Η «ιδεολογία» της πειθούς

L
Όλγα Σελλά

Η «ιδεολογία» της πειθούς

Είναι μια φράση που την ακούω καθημερινά. Σε όλες τις ενημερωτικές εκπομπές, σε όλα τα δελτία ειδήσεων, σε όλα τα ρεπορτάζ ή τα πάνελ για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Προέρχεται από μέλη της κυβέρνησης ή εκπροσώπους του κυβερνώντος κόμματος: «Διά της πειθούς θα απομακρυνθούν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες από την Ειδομένη, τον Πειραιά» κλπ. Σκέφτομαι αυτές τις τρεις λέξεις —«διά της πειθούς»— από την πρώτη φορά που τις άκουσα. Στην αρχή έπεσα κι εγώ στην παγίδα της ελπίδας: Λες να πειστούν; Γιατί όχι; Αφού τους προτείνουν να πάνε σε στοιχειωδώς καλύτερες συνθήκες.

Όσο περνούν οι μέρες, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Και το ζήτημα δεν βρίσκεται στο γιατί δεν πείθονται οι πρόσφυγες-μετανάστες να πάνε σε άλλα κέντρα διαμονής, όπου δεν θα βρέχονται αν μη τι άλλο. Το ζήτημα βρίσκεται ακριβώς στο ότι το επίσημο κράτος επιμένει ότι ο μόνος τρόπος να ακολουθήσουν κάποιοι άνθρωποι τις επιλογές του —του επίσημου κράτους δηλαδή— είναι η πειθώ. Και να ήταν η μόνη επίκληση αυτής της πειθούς…

Όσοι κινούμαστε με το μετρό ακούμε πολλές φορές τις ανακοινώσεις από τα μικρόφωνα των σταθμών: «Παρακαλούμε να περιμένετε να αποβιβαστούν οι επιβάτες του συρμού και μετά να επιβιβαστείτε». Ή: «Στις κυλιόμενες σκάλες να στέκεστε δεξιά». Ή: «Απαγορεύεται η χρήση φαγητού και ποτού στους σταθμούς και στους συρμούς». Ε, και; Στους σταθμούς οι επιβάτες ορμάνε να μπουν και σπρώχνουν προς τα μέσα όσους θέλουν να κατέβουν· οι καβγάδες καθημερινοί και δεδομένοι. Στις κυλιόμενες σκάλες φιλοξενούνται καθημερινά, εκτός από τους χιλιάδες επιβάτες, και σκηνές απείρου κάλλους με όσους θέλουν να προχωρήσουν πιο γρήγορα από την αριστερή πλευρά της σκάλας, αλλά… σκοντάφτουν σε αρκετούς που δεν έχουν πειστεί! Όσο για το φαγητό και το ποτό, περιμένω πότε θα με λούσει κάποιος καφές ή κάποιο αναψυκτικό… Και να φανταστείτε ότι στην προκειμένη περίπτωση ακούγεται και η λέξη «απαγορεύεται». Ούτε αυτή πείθει, καθώς φαίνεται.

Όσοι περπατάμε στα πεζοδρόμια της Αθήνας πηγαίνουμε τοίχο-τοίχο, γιατί δίπλα περνούν, με απόλυτη άνεση και πλήρη ταχύτητα, ένα σωρό δίκυκλα. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει σαφής νόμος, που όμως δεν έχει πείσει όσους τον αγνοούν. Ο ίδιος νόμος υπάρχει και για όσα τροχοφόρα κλείνουν τις διαβάσεις των πεζών και τις μπάρες των πεζοδρομίων, ή για εκείνα που παρκάρουν παράνομα πάνω στα πεζοδρόμια και αναγκάζουν τους πεζούς να εκτεθούν στον κίνδυνο της κίνησης των αυτοκινητόδρομων. Ούτε αυτούς πείθει.

Περιπτώσεις απείθειας και μη συμμόρφωσης των πολιτών υπάρχουν δεκάδες στην καθημερινότητα της συμπεριφοράς μας. Είναι η μία όψη της κοινωνίας. Η άλλη όψη, όμως, είναι —τουλάχιστον σε κράτη που σέβονται τον εαυτό τους και τους πολίτες τους— να μη συγχωρούνται όσα θεωρούνται ασυγχώρητα, οι παραβάσεις ή οι απείθαρχες συμπεριφορές. Να υπάρχει ένα κόστος για όποιον δεν σέβεται τους κανόνες που έχει η πολιτεία επιλέξει, και που κάποιοι άλλοι σέβονται. Να υπάρχουν τρόποι ώστε όσοι ρέπουν προς την απείθεια να κατανοούν πολύ γρήγορα ότι «δεν τους παίρνει», ότι υπάρχουν όρια, ότι κάποια πράγματα δεν συγχωρούνται, ότι υπάρχει ένα πλαίσιο που πρέπει να γίνει αποδεκτό και να τηρηθεί, για να λειτουργήσει στοιχειωδώς η πολιτεία και η καθημερινότητα των πολιτών και όσων διαβιούν σε κάθε χώρα.

Μπορεί άραγε να στηρίζεται κανείς (και κυρίως η πολιτεία, οι θεσμοί, οι οργανισμοί, οι φορείς) μόνο στην εξαιρετικά πολιτισμένη έννοια της πειθούς; Σε κανονικά κράτη ίσως και να μπορεί. Εκεί, δηλαδή, όπου η μακροχρόνια παιδεία έχει προετοιμάσει τους πολίτες για τι σημαίνει σεβασμός της πόλης, σεβασμός του γείτονα, σεβασμός της συνύπαρξης, και, πρωτίστως, σεβασμός των κανόνων για να γίνει δυνατή η όποια συνύπαρξη και η όποια καθημερινότητα. Σ’ αυτή τη χώρα, πάσχουμε από όλα αυτά. Και η σημερινή Πρώτη Φορά Αριστερά εμμένει και επιμένει στην πανάκεια της πειθούς για να λυθούν φλέγοντα και επείγοντα προβλήματα.

Έχω ένα κακό ελάττωμα: αναρωτιέμαι διαρκώς για διάφορα. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, γιατί αυτή η επιμονή στη μέθοδο της πειθούς και όχι στην τήρηση και την εφαρμογή των νόμων και των αποφάσεων. Σκέφτηκα ότι ένα μέρος του «κακού του ριζικού» μας ίσως βρίσκεται στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν —σαν αντίβαρο και αντίδραση στην προηγηθείσα δικτατορία— οι νεολαίοι εκείνων των χρόνων, που σήμερα είναι υπουργοί, υιοθέτησαν, υπερασπίστηκαν και διεκδίκησαν συμπεριφορές δυσανεξίας σε κάθε είδους κανόνες. Τότε ήταν το απωθημένο, η εκτόνωση από τα επτά χρόνια δικτατορίας. Αλλά αυτή η δυσανεξία σε κάθε είδους όριο —στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα— έγινε ιδεολογία. Νομίζω ότι έχουν και οι ίδιοι πρόβλημα με τον εαυτό τους να δεχτούν το πλαίσιο ενός κανόνα: να καταθέσουν, π.χ., σωστή φορολογική δήλωση…

Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα.

Την ώρα της γραφής αυτού του κειμένου, άκουγα τον αναπληρωτή υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννη Μουζάλα, να μιλάει στη Βουλή. Έλεγε: «Δεν θα μπορούσαν να γίνουν μαγικά ώστε να αδειάσει η Ειδομένη». Άθελά του, επιβεβαίωνε το σκεπτικό μου. Η αποδοχή των κανόνων, των πλαισίων και των ορίων, είναι κάτι «μαγικό».

Αλλά αυτή η αντίληψη, η ιεροποίηση της ιδεολογίας της πειθούς και η άρνηση των κανόνων και των ορίων μιας ευνομούμενης πολιτείας, δημιουργεί απλώς απείθαρχους πολίτες.