Η χαιρεκακία του ορθού λόγου

P
Νίκος Ψαρρός

Η χαιρεκακία του ορθού λόγου

Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δίνουν την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα στην άκρη της αβύσσου με μια κυβέρνηση στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όμως ούτε το ένα συμβαίνει, ούτε το άλλο. Η χώρα βιώνει κάθε μέρα που ξημερώνει την έκπληξη της διαπίστωσης ότι είναι ακόμα ζωντανή, ενώ η κυβέρνηση δρα σαν να έχει την κατάσταση εντελώς υπό έλεγχο.

Οι λόγοι που κρατούν τη χώρα από το να κάνει το μοιραίο βήμα στο κενό είναι λίγο ώς πολλοί ορατοί και διαφανείς: είναι η οικονομική βοήθεια και η (κρυφή και φανερή) πολιτική και τεχνική υποστήριξη που της παρέχουν οι εταίροι της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη διεθνή κοινότητα, γιατί προφανώς ο ευρωατλαντικός δυτικός κόσμος δεν έχει καμία πρόθεση και όρεξη να βιώσει στους κόλπους του το φαινόμενο και τις συνέπειες ενός «αποτυχημένου κράτους» (failed state). Όσον αφορά όμως την κυβέρνηση, η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολο να κατανοηθεί. Γιατί, όχι μόνο δεν επαληθεύονται οι δυσμενείς προγνώσεις που θέλουν την κυβέρνηση να έχει ήδη προ πολλού καταρρεύσει απέναντι στα πολλά και ετερόκλητα μέτωπα που έχει ανοίξει ή που εκ των πραγμάτων τής έχουν επιβληθεί (συνταξιοδοτικό, ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις, προσφυγικό, χρέος, διαχείριση περιορισμών κίνησης κεφαλαίων κλπ.), αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα όσο πιο πολύ αυξάνεται η πίεση προς αυτήν και τις κοινοβουλευτικές ομάδες που τη στηρίζουν, τόσο περισσότερο και οι δύο συσπειρώνονται. Αυτή η συσπείρωση συνοδεύεται από ένα φαινόμενο, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα — τουλάχιστον όσον αφορά τα τελευταία τριάντα χρόνια: η απομάκρυνση της κυβέρνησης και ενός μεγάλου μέρους των κοινοβουλευτικών ομάδων που τη στηρίζουν από τη βάση τους στο εκλογικό σώμα, όχι μόνο δεν φαίνεται να την αποδυναμώνει, αλλά την ενισχύει. Οι κυβερνητικοί βουλευτές που προπηλακίζονται, εμποδίζονται να κυκλοφορήσουν ή και εγκλωβίζονται σε δημόσιους χώρους από αγανακτισμένους πολίτες φαίνονται να υπομένουν σχετικά ήρεμοι τις ταλαιπωρίες, ενώ η αντίδρασή τους στις διαμαρτυρίες μπορεί να χαρακτηριστεί εν μέρει ως «θαρραλέα» (άλλοι θα την έλεγαν παράτολμη), γιατί τολμούν να «υπενθυμίσουν» στους διαμαρτυρόμενους πολίτες ότι το εκλογικό σώμα ψήφισε εν γνώσει του γεγονότος ότι η κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου θα εφάρμοζε τα συμφωνηθέντα στο τρίτο Μνημόνιο. Τα κυβερνητικά στελέχη, από την άλλη μεριά, δεν παύουν να τονίζουν ότι οι επαγγελματικές ομάδες που τώρα διαμαρτύρονται, είτε ανήκαν μέχρι τώρα στους ευνοούμενους του «συστήματος», είτε έχουν αλλάξει τη «φύση» τους (άκουσα έναν υπουργό να λέει ότι οι σημερινοί αγρότες είναι ελεύθεροι επαγγελματίες μοντέρνου τύπου και δεν έχουν πλέον καμία σχέση με τους μικρούς κληρούχους προηγούμενων γενεών) και συνεπώς έχουν απολέσει τον λόγο της στήριξής τους με διάφορα οικονομικά και φορολογικά προνόμια.

Η εμφάνιση των υπουργών, των βουλευτών και των κομματικών στελεχών της συγκυβέρνησης στον δρόμο, στον Τύπο και στα διάφορα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά πάνελ χαρακτηρίζεται από πολλούς ως αλαζονική, ως δείγμα αυταρχισμού, ή ακόμα και ως το πρώτο βήμα προς την εγκαθίδρυση ενός πατερναλιστικού και απολυταρχικού καθεστώτος. Δεν αμφισβητώ ότι η εν γένει συμπεριφορά του συνασπισμού που κυβερνά τη χώρα δεν έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Είμαι όμως της γνώμης ότι αυτά δεν είναι προπομποί ή συμπτώματα μιας στροφής προς τον αυταρχισμό, αλλά τα πρώτα δείγματα μιας εντελώς sui generis απομάκρυνσης από τα φαινόμενα του πελατισμού, της ρουσφετολογίας, και της άκρατης παροχολογίας που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία και το κράτος από καταβολής του, και που θα μπορούσε πολιτικά να περιγραφεί ως μια αργή, επίπονη και πλήρης αντιφάσεων διαδικασία χειραφέτησης από τον θεσμό της άτυπης «προστακτικής εντολής» (imperative mandate), η οποία καθόριζε μέχρι τώρα την ελληνική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού — παρά την επιταγή του ισχύοντος συντάγματος (αλλά και όλων των προηγούμενων) που επιβάλλει στους βουλευτές να ψηφίζουν κατά συνείδηση και όχι κατά την εντολή των εκλογέων τους.

Τα γεγονότα σηματοδοτούν την αλλαγή όχι της τυπικής μορφής του πολιτεύματος —αυτό παραμένει κοινοβουλευτικό με έναν έμμεσα αιρετό ανώτατο άρχοντα— αλλά την αλλαγή της φύσης των φορέων της πολιτικής, των κομμάτων και της σχέσης τους με το εκλογικό σώμα. Με άλλα λόγια, αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι —πάντα κατά τη γνώμη μου βέβαια— η τελευταία πράξη της μετεξέλιξης και προσαρμογής του ελληνικού κομματικού συστήματος από το μοντέλο του «κόμματος δικαιωμάτων» στο μοντέλο του «κόμματος ιδεών» που επικρατεί σε όλο τον δυτικό κόσμο, μια εξέλιξη που το μεταπολεμικό κομματικό σύστημα της Ελλάδας δεν μπόρεσε για πολλούς και διάφορους λόγους να ακολουθήσει – ακόμα και κατά την εποχή της μεταπολίτευσης.[1] Για να γίνει αυτό κατανοητό, και για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει η διάκριση ανάμεσα στο μοντέλο του «κόμματος δικαιωμάτων» και στο μοντέλο του «κόμματος ιδεών», είναι απαραίτητη μια σύντομη και λόγω του είδους του κειμένου αναγκαστικά ελλιπής ιστορική ανασκόπηση:

Το μοντέλο του πολιτικού κόμματος που καθόρισε τον πολιτικό βίο στην ηπειρωτική Ευρώπη του 19ου και του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνα ήταν το «κόμμα δικαιωμάτων»: ένας πολιτικός σχηματισμός που εκπροσωπούσε κατά κύριο λόγο αυτά που μια μερίδα πολιτών θεωρούσε ως δικαιώματα ή δίκαιες απαιτήσεις της και είχε ως απώτερο σκοπό την προσαρμογή του κράτους έτσι ώστε να εξυπηρετούνται κατά πρώτο λόγο τα δικαιώματα της μερίδας αυτής. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και ανήκουν και τα κλασικά κομουνιστικά κόμματα, παρ’ όλη τους την προσπάθεια να αυτοπροσδιοριστούν ως πολιτικοί σχηματισμοί που δεν εκπροσωπούν μόνο μία τυχαία πελατειακή ή ταξική κοινωνική ομάδα, αλλά το δίκαιο συμφέρον εκείνης της τάξης, η οποία στο τέλος θα αναιρούσε τα —σε επιμέρους «ταξικά συμφέροντα» υποβιβασμένα— δικαιώματα των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων και τάξεων και θα εγκαθίδρυε μια αταξική και ακρατική κοινωνία.

Αντίθετα, στον αγγλοσαξονικό χώρο, δηλαδή στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αναπτύχθηκε ήδη από τον 18ο αιώνα το μοντέλο του «κόμματος ιδεών». Το «κόμμα ιδεών» θεωρεί τα πολιτικά κόμματα ως «συλλόγους» πολιτών, που μοιράζονται μια συγκεκριμένη ιδέα ή γνώμη για το πώς θα οργανωθεί το κράτος έτσι ώστε να εξυπηρετήσει το κοινό συμφέρον, πράγμα που συνεπάγεται την υποταγή κάθε επιμέρους συμφέροντος και δικαιώματος στον σκοπό αυτό. Οι λόγοι που ευνόησαν τη δημιουργία αυτού του μοντέλου στον αγγλοσαξονικό χώρο έχουν να κάνουν κατά κύριο λόγο με το γεγονός ότι ο κοινοβουλευτισμός αναπτύχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στους κόλπους της αριστοκρατικής τάξης, και στις Ηνωμένες Πολιτείες ανάμεσα στους ανεξάρτητους ιδιοκτήτες αποίκους, δηλαδή μεταξύ «εκ θέσεως» δικαιωματικά ίσων και όχι, όπως έγινε στην ηπειρωτική Ευρώπη με τη Γαλλική Επανάσταση, ως συνέπεια της ομογενοποίησης των τριών τάξεων (ευγενών, κλήρου και αστών), τα μέλη των οποίων είχαν, λόγω της εντελώς διαφορετικής οργάνωσης του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού απολυταρχικού κράτους, εντελώς διαφορετικά και μεταξύ τους μη σύμμετρα δικαιώματα και υποχρεώσεις.[2]

Στην ηπειρωτική Ευρώπη η επαναστατική ανατροπή του συστήματος των τριών τάξεων, στο οποίο είχε μετεξελιχθεί ο μεσαιωνικός φεουδαρχισμός κατά την Αναγέννηση, οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός «δικαιωματικού» κοινοβουλευτισμού, όπου πλέον και οι τρεις παλαιές τάξεις (για την ακρίβεια, όσα μέλη τους κατάφεραν να επιζήσουν την τρομοκρατία του διευθυντηρίου στην Γαλλία και να μεταλαμπαδεύσουν αυτό το σύστημα στην υπόλοιπη Ευρώπη με τους ναπολεόντειους πολέμους) συνιστούν ένα ενιαίο νομοθετικό σώμα, το οποίο πρέπει και να εκλέξει μία γενικώς αποδεκτή εκτελεστική εξουσία και να θεσπίσει νόμους γενικής ισχύος. Έτσι όμως δίνεται η ευκαιρία στα μέλη των παλαιών τάξεων —που μόνο κατ’ όνομα έχουν μεταλλαχθεί σε «ίσους πολίτες» (citoyens)— να δημιουργήσουν οπορτουνιστικούς συνασπισμούς για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους νομοθετώντας μεν στο όνομα του λαού και πάνω στη βάση ορισμένων εντελώς αφηρημένων τυπικών κανόνων δικαίου και «δικαιωμάτων του πολίτη», αλλά στην πραγματικότητα προς το συμφέρον και εξυπηρέτηση των επιμέρους δικαιωμάτων μιας ομάδας του πληθυσμού που κρύβεται επιμελώς κάτω από τον μανδύα της δημοκρατίας, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.

Από τη μια μεριά, το μοντέλο αυτό επέτρεψε τη ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, των επιστημών και των τεχνών κατά τη διάρκεια του 19ου και του πρώτου τρίτου του 20ού αιώνα. Οι εγγενείς αντιφάσεις και οι ατέλειές του όμως ήταν και το πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί κατά τον 19ο αιώνα μια πρωτόγνωρη για τα ανθρώπινα δεδομένα κοινωνική ανισότητα (γιατί ήταν μια ανισότητα που δεν είχε πια καμιά εθιμική ή νομική βάση: μια ανισότητα νομικά και «δικαιωματικά» ίσων, μια από λογική άποψη αντιφατική ανισότητα), που με τη σειρά της έδωσε την αφορμή να αναπτυχθούν με σκοπό την υπέρβασή της στις αρχές του 20ού αιώνα οι διάφορες μορφές του ηπειρωτικού ιμπεριαλισμού, του φασισμού, της «κατευθυνόμενης δημοκρατίας» πολωνικού και βαλτικού τύπου, του πατερναλιστικού σοσιαλισμού και του μπολσεβικισμού, που οδήγησαν τελικά την Ευρώπη στις δύο μεγάλες πολεμικές συρράξεις του 20ού αιώνα και στα εγκλήματα του ναζισμού και του σταλινισμού.

Η από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναγεννημένη δυτική Ευρώπη μπόρεσε να αποτινάξει —με τη βοήθεια των Αγγλοσαξόνων συμμάχων και νικητών— τις αλυσίδες του «δικαιωματικού» κοινοβουλευτισμού και μαζί του το μοντέλο του κόμματος δικαιωμάτων και να το αντικαταστήσει με έναν κοινοβουλευτισμό κομμάτων ιδεών (τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους). Μακριά από αυτή την εξέλιξη έμειναν για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους η ανατολική Ευρώπη, οι δικτατορίες της ιβηρικής χερσονήσου, όπου ο φασισμός επέζησε για τριάντα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, και, ως ιδιάζουσα περίπτωση, η Ελλάδα, όπου μετά τον πόλεμο παλινορθώθηκε το πολιτικό σύστημα του προπολεμικού δικαιωματικού κοινοβουλευτισμού, το οποίο εδραιώθηκε μετά τη συντριπτική ήττα του «πατερναλιστικού» σοσιαλισμού στον Εμφύλιο, οι οπαδοί του οποίου αναγκάστηκαν είτε να εγκαταλείψουν τη χώρα είτε να προσαρμοστούν στους κανόνες που θέσπισαν οι νικητές. Μαζί με την παλινόρθωση του προπολεμικού κομματικού συστήματος επανήλθαν και οι αντιφάσεις του, που οδήγησαν τη χώρα στη δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας θα περίμενε κανείς να γίνει το τελευταίο βήμα που θα ολοκλήρωνε την οικονομική ενσωμάτωση της Ελλάδας στη δυτική Ευρώπη με την πολιτική μεταρρύθμιση του παλαιού κομματικού συστήματος. Αυτή η μεταρρύθμιση έγινε μεν, αλλά μόνο επιφανειακά. Αντί να δημιουργηθούν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα κόμματα ιδεών κατ’ αναλογία και μίμηση των πλέον επί τρεις δεκαετίες (1945-1974) δοκιμασμένων σχημάτων των μεγάλων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών κομμάτων, δημιουργήθηκαν δύο μεγάλοι «πολυσυλλεκτικοί» σχηματισμοί, οι οποίοι, όχι μόνο συγκέντρωσαν και κάλυψαν τις μέχρι τότε υφιστάμενες ομάδες δικαιωμάτων, αλλά και ενίσχυσαν το σύστημα δημιουργώντας καινούριες. Υπενθυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1981 θέτοντας τις δυνάμεις του στην υπηρεσία των «μη προνομιούχων Ελλήνων». Η πολιτική του πορεία όμως έδειξε, ότι αντί να καταργήσει τα προνόμια, δημιούργησε νέες κατηγορίες προνομιούχων. Μία τακτική που και το αντίπαλο δέος του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο δεν καταπολέμησε, αλλά κατά κόρον χρησιμοποίησε όσες φορές βρέθηκε στην εξουσία .

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη σημερινή πραγματικότητα.

Το παράδοξο πλην ιστορικά ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι το παρόν κυβερνητικό σχήμα και οι κοινοβουλευτικές ομάδες που το στηρίζουν εμφανίστηκαν και δυναμώθηκαν ως κλασικά κόμματα δικαιωμάτων και κατέκτησαν την εξουσία στο πλαίσιο του υφιστάμενου συστήματος και αξιοποιώντας τους δοκιμασμένους μηχανισμούς του, δηλαδή υποσχόμενα στην εκλογική βάση τους τη διατήρηση και τη διεύρυνση των προνομίων και των «κεκτημένων δικαιωμάτων» τους. Όμως η «ρυθμιστική δύναμη των γεγονότων», όπως θα έλεγε ο Habermas, τα ανάγκασε να ευθυγραμμιστούν με τις επιταγές των λεγόμενων «θεσμών», αθετώντας έτσι σχεδόν όλες τις υποσχέσεις τους, με μόνη εξαίρεση μέχρι τώρα την υπόσχεση να μη θίξουν περισσότερο τα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων, κάτι που όμως, όπως φαίνεται, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να πράξουν, κόβοντας έτσι τα τελευταία δεσμά εξάρτησής τους από την εκλογική τους βάση. Αυτή η εξέλιξη, που όπως ξέρουμε δεν ανήκε ποτέ στις προθέσεις των κυβερνώντων (οπότε δεν έχουμε να κάνουμε με «προδοσία ιδανικών» αλλά με ένα είδος «έντιμης άνευ όρων υποταγής»), έχει ως συνέπεια τη μετάβαση του συνολικού κομματικού συστήματος της Ελλάδας από το δικαιωματικό στο μοντέλο των «κομμάτων ιδεών». Η καλύτερη εμπειρική επιβεβαίωση αυτής της μετάλλαξης δεν είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση αρνείται ότι είχε υποσχεθεί τίποτα άλλο εκτός από «αίμα, ιδρώτα και δάκρυα» και επισημαίνει ότι ο λαός την έχει εκλέξει εν πλήρη γνώσει των συνεπειών της επιλογής του, αλλά το γεγονός ότι όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων και του ΚΚΕ και της ΧΑ, έχουν εγκαταλείψει την παροχολογία και τη δικαιωματική ρητορική — η αναφορά στο «δίκιο του εργάτη, αγρότη» κλπ. του ΚΚΕ έχει από καιρό υπερβατικό και σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού η «προνομιοδοτική» πολιτική του ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης του στέρησε και τα τελευταία ίχνη μιας σοβαρής ταξικής κοινωνικής βάσης. Μια επιπλέον εμπειρική επιβεβαίωση είναι και το γεγονός ότι τα αντιπολιτευόμενα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» δυσκολεύονται πολύ στην παρούσα κατάσταση να τονίσουν εκείνα τα σημεία στα οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν μια εναλλακτική πολιτική ακολουθώντας όμως τους ίδιους στόχους με την κυβέρνηση, που δεν είναι άλλοι από την οικονομική, πολιτική και κρατική επιβίωση της Ελλάδας ως βασικού μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο υγιής σκεπτικιστής θα αμφισβητήσει, σε αυτό το σημείο, το αν αυτή η μετάλλαξη είναι κάτι περισσότερο από μια επιφανειακή αλλαγή τακτικής των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος με απώτερο σκοπό την επιβίωση του καταστροφικού μοντέλου του «δικαιωματικού κοινοβουλευτισμού». Και θα επισημάνει ότι, ακόμα και αν αυτή η στροφή έχει συντελεστεί ή συντελείται σε επίπεδο κρατικών και κομματικών δομών, δεν θα ακολουθηθεί από τη μάζα των πολιτών που είναι εδώ και γενεές γαλουχημένοι με την ιδέα ότι η πρώτη μέριμνα του κράτους και των πολιτικών είναι η διατήρηση, εξυπηρέτηση και ει δυνατόν επέκταση των «κεκτημένων δικαιωμάτων» τους.

Όσον αφορά τη δεύτερη αμφισβήτηση είμαι αισιόδοξος: το 40% τού ΝΑΙ στο ιονεσκικό δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου δείχνει πως ένα μεγάλο μέρος των πολιτών έχει κατανοήσει ότι η πηγή και ο εγγυητής τόσο της ατομικής τους ελευθερίας και ευμάρειας όσο και ενός δίκαιου και κοινωνικά ανθρώπινου κράτους είναι η συμμετοχή σε μια κοινωνία κοινωνιών που έχουν ως πρώτη επιταγή τους την ιερότητα της αξίας του ανθρώπου — την «κοινωνία των κοινωνιών» που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις συνδεδεμένες με αυτήν κοινωνίες του ευρωατλαντικού χώρου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μεν αριθμητικά η μειοψηφία, αλλά αποτελούν ένα συμπαγές σώμα — σε αντίθεση με την «πλειοψηφία» τού ΟΧΙ που είναι κατακερματισμένη στους μυριάδες ατομικούς λόγους που ώθησαν τον κάθε ένα σε αυτή την απόφαση. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι και η πλειοψηφία τού ΟΧΙ έκανε την επιλογή της βασιζόμενη στη βεβαιότητα ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν θα έχει καμιά συνέπεια για την παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ως επίσης ότι και εκείνο το 40% που αποφάσισε να μη συμμετάσχει καθόλου στο δημοψήφισμα το έκανε ακριβώς επειδή κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάτι άνευ πρακτικής σημασίας, τότε μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι η συνειδητοποίηση από την πλειοψηφία των πολιτών της ηθικής επιταγής ότι τα δικαιώματα απορρέουν από την εκπλήρωση των «καθηκόντων απέναντι στον άνθρωπο και στην κοινωνία» (Simone Weil) και δεν προηγούνται αυτών, είναι μόνο θέμα χρόνου και μιας καλής και έξυπνης καμπάνιας διαφωτισμού.

Όσον αφορά την πρώτη αμφισβήτηση, πραγματικά δεν μπορώ να γνωρίζω τις σκέψεις και τις προθέσεις των ανθρώπων που επανδρώνουν τις κυβερνητικές δομές. Μου αρκεί όμως το γεγονός ότι λειτουργούν προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμα και αν αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή τους και μόνο υπό την πίεση και την καθοδήγηση εξωτερικών παραγόντων. Μου αρκεί επίσης —προς το παρόν τουλάχιστον— το γεγονός της αποκόλλησης του κομματικού συστήματος από τη δικαιωματική, πληβειακή και προνομιοκεντρική βάση του. Ας μην ξεχνάμε ότι στη δυτική Ευρώπη η μετάβαση από τον δικαιωματικό στον ιδεοκεντρικό κοινοβουλευτισμό κράτησε σχεδόν σαράντα χρόνια και απαίτησε δύο καταστροφικούς πολέμους. Για την Ελλάδα υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα συντελεστεί σε μιάμιση δεκαετία και με μόνο κίνητρο την πολιτική πίεση των εταίρων και των οικονομικοπολιτικών εξελίξεων στην ευρύτερη γεωγραφική της περιοχή. Το ότι αυτή η μετάλλαξη συντελείται κατά πάσα πιθανότητα αντίθετα προς τις προθέσεις και επιδιώξεις αυτών που τη διεκπεραιώνουν μας δείχνει ότι ο ορθός λόγος δεν είναι μόνο πανούργος (Hegel), αλλά καμιά φορά και χαιρέκακος…

[1] Μια βαθιά κριτική ανάλυση του προπολεμικού κομματικού συστήματος των «κομμάτων δικαιωμάτων» και του ρόλο που έπαιξαν στην επέλαση του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη έχει παραθέσει η Simone Weil στο βιβλίο της, «Ανάγκη για ρίζες: Μια διακήρυξη καθηκόντων απέναντι στον άνθρωπο και στην κοινωνία», μετάφραση Μαρία Μαλαφέκα, Αθήνα: Κέδρος 2014.

[2] Μια ωραία περιγραφή των αρχών του πολιτικού συστήματος των Ηνωμένων Πολιτειών θα βρούμε στο βιβλίου του Alexis de Tocqueville, «Η δημοκρατία στην Αμερική», μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα: Στοχαστής 2008, και φυσικά στο κλασικό έργο των Madison, Jay και Hamilton, «Τα ομοσπονδιακά κείμενα των ΗΠΑ», επιμέλεια Θοδωρής Πελαγίδης & Μάριος Ευρυβιάδης, μετάφραση Ελένη Χατζηδημητρίου, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση 2009.

ΥΓ: Ενώ γράφω αυτές τις αράδες, διαβάζω τη δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ότι «η βασική παθογένεια της δημοκρατίας στην Ελλάδα —και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Αμερική και στην Ευρώπη και όπου αλλού θέλετε— είναι η αυτονόμηση συγκεκριμένων πολιτικοοικονομικών κύκλων διαμέσου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία δεν είναι δημοκρατικά, αλλά κάνουν κατάχρηση του δημόσιου χαρακτήρα της πληροφόρησης και της ενημέρωσης και προφανώς χρειάζεται ρύθμιση», και σκέφτομαι με μια δόση πικρίας ότι τελικά ο ορθός λόγος δεν είναι μόνο χαιρέκακος αλλά και σαδιστής — μέχρι το μεδούλι.

[ Εικονογράφηση: Francisco Goya, Ο Μαραγκάτο απειλεί με το όπλο του τον μοναχό Πέδρο, περ. 1806 ].