Η καταγωγή της οικογένειας
Δεν υπάρχει «αδιάφορος» Τέρενς Ντέιβις. Αν μη τι άλλο, το νέο του φιλμ «Sunset Song» («Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λιούις Γκράσικ Γκίμπον, επαληθεύει το ενδιαφέρον (όχι μονοσήμαντα θετικό) με το οποίο στέκεται κανείς μπροστά στις ταινίες του. Και, για όσους έχουν δει το προηγούμενο έργο του, αυτή είναι η λιγότερο αφηρημένη, η πιο αφηγηματικά συντηρητική ταινία του μέχρι σήμερα.
Το «Sunset Song» κινείται γύρω από την Κρις (Άγκνες Ντέιν), ένα όμορφο κορίτσι που μεγαλώνει στην αγροτική Σκοτία στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο πατέρας της (Πίτερ Μούλαν) είναι ένας άχαρος σαδιστής, κολλημένος με την Αγία Γραφή, το είδος του αυστηρού χαρακτήρα που συνήθως στις βρετανικές ανεξάρτητες παραγωγές παίζει ο… Πίτερ Μούλαν. Η τοποθέτηση του χαρακτήρα του Μούλαν ως του σημείου όπου θα κατευθυνθεί όλος ο φόβος και η εχθρότητα του κοινού είναι μάλλον επιλογή του συγγραφέα Γκίμπον και όχι του Ντέιβις, αλλά ο σκηνοθέτης είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός στη μετατροπή της λογοτεχνικής σύλληψης σε τρομακτική εμπειρία: τον μίσησα τον Μούλαν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.
Ενώ η πρώτη ώρα του «Sunset Song» ασχολείται με τις προσπάθειες της Κρις να φανταστεί μια ζωή για τον εαυτό της μακριά από την πατριαρχική φυλακή, μεγάλο μέρος του φιλμικού χρόνου (όπως συνήθως στον Ντέιβις) ασχολείται με το βλέμμα της και κυρίως με το αντικείμενο του βλέμματός της. Κατηφείς και μουχλιασμένοι εσωτερικοί χώροι αντιπαρατίθενται σε εκπληκτικά, αδιανόητα χρωματισμένα εξωτερικά πλάνα του σιταριού και του γρασιδιού (70 χιλιοστά, φίλε Κουέντιν), με voiceover αποσπάσματα από το μυθιστόρημα (à la Μάλικ). Στο πρώτο μισάωρο της ταινίας, είχα τη λίγο άβολη ιδέα ότι έβλεπα έναν υπερ-εξευγενισμένο κλασικισμό να ρέπει προς την αφέλεια: δεν μου ήρθε στο μυαλό τόσο το αριστούργημα του Ντέιβις «The Long Day Closes», όσο το αξίωμα του στυλίστα Ρίντλεϊ Σκοτ ότι, «Κάθε καρέ πρέπει να είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να μπορείς να το κάνεις πίνακα που θα κρεμάσεις στον τοίχο σου».
Η μητέρα της Κρις αυτοκτονεί, και ο πατέρας παθαίνει ένα γερό εγκεφαλικό. Η Κρις γνωρίζει και ερωτεύεται τον Γιούαν (Κέβιν Γκάθρι) στο γλυκόπικρο μεσαίο κομμάτι του φιλμ: ένα σύντομο ειδύλλιο που γίνεται ακόμη πιο παραδεισένιο από το γεγονός ότι φέρνει μια αίσθηση ανακούφισης από όσα προηγήθηκαν (αν και η ταινία μάς κάνει συνεχώς να αναμένουμε το χειρότερο). Το ζευγάρι παντρεύεται στον αχυρώνα της Κρις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Σε μια εξαιρετικά δυνατή σκηνή, η Κρις διασκεδάζει τους καλεσμένους με ένα τραγούδι και ο σκηνοθέτης ξεκινά από ένα ευρύ πλάνο για να περάσει (και να μείνει) σε ένα κοντινό στο πρόσωπό της. Είναι λίγο «αντιαισθητικό», αλλά μικρή σημασία έχει: είναι ίσως η πιο γαλήνια στιγμή του φιλμ, και η ευτυχία της Κρις είναι κάτι παραπάνω από δίκαιη — κατακτημένη με πόνο και δάκρυα.
Η Κρις και ο Γιούαν κάνουν παιδί. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκινά. Ο Γιούαν πάει στον στρατό. Γυρίζει από τη βασική εκπαίδευση εντελώς αλλαγμένος: καμία σχέση με τον άνθρωπο που παντρεύτηκε η Κρις — μοιάζει να είναι πλέον πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία του πατέρα της. Αυτή η μεταβολή δίνεται αριστοτεχνικά και μαρτυρά την ανάλγητη αδιαφορία του χρόνου: η ιστορία που παρακολουθούμε αρχίζει και τελειώνει στην Κρις, στην οικογένεια που της έλαχε και στην οικογένεια που έφτιαξε.
Τελικά, το «Sunset Song» αποκαλύπτει τι ήταν αυτό (εκτός από το αδιανόητο εύρος του κακού που η χριστιανοσύνη επέτρεψε στους άντρες να κάνουν) που τράβηξε τον Ντέιβις στο βιβλίο: η σύνδεση που προσφέρει η μνήμη μεταξύ των εσωτερικών τραυμάτων και του εθνικού σκοτσέζικου μύθου. Ήμουν πλήρως απροετοίμαστος για τις συγκλονιστικές τελικές σεκάνς της ταινίας, όπου η κάμερα επιστρέφει στα ίδια πανέμορφα πλάνα που είδαμε νωρίτερα, αλλά που τώρα τα βλέπουμε φορτωμένα με μια θλίψη που (κυριολεκτικά) κόβει την ανάσα και ένα υψιπετές μεγαλείο που κινδυνεύει να κάνει το φιλμ σχεδόν εθνικιστικό παιάνα.
Δεν υπάρχει «αδιάφορος» Τέρενς Ντέιβις.