπώλια ή ολιγοπώλια, ειδικά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τη μεγαλύτερη διείσδυση (ήτοι, κυρίως για τα τηλεοπτικά κανάλια που εκπέμπουν δωρεάν), είναι πολύ πιο εύκολα χειραγωγήσιμα και, για τον λόγο αυτό, συνδέονται με αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα. Σε όλο τον κόσμο, η τεχνολογική πρόοδος που αύξησε τη δυνατότητα εκπομπών για πολλά τηλεοπτικά κανάλια είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία τους αύξηση.
Υπό αυτή την έννοια, το καθεστώς της προηγούμενης άδειας μπορεί να συνδεθεί με τη διασφάλιση των στόχων που θέτει το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος μόνο αν συνδεθεί με ελάχιστους όρους λειτουργίας, οι οποίοι σχετίζονται με τους σκοπούς που θέτει το άρθρο. Τέτοιοι περιορισμοί (που απαντώνται στην ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία — και ανεξαρτήτως εάν προσωπικά τούς υιοθετώ) μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν: μία κατανομή προγράμματος που να περιλαμβάνει και προγράμματα λόγου και τέχνης, ελάχιστο περιεχόμενο παιδικού προγράμματος, μέγιστο χρονικό όριο διαφημίσεων, περιεχόμενο προγράμματος για άτομα με προβλήματα ακοής κλπ. Κατά τα λοιπά, δηλαδή πέρα από το καθεστώς της προηγούμενης άδειας, ο έλεγχος για την πραγματοποίηση των στόχων ασκείται και κατασταλτικώς από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο καθιερώνεται ρητώς ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή μετά την αναθεώρηση του άρθρου 15 του Συντάγματος το 2001.
Επομένως, με τη διάταξη για τον περιορισμό σε τέσσερις των αδειών εθνικής εμβέλειας που θα δοθούν σε ιδιωτικά κανάλια, όχι απλώς δεν εκπληρώνεται, αλλά αντιθέτως παραβιάζεται ο σκοπός της αντικειμενικής και με ίσους όρους πληροφόρησης που θέτει το Σύνταγμα.
2. Ο περιορισμός στον αριθμό των αδειών παραβιάζει το (παθητικό) δικαίωμα πληροφόρησης που καθιερώνεται στο άρθρο 5Α του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Όπως είδαμε, η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων καταγράφεται ως σκοπός του άμεσου κρατικού ελέγχου στη ραδιοτηλεόραση. Όμως και η λεγόμενη παθητική της εκδοχή, δηλαδή το δικαίωμα πληροφόρησης, κατοχυρώνεται αυτοτελώς ως δικαίωμα με το άρθρο 5Α του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό ορίζει, στην παρ. 1:
Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
Στη συνέχεια, το ίδιο άρθρο παραθέτει το συναφές δικαίωμα στη συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας — η παρ. 2 του άρθρου 5Α του Συντάγματος ορίζει:
Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους, αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19 [το άρθρο 9 ρυθμίζει το οικιακό άσυλο, το άρθρο 9Α τα προσωπικά δεδομένα και το άρθρο 19 το απόρρητο της αλληλογραφίας].
Παράλληλα, το δικαίωμα στη λήψη και τη μετάδοση πληροφοριών καθιερώνεται και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες (ΕΣΔΑ). Το άρθρο 10 ορίζει, στην πρώτη παράγραφό του:
Παν πρόσωπoν έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Τo δικαίωμα τoύτo περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληρoφoριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημoσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Τo παρόν άρθρoν δεν κωλύει τα Κράτη από τoυ να υπoβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιoφωνίας, κινηματoγράφoυ ή τηλεoράσεως εις κανoνισμoύς εκδόσεως αδειών λειτoυργίας» [η ελληνική απόδοση είναι από το κείμενο του ν.δ. 53/1974, με το οποίο κυρώθηκε για δεύτερη φορά, λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας, η ΕΣΔΑ].
Στη συνέχεια, το άρθρο 10 προβλέπει:
Η άσκησις των ελευθεριών τoύτων, συνεπαγoμένων καθήκoντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρoυς, περιoρισμoύς ή κυρώσεις, πρoβλεπoμένoυς υπό τoυ νόμoυ και απoτελoύντας αναγκαία μέτρα εν δημoκρατική κoινωνία διά την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημoσίαν ασφάλειαν, την πρoάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν τoυ εγκλήματoς, την πρoστασίαν της υπoλήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κoινoλoγήσεως εμπιστευτικών πληρoφoριών ή την διασφάλισιν τoυ κύρoυς και αμερoληψίας της δικαστικής εξoυσίας.
Και ενώ το άρθρο 5Α του Συντάγματος δεν είναι «δοκιμασμένο» στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σε σχέση με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε ήδη από το 1993 ότι, εφόσον οι τεχνολογικές δυνατότητες επιτρέπουν περισσότερα κανάλια, δεν νοείται να διατηρείται κρατικό μονοπώλιο στην τηλεόραση — υπόθεση Informationsνerein κ.ά. κατά Αυστρίας. Το Δικαστήριο δέχεται ότι τα κράτη έχουν, καταρχήν, ευρεία ευχέρεια να θέτουν περιορισμούς στην εκπομπή τηλεοπτικού σήματος και να την εξαρτούν από καθεστώς αδείας, εντούτοις ελέγχει εάν οι περιορισμοί που τίθενται δεν είναι οι αναγκαίοι σε μία δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη των σκοπών που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 10. Και τούτο, ενώ δέχεται ότι η ελευθερία γνώμης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών συνεπάγονται και καθήκοντα και ευθύνες. Ωστόσο, χωρίς να έχει κρίνει ότι προκύπτει αυτοτελές δικαίωμα στη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος, είναι μάλλον επιφυλακτικό πλέον, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, στους περιορισμούς του που δεν συνδέονται με τη σπάνι των συχνοτήτων.
3. Ο περιορισμός στον αριθμό των αδειών περιορίζει, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, και το δικαίωμα της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας όσων επιθυμούν να ιδρύσουν ή να διατηρήσουν τηλεοπτικό κανάλι.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί ότι δεν υπάρχει πρωτογενώς συνταγματικό δικαίωμα για την εκπομπή τηλεοπτικού σήματος (βλ. ΣτΕ 996/2013). Η κρίση αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, στον βαθμό που το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει στο κράτος να συναρτήσει την εκπομπή τηλεοπτικού σήματος με καθεστώς προηγούμενης άδειας. Ωστόσο, από τη στιγμή που το κράτος επιλέξει να δώσει άδειες, το δικαίωμα για απόκτηση μιας από αυτές εντάσσεται στο γενικότερο δικαίωμα της συμμετοχής στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, το οποίο καθιερώνεται στο άρθρο 5, παρ. 1 του Συντάγματος:
Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
Περαιτέρω, οι περιορισμοί στο παραπάνω δικαίωμα, όπως και σε όλα τα ατομικά δικαιώματα, πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας — το άρθρο 25 παρ. 1 (στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου) ορίζει:
Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Η εισηγητική έκθεση των νόμων (και του αρχικού ν. 4339/2015 και της τροπολογίας Παππά) ορίζει ότι ο περιορισμός των αδειών γίνεται για λόγους οικονομικής βιωσιμότητας των καναλιών, ώστε αυτά να μην είναι εξαρτημένα και χειραγωγήσιμα (ο νεότερος νόμος αναφέρεται και σε τεχνικούς λόγους, που υποτίθεται ότι περιορίζουν το εύρος των συχνοτήτων που μπορεί να διατεθεί, αλλά σε αυτούς θα αναφερθούμε παρακάτω — παρακάτω επίσης θα αναφερθούμε και στο άτοπο να τίθεται η οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών ως σκοπός, ενώ παράλληλα ορίζεται ελάχιστος αριθμός εργαζομένων και άλλες ρυθμίσεις που επιβαρύνουν οικονομικά τα κανάλια). Επομένως, τελικός σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των τηλεοπτικών καναλιών από «κακά» συμφέροντα και, ιδίως, από τις λεγόμενες διαπλοκές. Ο ίδιος ο σκοπός αυτός δεν διατυπώνεται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να μπορεί να κριθεί τι ακριβώς εννοεί ο νομοθέτης. Ποιος, δηλαδή, είναι αυτός που μπορεί να επηρεάσει ένα κανάλι, το οποίο έχει σημαντικό άνοιγμα στον τραπεζικό δανεισμό ή σημαντικές οφειλές προς το Δημόσιο ή προς ασφαλιστικά ταμεία, και με ποιον τρόπο; Τι είναι αυτή η εξάρτηση που υποτίθεται ότι θα καταπολεμηθεί, εάν διασφαλισθεί η οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών;
Η αρχή της αναλογικότητας διακρίνεται σε τρεις επιμέρους αρχές: της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και του ηπιότερου δυνατού περιορισμού ενός δικαιώματος. Αναγκαιότητα σημαίνει ότι ένας περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος επιβάλλεται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη σκοπού που συνάδει με το δημόσιο συμφέρον. Προσφορότητα σημαίνει ότι ο περιορισμός αυτός πράγματι μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται ο νομοθέτης. Τέλος, η αρχή του ηπιότερου δυνατού περιορισμού σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα.
Έστω, λοιπόν, ότι δεχόμαστε πως η οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών είναι θεμιτός και αναγκαίος στόχος που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμούς στο δικαίωμα της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Ο περιορισμός των αδειών σε τέσσερις είναι πρόσφορος για να πετύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα; Διασφαλίζει, δηλαδή, τη βιωσιμότητα των καναλιών; Η απάντηση είναι, φυσικά, αρνητική. Ο περιορισμός των αδειών μειώνει μεν τον ανταγωνισμό και καθιστά ευκολότερη την κερδοφορία, ωστόσο πάρα πολλοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν τα οικονομικά αποτελέσματα μιας επιχείρησης — από εξωγενείς παράγοντες, όπως η γενικότερη πορεία της χώρας και το σύνολο της διαφημιστικής δαπάνης, που μεταβάλλεται, μέχρι άλλους παράγοντες, όπως η επιτυχία ή αποτυχία μιας παραγωγής, η θεαματικότητα του σταθμού, η καλή ή κακή διαχείριση των πόρων κλπ. Με άλλα λόγια, δεν είναι υποχρεωτικό ότι ένα κανάλι που δεν έχει σημαντικό ανταγωνισμό θα είναι και θα παραμείνει, μεσοπρόθεσμα, οικονομικά βιώσιμο.
Αλλά ας δεχθούμε ότι, τέλος πάντων, το κριτήριο της προσφορότητας πληρούται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Για να είναι σύμφωνη η ρύθμιση με την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει να προκύπτει ότι δεν υπάρχει ηπιότερο μέτρο που θα μπορούσε να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή η οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών δεν θα μπορούσε να διασφαλισθεί με τρόπο λιγότερο επιβαρυντικό του δικαιώματος στη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Εδώ είναι σαφές ότι ο εκ των προτέρων αποκλεισμός είναι πολύ βαρύ μέτρο — και ότι οποιοδήποτε μέτρο, όπως αυτό του διαρκούς ελέγχου των οικονομικών αποτελεσμάτων από μία εποπτεύουσα αρχή, που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε ανάκληση της άδειας σε ορισμένες περιπτώσεις (λ.χ., συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις ή σημαντική μείωση των ιδίων κεφαλαίων ή απαγόρευση δανεισμού που υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων κλπ.), θα επιτύγχανε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα με ηπιότερο τρόπο. Παραπέμπουμε για τη συνέχεια του κειμένου αυτού το ζήτημα προϋποθέσεων που τίθενται στον νόμο, όπως της διατήρησης τουλάχιστον 400 εργαζομένων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι αναιρούν τον νομοθετικώς επιδιωκόμενο σκοπό για οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών.
Τέλος, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για υποχρέωση της Διοικήσεως να αυξήσει τον αριθμό των αδειών, εάν αυξηθούν τα συνολικά διαφημιστικά έσοδα. Μπορεί, δηλαδή, να έρθει η «πολυπόθητη ανάκαμψη» και, με πρόσχημα κάποια οικονομικά στοιχεία που θα είναι ήδη ανεπίκαιρα, να παραμένει περιορισμένος ο αριθμός των καναλιών που εκπέμπουν.
Β. Ο καθορισμός του αριθμού των αδειών από την Ολομέλεια της Βουλής παρακάμπτει την αποκλειστική ως προς τούτο αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ενώ δεν αιτιολογούνται επαρκώς οι τεχνικοί και οικονομικοί λόγοι που υποτίθεται ότι δικαιολογούν τη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Παρόλο που ο ίδιος ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι ο καθορισμός του αριθμού των αδειών για τα τηλεοπτικά κανάλια είναι ζήτημα κατεξοχήν τεχνικό, εξ ου και το αναθέτει στη Διοίκηση (υπουργός αρμόδιος για τα τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας), εν τούτοις η πρώτη σχετική ρύθμιση έγινε με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Αυτό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχει μία σειρά από επιπτώσεις στη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της συγκεκριμένης απόφασης. Πιο σημαντική παράβαση, όμως, είναι αυτή της αποκλειστικής αρμοδιότητας που έχει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο έχει κατεξοχήν τα τεχνικά εχέγγυα, αλλά και τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας, για να αποφασίσει για ζητήματα σχετικά με τη ραδιοτηλεόραση. Τα ζητήματα αυτά αναλύονται στη συνέχεια:
1. Ο καθορισμός του αριθμού των αδειών από την Ολομέλεια της Βουλής είναι αντίθετος με το Σύνταγμα, το οποίο αναθέτει τη σχετική αρμοδιότητα στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.
Επίμαχη διάταξη είναι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 15 του Συντάγματος, το κρίσιμο απόσπασμα της οποίας έχει ως εξής:
Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. O άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Ήδη έχουμε ξαναδεί ένα μέρος από τη διάταξη αυτή, εξετάζοντας τον σκοπό, εν όψει του οποίου καθιερώνεται ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοτηλεόραση.
Από το επίμαχο απόσπασμα κρατάμε το εξής:
O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει.
Από το γράμμα του συνταγματικού κειμένου θα έπρεπε να είναι σαφές ότι αποκλειστικό όργανο για την άσκηση του άμεσου κρατικού ελέγχου είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Όμως στην αιτιολογική έκθεση στην τροπολογία, κατόπιν της οποίας η Βουλή καθόρισε σε τέσσερις τον αριθμό των αδειών που θα δημοπρατηθούν, προβάλλεται ότι ο έλεγχος που υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δεν είναι ο άμεσος κρατικός έλεγχος, αλλά απλώς ο έλεγχος εφαρμογής της νομοθεσίας. Επίσης, η κυβερνητική πλειοψηφία προβάλλει ότι, εφόσον η αντιπολίτευση κωλυσιέργησε και δεν κατέστη δυνατή η στελέχωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, θα πρέπει, κατά την εφαρμογή της αρχής της επιείκειας (κατά τον υπουργό Δικαιοσύνης Καθηγητή κο. Παρασκευόπουλο), να μπορεί η σχετική αρμοδιότητα να ασκηθεί από όργανο νομίμως συγκροτημένο.
Το πρώτο επιχείρημα στηρίζεται στην παράλειψη του επιθέτου «άμεσος» και της γενικής υποκειμενικής «του Κράτους» δίπλα από τη λέξη έλεγχος. Ωστόσο, αυτό οδηγεί σε ένα παράδοξο. Η πρόταση «O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει» ευρίσκεται ανάμεσα σε δύο προτάσεις, οι οποίες αναφέρονται στον «άμεσο έλεγχο του Κράτους». Προφανώς, εάν η αναθεωρητική Βουλή ήθελε να διαχωρίσει τις δύο μορφές ελέγχου, θα τοποθετούσε την καθιέρωση και την αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης μετά τις δύο αυτές προτάσεις και θα έκανε μία πολύ απλή και σαφή μνεία, του τύπου: «Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή, στην οποία ανήκει η αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και επιβολής κυρώσεων».
Αλλά έχει αξία να δούμε το επίμαχο απόσπασμα όπως ίσχυε πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 — παραθέτω την αρχική του εκδοχή στην καθαρεύουσα:
Η ραδιοφωνία και η τηλεόρασις τελούν υπό τον άμεσον έλεγχον του Κράτους, σκοπούν δε εις την αντικειμενικήν και επί ίσοις όροις μετάδοσιν πληροφοριών και ειδήσεων, ως και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, διασφαλιζομένης πάντως τής εκ της κοινωνικής αποστολής αυτών και εκ της πολιτιστικής αναπτύξεως της Χώρας επιβαλλομένης ποιοτικής στάθμης των εκπομπών.
Είναι προφανές ότι ολόκληρη η παραπάνω περίοδος αποτελεί μία νοηματική ενότητα — δεν επαναλαμβάνεται η φράση «άμεσος έλεγχος του Κράτους», δεν χρειάζεται εξάλλου, και η περίοδος αυτή επεκτείνεται σε τρεις περιόδους, οι οποίες συνολικά καλύπτουν τη νοηματοδότηση του άμεσου κρατικού ελέγχου στη ραδιοτηλεόραση.
Επιπλέον, με την αναθεώρηση του 2001 για πρώτη φορά καθιερώνεται ρητώς η δυνατότητα του κράτους να εξαρτήσει την εκπομπή ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σήματος από προηγούμενη άδεια. Βέβαια, το 1975 ήταν δεδομένο ότι τα κανάλια ήσαν μόνο κρατικά (ΕΡΤ, ΥΕΝΕΔ), αλλά το 2001 πλέον εξέπεμπαν ήδη πολλά ιδιωτικά κανάλια. Η δυνατότητα της Πολιτείας να αξιώνει από κάποιο κανάλι να έχει αδειοδοτηθεί προτού εκπέμψει θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ μεγάλο όπλο στα χέρια μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία θα συνέδεε τη χορήγηση άδειας με υπόσχεση για ευνοϊκή πολιτική της κάλυψη. Για τον λόγο αυτό και το καθεστώς της προηγούμενης άδειας προέκυψε ως δυνατότητα ταυτόχρονα με τη ρητή καθιέρωση ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, η οποία θα αποτελούσε την άμυνα σε πιθανές καταχρήσεις από την εκάστοτε κοινοβουλευτική/κυβερνητική πλειοψηφία.
Εξάλλου, θα ήταν παράδοξο να θεωρηθεί ότι καθιερώνεται με πολύ εμφατικό τρόπο, ως αποκλειστική, η αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, εάν αυτή αφορούσε μόνο το έλασσον, δηλαδή τον έλεγχο ενός καθεστώτος αδειών που θα μπορούσε να διαμορφώσει κατά το δοκούν μία κυβερνητική πλειοψηφία. Σε μία τέτοια περίπτωση, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης θα περιοριζόταν σε μία απλή διοικητική αρχή, δρώσα κατά δεσμία αρμοδιότητα και χωρίς τη δυνατότητα να εμποδίσει πλειοψηφικές αυθαιρεσίες στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, και οι εγγυήσεις για την ανεξαρτησία του θα ήσαν περιττές.
Για τον λόγο αυτό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση μη συγκροτήσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, θα μπορούσαν οι αρμοδιότητές του να ασκηθούν από άλλο πολιτειακό όργανο. Σκοπός της αναθεωρημένης διατάξεως ήταν να αφαιρεθεί, άπαξ και διά παντός, η δυνατότητα από την πρόσκαιρη κυβερνητική πλειοψηφία να επιχειρεί να παγιωθεί στην εξουσία διά του ελέγχου των πιο διαδεδομένων μέσων μαζικής ενημέρωσης: της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Έτσι, εάν μπορούσε να γίνει δεκτή η ερμηνεία που προέκρινε ο κ. Παρασκευόπουλος, απλώς η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να κωλυσιεργεί στη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, προκειμένου να βρει το πρόσχημα για να ελέγξει τη ραδιοτηλεόραση με την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία. Ειδικότερα, δε, ως προς την αρχή της επιείκειας, η οποία σχετίζεται και με την αρχή της εύνοιας προς τον διοικούμενο, αυτή κατά κανόνα οδηγεί στην αποχή από την άσκηση της κρατικής εξουσίας και όχι στην αναζήτηση λύσεων εκτός του συνταγματικού πλαισίου, ιδίως μάλιστα όταν επιλέγεται η αρμοδιότητα ενός οργάνου από το ίδιο το Σύνταγμα να είναι αποκλειστική.
2. Η τεχνική και οικονομική τεκμηρίωση του περιορισμού των αδειών σε τέσσερις δεν είναι επαρκής.
Είπαμε ήδη ότι, σύμφωνα με την αρχική πρόβλεψη του ν. 4339/2015, τον αριθμό των αδειών θα τον αποφάσιζε ο Υπουργός αρμόδιος για τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Με την τροπολογία που ψηφίσθηκε ως άρθρο 279 στον ν. 4364/2016 ειδικά για την πρώτη φορά εφαρμογής του νόμου αυτού, ορίσθηκε ότι η απόφαση για τον αριθμό των αδειών θα ληφθεί από τη Βουλή. Το Σύνταγμα ρυθμίζει τη λεγόμενη νομοθετική εξουσιοδότηση (δηλαδή την παροχή στη Διοίκηση της δυνατότητας να ασκεί ουσιαστικά νομοθετική εξουσία) στο άρθρο 43 παρ. 2 ως εξής:
Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Eξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της Διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
Δηλαδή η Βουλή έχει το δικαίωμα, αλλά σε καμία περίπτωση την υποχρέωση, να χορηγεί την εξουσία για έκδοση κανονιστικών πράξεων (δηλαδή νόμων, με την ουσιαστική του όρου έννοια) σε όργανα της Διοικήσεως. Ασκώντας αυτή την αρμοδιότητα, χορήγησε την εξουσιοδότηση στον Υπουργό αρμόδιο για τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας να αποφασίζει για τον αριθμό των αδειών μετά από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Μετά «ανακάλεσε» κατά κάποιον τρόπο αυτή την εξουσιοδότηση, ορίζοντας αρμόδια την Ολομέλεια. Και είναι αυτό κακό; Και γιατί; Αφού είχε εξαρχής η Βουλή το δικαίωμα να μη χορηγήσει τη νομοθετική εξουσιοδότηση, τι σημασία έχει που την «ανακάλεσε»;
Δεν είναι κακό αφ’ εαυτού (αφήνω κατά μέρος ότι έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να έχει αποφασιστικό ρόλο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης σε μία τέτοια ρύθμιση — αυτά τα αναλύσαμε παραπάνω). Η αρχική εξουσιοδότηση, όμως, σηματοδοτεί τούτο: ότι η Βουλή αναγνωρίζει ως τεχνικό (και μάλλον όχι λεπτομερειακό) θέμα τον καθορισμό του αριθμού για τις τηλεοπτικές άδειες που θα χορηγηθούν. Επομένως, η Ολομέλεια της Βουλής, για να ασκήσει την αρμοδιότητά της, πρέπει να αιτιολογήσει με βάση τεχνικού χαρακτήρα σταθμίσεις την κρίση της. Δηλαδή δεν πρόκειται για τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, όπου η αιτιολογική έκθεση εκφεύγει της δικαστικής κρίσεως, αλλά για μία άσκηση αρμοδιότητας η οποία, ως εκ του χαρακτήρα της (τεχνικού), ταιριάζει περισσότερο στην εκτελεστική λειτουργία. Εάν αυτό, μάλιστα, το συνδυάσουμε και με το ότι ο καθορισμός περιορισμένου αριθμού αδειών είναι ipso facto περιοριστικός κάποιων δικαιωμάτων, η Βουλή θα όφειλε στην αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας να τεκμηριώσει με πληρότητα τον αριθμό στον οποίο καταλήγει. Με άλλα λόγια, επειδή εν προκειμένω η Βουλή υποκαθιστά διοικητικό όργανο, η απόφασή της θα μπορεί να ελεγχθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας με τα ίδια κριτήρια (αν και όχι με την ίδια διαδικασία: δεν μπορεί να προσβληθεί ευθέως ένας νόμος της Βουλής) με τα οποία θα ελεγχόταν μία διοικητική πράξη — και, αντί για την αιτιολογία που θα έπρεπε να έχει μία διοικητική πράξη, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα εξετάσει την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας.
Η αιτιολογική έκθεση, λοιπόν, έχει δύο βασικούς άξονες, στους οποίους στηρίζει τον περιορισμένο αριθμό αδειών: τον τεχνικό άξονα, ισχυριζόμενη ότι δεν χωρούν περισσότερες άδειες στις διαθέσιμες συχνότητες, και τον άξονα της οικονομικής βιωσιμότητας. Η τεκμηρίωση για το τεχνικό σκέλος γίνεται με αναφορά στην περιβόητη, πλέον, έκθεση του Ινστιτούτου της Φλωρεντίας. Η αναφορά αυτή είναι παντελώς ασαφής και ανεπαρκής, καθόσον μάλιστα η συγκεκριμένη έκθεση δεν κατατέθηκε στη Βουλή ούτε υπεβλήθη σε οποιουδήποτε είδους τεχνική βάσανο. Αναφέρεται μία σύνοψη των συμπερασμάτων της, χωρίς να τεκμηριώνεται πώς οι συντάκτες της (οι οποίοι δεν μνημονεύονται καν στην αιτιολογική έκθεση) κατέληξαν σε αυτά. Είναι χαρακτηριστικές κάποιες ελλείψεις οι οποίες φαίνονται μεν τυπικές, ωστόσο δείχνουν την προχειρότητα με την οποία συνετάγη η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας: Δεν αναφέρονται αριθμοί πρωτοκόλλου που να συνοδεύουν είτε την παραγγελία της εκθέσεως, είτε την παραλαβή της. Δεν αναφέρεται το ερώτημα, στο οποίο κλήθηκε να απαντήσει — το ίδιο το ερευνητικό της αντικείμενο. Τέλος, τα συμπεράσματα, όπως αποτυπώνονται στην αιτιολογική έκθεση, περιέχουν υποθέσεις (όπως τη δέσμευση πολλών συχνοτήτων για μελλοντική χρήση από την κινητή τηλεφωνία ή την αναφορά αποκλειστικά σε εκπομπή σήματος υψηλής ευκρίνειας — HD), οι οποίες από μόνες τους είναι παντελώς ατεκμηρίωτες (τουλάχιστον στο τμήμα της εκθέσεως που έχει δημοσιοποιηθεί). Και, βέβαια, έχουν διατυπωθεί πάμπολλες αντιρρήσεις από προβεβλημένους επιστήμονες ως προς τα συμπεράσματα της έκθεσης, τουλάχιστον με τον τρόπο που παρουσιάζονται στην αιτιολογική έκθεση της διάταξης, με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των αδειών που θα δημοπρατηθούν.
Ο συσχετισμός της οικονομικής βιωσιμότητας με τον αριθμό των τηλεοπτικών σταθμών γίνεται με βάση έναν αόριστο υπολογισμό, μία διαίρεση της εκτιμώμενης (με πολύ μεγάλο εύρος) συνολικής διαφημιστικής δαπάνης τα τελευταία έτη με τον μέσο κύκλο εργασιών των μεγαλύτερων τηλεοπτικών καναλιών. Φυσικά, ο συσχετισμός αυτός είναι εντελώς αυθαίρετος, αφού η κερδοφορία των τηλεοπτικών καναλιών, όπως και οποιασδήποτε επιχείρησης, είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως των εξόδων, της επένδυσης σε τεχνολογία ή τεχνογνωσία κλπ. Παρατίθεται, επίσης, ένας πίνακας που παρουσιάζει πόσα κανάλια εθνικής εμβέλειας είναι αδειοδοτημένα σε κάθε χώρα της Ευρώπης, προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι, βάσει συγκρίσιμων πληθυσμών, ο αριθμός των τεσσάρων καναλιών που θα δημοπρατηθούν βρίσκεται στον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Ανεξαρτήτως της προσφορότητας που θα είχε μία τέτοια παράθεση να τεκμηριώσει τους όρους της οικονομικής βιωσιμότητας των τηλεοπτικών καναλιών στην Ελλάδα, φαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και, πάντως, δεν αντανακλούν τις απαντήσεις σε σχετικά ερωτήματα που απέστειλαν οι κατά τόπους ελληνικές πρεσβείες.
Επομένως, η απόφαση της Ολομέλειας που καθορίζει τον αριθμό των αδειών που θα δημοπρατηθούν είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Και η ανεπάρκεια αυτή αποτελεί λόγο για να κριθεί αντισυνταγματική η συγκεκριμένη ρύθμιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Γ. Οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που τίθενται για συμμετοχή στον διαγωνισμό και κατοχή άδειας για εκπομπή τηλεοπτικού σήματος (τουλάχιστον 400 εργαζόμενοι, απαγόρευση εκχώρησης του management) αντίκεινται σε βασικές συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν την ελευθερία του επιχειρείν, με τους σκοπούς που υπηρετεί ο άμεσος κρατικός έλεγχος στη ραδιοτηλεόραση, αλλά και έρχονται σε αντίθεση με τη φερόμενη επιδίωξη για οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών.
Η νέα νομοθεσία για τα τηλεοπτικά κανάλια, εκτός από το ζήτημα του περιορισμένου αριθμού αδειών, επιβάλλει και κάποιους άλλους περιορισμούς στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να συμμετάσχουν στον σχετικό διαγωνισμό. Δύο από αυτούς είναι χαρακτηριστικοί (αν και όχι οι μόνοι): τα κανάλια πρέπει να απασχολούν τουλάχιστον 400 εργαζομένους πλήρους απασχόλησης με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, και απαγορεύεται να εκχωρήσουν τη διεύθυνση του τηλεοπτικού σταθμού σε τρίτους. Οι περιορισμοί αυτοί θα ήταν από μόνοι τους ανεπίτρεπτοι. Οπωσδήποτε, όμως, δεν μπορούν να σταθούν, καθώς ευρίσκονται σε αντίθεση με τους σκοπούς που υποτίθεται ότι υπηρετούνται από τη βασική διάταξη του νόμου, τον περιορισμένο αριθμό αδειών, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο των σκοπών που υπηρετεί ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοτηλεόραση.
Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που ήδη μνημονεύσαμε, καθιερώνεται το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας:
Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει την οικονομική ελευθερία, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στην κατάρτιση μιας αστικής σύμβασης και στην ανάληψη μιας συμβατικής υποχρέωσης, εφόσον δεν το επιθυμεί. Από την άλλη, η διάταξη αυτή επιτρέπει σε κάθε επιχειρηματία να επιλέξει ο ίδιος το σχήμα με το οποίο θα διοικεί την επιχείρησή του.
Επιπλέον, μία υποχρέωση πρόσληψης και διατήρησης ενός ελάχιστου αριθμού προσωπικού προφανώς αυξάνει το κόστος σε μία τηλεοπτική επιχείρηση, το οποίο η ίδια δεν θα επιθυμούσε, ενδεχομένως, να φέρει και το οποίο δεν αντικρίζεται από αντίστοιχη αύξηση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας της επιχείρησης. Έρχεται, όμως, και σε πλήρη αντίθεση με τον υποτιθέμενο στόχο της οικονομικής βιωσιμότητας, η οποία θεωρείται απαραίτητη κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 4339/2015 για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των τηλεοπτικών καναλιών. Δηλαδή, από τη μία περιορίζεται ο αριθμός των καναλιών με πρόσχημα την οικονομική τους βιωσιμότητα, και από την άλλη τούς επιβάλλεται να διατηρούν προσωπικό που τους αυξάνει σημαντικά το κόστος και μειώνει τις δυνατότητες της οικονομικής τους βιωσιμότητας.
Τέλος, είναι σαφές ότι η διατήρηση ελάχιστου, νομοθετικώς καθορισμένου αριθμού προσωπικού και η απαγόρευση της εκχώρησης προς τρίτους του management ενός τηλεοπτικού σταθμού δεν μπορεί να δικαιολογηθούν ως ανταποκρινόμενες στους σκοπούς που υπηρετούνται με τον άμεσο κρατικό έλεγχο επί της ραδιοτηλεόρασης. Δηλαδή ο άμεσος κρατικός έλεγχος στη ραδιοτηλεόραση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαστικές συμβάσεις εργασίας.
Με βάση όλα τα παραπάνω, νομίζω ότι η ανησυχία που διατύπωσε ο Καθηγητής και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χρυσόγονος (πανεπιστημιακός μου δάσκαλος, κατά σύμπτωση), ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση να κριθεί αντισυνταγματική η παραπάνω νομοθεσία, είναι πέρα για πέρα βάσιμη. Στην ανησυχία αυτή ας δούμε εμείς τις δικές μας τελευταίες ελπίδες, που πλέον εναποτίθενται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.