Athens Blues
Είναι κάποιες ελληνικές ταινίες που τις αγαπώ πολύ, τις βλέπω ανά διαστήματα, ξανά και ξανά, παρατηρώ πιο προσεκτικά τις λεπτομέρειές τους, το αθηναϊκό τους σκηνικό, το κυρίαρχο χρώμα του σκηνοθετικού κάδρου και φυσικά το soundtrack που δίνει τον ρυθμό. Δεν πρόκειται για ταινίες κλασικές, του «παλιού καλού καιρού» σαν της Φίνος Φιλμς, δεν συνιστούν δείγμα μεταπολεμικής ηθογραφίας και δεν καταλήγουν με ένα γάμο στο φινάλε. Είναι κυρίως ταινίες πρόσφατες, προ-κρισιακές, όχι όμως ανάλαφρες/τηλεοπτικού τύπου αλλά περισσότερο ταινίες που απέδωσαν με ευρηματικό τρόπο την αστική καθημερινότητα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα στην τότε Αθήνα. Ταινίες που γυρίστηκαν από έμπειρους αλλά και από νεότερους σκηνοθέτες μεταξύ 2000-2010, όπως τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Χαραλαμπίδη, το «Σώσε με» του Τζίτζη, το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη αλλά και το «Μια Μέρα τη Νύχτα» του Πανουσόπουλου.
Όσον αφορά αυτή την τελευταία, ο τίτλος της τυχαίνει να είναι διπλός, ο εγχώριος είναι μεν «Μια Μέρα τη Νύχτα» αλλά ο διεθνής «Athens Blues», ενώ η ιστορία της διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας ζεστής αυγουστιάτικης νύχτας στην Αθήνα του 2001. Ένα παιδί το σκάει από το σπίτι του για να ανακαλύψει τι συμβαίνει στους δρόμους το βράδυ. Οι άνθρωποι που γνωρίζει είναι ιδιαίτεροι, όχι σαν αυτούς που συναντά κανείς στο φως της ημέρας: ένας οδηγός ασθενοφόρου και οι ερωτικές του περιπέτειες, μεσήλικες που διασκεδάζουν έξω από ένα διανυκτερεύον φαρμακείο το οποίο και έχουν μετατρέψει σε καφενείο, ένας νεαρός που σκοπίμως υπνοβατεί στο κέντρο της Αθήνας, ένα παράνομο ζευγάρι που συναντιέται σε κινηματογραφικές αίθουσες, αθώες κατά βάση ερωτικές ιστορίες, τρυφεροί αυτοσχεδιασμοί και μία εκπληκτική μουσική από τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον γιο του Μάρκου, που γεφυρώνει το ρεμπέτικο με το μπλουζ, με επικό αποκορύφωμα το σχεδόν εννιάλεπτο «Blues του Στέλιου».
Έχουν περάσει περίπου 15 χρόνια από εκείνο το αστικό σύμπαν που περιγράφει το σινεμά του Πανουσόπουλου, αλλά ο οικουμενικός τίτλος «Athens Blues» φαντάζει ακόμη και σήμερα ως ο πιο κατάλληλος για το αθηναϊκό σκηνικό του 2016. Το μπλε είναι το χρώμα που συμβολίζει την ήρεμη θλίψη κατά τους Αγγλοσάξονες, κι αυτό άλλωστε που ονομάτισε τις μελαγχολικές καθημερινές δημώδεις μπαλάντες του αμερικανικού Νότου που με το αργό κύλισμα του χρόνου κατέκτησαν όλο τον κόσμο — τα μπλουζ. Είναι το ίδιο χρώμα που καλύπτει σαν κουρτίνα και εκατοντάδες αθηναϊκά διατηρητέα κτίρια, σαν το νεοκλασικό επί των οδών Ιπποκράτους 89 και Μεθώνης 7 στη Νεάπολη, επί παραδείγματι, στο κέντρο. Κανείς δεν προσέχει αυτό το οίκημα εδώ και πολλά χρόνια, καθώς, σαβανωμένο όπως είναι από το μπλε πέπλο της λήθης, απλώς καταλαμβάνει ζωτικό χώρο από τα ήδη στενά πεζοδρόμια, με τις σκαλωσιές του να αφήνουν ελεύθερη μονάχα μία στενή δίοδο που αναγκάζει τους διαβάτες να περνούν οριακά, ο ένας πίσω από τον άλλο, κάτω από τον αόρατο όγκο του. Τα μυστικά του παραμένουν καλά κρυμμένα όλα αυτά τα 15 χρόνια που διαρκεί η αποκατάστασή του, στη μελέτη της οποίας περιγράφονται λεπτομερώς οι ραβδώσεις ψευδοϊσόδομης λιθοδομής, τα ανοίγματα γαλλικού τύπου, οι μαρμάρινοι εξώστες με τα σιδερένια περίτεχνα κιγκλιδώματα και τα μαρμάρινα φουρούσια, καθώς και η στέγη του από κεραμίδια βυζαντινού τύπου.
Ένας κόσμος σκεπασμένος με μπλε πέπλα, μια πόλη που η στασιμότητά της αποπνέει ατέλειωτη θλίψη, και που η αδιαπέραστη αδράνειά της καθηλώνει το αστικό σύμπαν σε ένα μπλουζ χωρίς τέλος.