Alternative für Deutschland
Το αποτέλεσμα των εκλογών στα τρία γερμανικά ομόσπονδα κράτη Βάδη-Βυρτεμβέργη, Ρηνανία-Παλατινάτο και Σαξονία-Άνχαλτ ήταν λίγο ώς πολύ αναμενόμενο. Και ως προς το γεγονός ότι στα δύο δυτικά κράτη της «παλιάς ομοσπονδίας» έχασε το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, αλλά και ως προς το γεγονός ότι το καινούριο κόμμα, η «Εναλλακτική [οδός] για τη Γερμανία» (AfD), κατέκτησε ένα διψήφιο εκατοστιαίο ποσοστό επί των ψήφων. Αυτό που ίσως δεν ήταν αναμενόμενο, χωρίς όμως να αποτελέσει και σοκαριστική έκπληξη, ήταν το ότι στη Σαξονία-Άνχαλτ το AfD πήρε σχεδόν το ένα τέταρτο των έγκυρων ψήφων με μια συμμετοχή κατά πολύ υψηλότερη από αυτή των δύο προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Με άλλα λόγια, το εκλογικό αποτέλεσμα στη Σαξονία-Άνχαλτ ήταν εξαίρεση από τον κανόνα ότι τα ακραία κόμματα αποδυναμώνονται με την αύξηση της συμμετοχής στις εκλογές.
Ποιο είναι το «μήνυμα» των εκλογών; Σηματοδοτεί την αρχή της κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας; Αρχίζει και στη Γερμανία να εξαπλώνεται ένα ευρωσκεπτικιστικό, ξενοφοβικό και εθνικολαϊκιστικό κίνημα που θα σημάνει την απαρχή, αν όχι της διάλυσης, τουλάχιστον του μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μία ζώνη ελεύθερου εμπορίου; Κατά τη γνώμη μου, κανένα από τα σενάρια της καταστροφής που κυκλοφορούν δεν πρόκειται να επαληθευτεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το φαινόμενο AfD είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί. Το AfD ήρθε για να μείνει τουλάχιστον την επόμενη δεκαετία και, ακόμα και αν δεν τα καταφέρει να επιζήσει σε ομοσπονδιακό επίπεδο πάνω από μία ή δύο εκλογικές περιόδους, θα μείνει τουλάχιστον στο επίπεδο των κρατικών κοινοβουλίων και οπωσδήποτε στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης. Όμως δεν θα καταφέρει να επηρεάσει σημαντικά την πολιτική σε κανένα επίπεδο, για λόγους που έχουν σχέση τόσο με τη συνταγματική δομή της ΟΔΓ όσο και με την ετερογενή βάση του στο εκλογικό σώμα.
Το σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περιέχει μερικές πολύ ισχυρές «ουσιαστικές» επιταγές, οι οποίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική γραμμή όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων που θέλουν να είναι συντεταγμένα όχι μόνο με το γράμμα αλλά και με το πνεύμα του συντάγματος. Έτσι, εκτός από τη γενική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει απολύτως την αξία του ανθρώπου γενικά (και όχι μόνο την αξία των Γερμανών ή μόνο των κατοίκων της ΟΔΓ) που επιτάσσει το άρθρο 1 του Συντάγματος, υπάρχουν συνταγματικές διατάξεις που επιβάλουν στην ΟΔΓ να εργαστεί για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (προοίμιο και άρθρο 23), όπως επίσης της επιβάλουν να παραχωρεί άσυλο σε όσους διώκονται για πολιτικούς λόγους (σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι διώξεις για λόγους θρησκείας, φυλετικής καταγωγής ή αυτοπροσδιορισμού του φύλου — άρθρο 16a). Επίσης, το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά και κατηγορηματικά χωρίς καμία εξαίρεση τη θανατική ποινή, πράγμα που καθιστά αδύνατη την έκδοση ποινικά καταζητούμενου σε χώρα όπου μπορεί να του επιβληθεί θανατική ποινή για το αδίκημα που διέπραξε (άρθρο 102). Η επιταγή αυτή είναι τόσο ισχυρή, ώστε υπερίσχυε ακόμα και του καθεστώτος ετεροδικίας που απολάμβαναν οι Αμερικανοί στρατιώτες που ήταν και είναι σταθμευμένοι στο έδαφος της ΟΔΓ (π.χ., Αμερικανοί στρατιώτες που διέπρατταν φόνους με θύματα πολίτες δικάζονταν από ομοσπονδιακά δικαστήρια και όχι από αμερικανικά στρατιωτικά δικαστήρια, για να μη διατρέξουν τον κίνδυνο να τους επιβληθεί η θανατική ποινή).
Στην πράξη, οι συνταγματικές διατάξεις περί ασύλου και απαγόρευσης της θανατικής ποινής σημαίνουν ότι η ΟΔΓ είναι υποχρεωμένη να χορηγήσει άσυλο σε όλους όσους είναι κατατρεγμένοι για πολιτικούς, θρησκευτικούς ή κοινωνικούς λόγους και καταφέρνουν φτάσουν στο κατώφλι της. Επίσης, είναι υποχρεωμένη να «ανέχεται» στο έδαφός της την παραμονή προσώπων που δεν είναι πλέον σε θέση να επιστρέψουν στην πατρίδα τους επειδή εκεί υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή τους εκ μέρους του κράτους, π.χ. γιατί σε μερικά κράτη μόνο και μόνο το γεγονός ότι κάποιος έκανε αίτηση ασύλου σε άλλη χώρα θεωρείται πράξη εσχάτης προδοσίας ή γιατί το κράτος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τη σωματική ακεραιότητα ενός ανθρώπου ή μιας φυλετικής ή κοινωνικής ομάδας. Επιπλέον, το άρθρο 1 του Συντάγματος υποχρεώνει το κράτος να μην κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε κατοίκους και μη κατοίκους, ενώ το προοίμιο και το άρθρο 23 θέτουν πολύ συγκεκριμένα όρια στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Αυτές οι ουσιαστικές επιταγές έχουν τόσο εμπεδωθεί στην πολιτική και κοινωνική ζωή της μεταπολεμικής Γερμανίας, ώστε είναι αδύνατον να αμφισβητηθούν ανοιχτά από ένα πολιτικό κόμμα που επιδιώκει την υποστήριξη τουλάχιστον ενός μέρους του «κέντρου» της γερμανικής κοινωνίας, πέραν του γεγονότος ότι μία ανοιχτή αμφισβήτησή τους αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για να κηρυχθεί το κόμμα αυτό αντισυνταγματικό και να απαγορευτεί.
Μια ματιά τώρα στο εκλογικό πρόγραμμα του AfD δείχνει ότι όλες αυτές τις συνταγματικές επιταγές το κόμμα αυτό τις αποδέχεται χωρίς αντιρρήσεις. Ακόμα και στο θέμα της αντιμετώπισης των αιτούντων άσυλο, το AfD δεν παίρνει αποστάσεις ούτε αντιτίθεται στις συνταγματικές επιταγές. Αυτά που απαιτεί είναι, πρώτον, να γίνεται πιο αυστηρή επιλογή ώστε να διαχωρίζεται πιο αποτελεσματικά το στάρι των πραγματικά κατατρεγμένων από την ήρα των απλών οικονομικών μεταναστών και, δεύτερον, να διευρυνθεί ο κατάλογος των χωρών που εγγυώνται την ασφάλεια των προσφύγων, ώστε να περιοριστούν οι ροές προς τη Γερμανία. Στο θέμα της μετανάστευσης, το AfD απαιτεί μια επιλογή των επίδοξων μεταναστών που προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ με βάση τις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας και τον περιορισμό του φαινομένου που ονομάζεται «κοινωνικός τουρισμός». Επιπλέον, το AfD απαιτεί να υποχρεώνονται οι πρόσφυγες να αποδεχτούν τις «ευρωπαϊκές πολιτιστικές αξίες» και να εργαστούν προς την πολιτιστική αφομοίωσή τους. Το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η απαίτηση εν όψει του γεγονότος ότι το ομοσπονδιακό γερμανικό κράτος είναι ουδέτερο απέναντι στα θρησκευτικά δόγματα και τις οργανώσεις τους, του γεγονότος δηλαδή ότι ισχύει συνταγματικά η αρχή της ανεξιθρησκίας και το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, δεν είναι εύκολα κατανοητό.
Σε σχέση με την ΕΕ, το AfD είναι πάλι, σύμφωνα με το δημοσιοποιημένο πρόγραμμά του, υπέρ της διατήρησης της Ένωσης, δηλαδή και εδώ δεν αντιτίθεται ανοιχτά στις συνταγματικές επιταγές. Όμως το AfD εμφανίζεται ως υπέρμαχο της αρχής της επικουρικότητας, δηλαδή της αρχής ότι η Ένωση θα πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με θέματα που δεν μπορούν να λυθούν στο επίπεδο των κρατών-μελών της. Αυτό σημαίνει ότι είναι κατά της οποιασδήποτε μορφής εμβάθυνσης της συνοχής της ΕΕ, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους, και είναι σφόδρα πολέμιο του ενιαίου νομίσματος. Η αντίθεση προς το ευρώ ήταν μάλιστα το βασικό πολιτικό θέμα που οδήγησε στην ίδρυση του κόμματος.
Όπως βλέπουμε λοιπόν, όσον αφορά τις προγραμματικές του θέσεις, το AfD εμφανίζεται ως κόμμα που ανήκει στο δεξιό άκρο του «συνταγματικού τόξου» της ΟΔΓ, με θέσεις που λίγο πιο ευρωσκεπτικιστικές από αυτές της Βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) και της δεξιάς πτέρυγας του κυβερνώντος CDU. Οι ελάχιστες διαφορές του με τη «Δεξιά της συνταγματικής Δεξιάς» δεν αρκούν από μόνες τους για να εξηγήσουν την εκτόξευσή του στην προτίμηση του εκλογικού σώματος. Οι κύριοι λόγοι που το έφεραν στα κοινοβούλια είναι, από τη μία, η δυσφορία μεγάλου μέρους των απολιτικών εκλογέων με το υπάρχον πολιτικό σύστημα και, από την άλλη, ένας ασαφής φόβος μιας «συντηρητικοποίησης» των ηθών από την «επέλαση» του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος τροφοδοτείται και ενισχύεται από τις ειδήσεις για τρομοκρατικές επιθέσεις, όπως αυτές που συνέβησαν την 22α Μαρτίου 2016 στις Βρυξέλλες, από τις εικόνες των βιαιοτήτων που διαπράττουν ισλαμιστές που προβάλλουν τα ΜΜΕ, αλλά και από καθημερινές προστριβές με μουσουλμάνους συμπολίτες, οι οποίες ανάγονται στην πολιτισμική και θρησκευτική διαφορά αντί να αποδοθούν στον προσωπικό χαρακτήρα των συμμετεχόντων.
Όμως, επειδή σε πολιτικό πεδίο οι περισσότερες θέσεις του AfD ταυτίζονται με τις θέσεις του δεξιού μέρους του πολιτικού φάσματος των Γερμανών συντηρητικών, ενώ αυτές που διαφέρουν είναι είτε πρακτικά ανέφικτες, είτε αντισυνταγματικές και άρα μη εφαρμόσιμες, το AfD είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένο να παραμείνει στην αντιπολίτευση, επειδή κάθε συνεργασία με τα «παλιά» κόμματα θα το απαξίωνε αμέσως στα μάτια των ψηφοφόρων του. Όμως ως «ριζοσπαστική» αντιπολίτευση είναι καταδικασμένο σε πολιτική απραξία, επειδή οι θέσεις του είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμες και ως εκ τούτου επίσης μη συζητήσιμες. Αυτό συνεπάγεται την πολιτική του αναποτελεσματικότητα, κάτι που θα επισύρει αναγκαστικά την απογοήτευση των ψηφοφόρων του.
Αυτοί είναι οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους το νεότευκτο AfD θα είναι, παρ’ όλη την ανησυχητική επιτυχία του στις πρόσφατες τοπικές εκλογές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μια εφήμερη εμφάνιση στο πολιτικό στερέωμα. Θα δούμε, τώρα, πώς και η κομματική σύνθεσή του αλλά και η εκλογική βάση του θα συνδράμουν ενεργά στη διαδικασία εκφυλισμού και απαξίωσής του.
Η «πρώτη» γενιά του AfD, αυτή των ιδρυτικών μελών, προέρχονταν κατά ένα μέρος από τον «μέσο» ακαδημαϊκό και οικονομικό χώρο και από τις τάξεις των ήδη υπαρχόντων οπαδών του παλιού νομίσματος. Το κύριο κίνητρό τους ήταν (και είναι) ο φόβος για τη σταθερότητα του νομίσματος. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτός ο φόβος δεν είναι κάτι παράλογο και συναισθηματικό, που έχει σχέση με τον «μεγάλο πληθωρισμό» του 1923: έχει μία πολύ ρεαλιστική βάση στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας ενός κατοίκου της Γερμανίας εδώ και σχεδόν έναν αιώνα αντιπροσωπεύεται από χρήμα, σε αντίθεση με την περιουσία σχεδόν όλων των υπόλοιπων Ευρωπαίων, η οποία αποτελείται στο μεγαλύτερό της μέρος από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία. Η γερμανική οικονομική πολιτική είναι εκ φύσεως λοιπόν προσανατολισμένη στην πάση θυσία διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας, κάτι που εξηγεί κατά μεγάλο μέρος και τη στάση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους.
Στην ίδρυση του AfD συνέβαλαν πρόσωπα που είχαν ήδη εμφανιστεί στον πολιτικό χώρο σε άλλα κόμματα που ήταν ενάντια στο ευρώ ήδη από την εποχή της θέσπισής του ως κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Αυτά τα κόμματα δεν είχαν ποτέ μεγάλη απήχηση στο εκλογικό σώμα, κυρίως επειδή το προσωπικό τους εκπροσωπούσε στα μάτια του κόσμου την οικονομική ελίτ, με την οποία δεν μπορούσε να ταυτιστεί, και μία πολύ αφηρημένη ακαδημαϊκή άποψη, που ήταν αρκετά μακριά από τη σκέψη του μέσου ψηφοφόρου. Αυτό άλλαξε με την ίδρυση του AfD, από τη μία μεριά επειδή ήδη το σκάνδαλο της Lehman Brothers είχε δημιουργήσει αρκετά θύματα ανάμεσα στους μικροκαταθέτες και είχε κλονίσει την εμπιστοσύνη του μέσου πολίτη στο τραπεζικό σύστημα, και από την άλλη επειδή η κρίση χρέους που ακολούθησε αύξησε την ανασφάλεια και τον φόβο της απαξίωσης του νομίσματος και ξύπνησε στα μεσαία κοινωνικά στρώματα τον φόβο της χρεοκοπίας του γερμανικού κράτους και στα κατώτερα τον φόβο της κατάρρευσης του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας, από το οποίο εξαρτάται περίπου το ένα δέκατο του πληθυσμού της ΟΔΓ.
Στην επικράτηση του AfD συνέβαλε κατά μεγάλο μέρος και η χαρισματική μορφή του ιδρυτή του, του μέχρι τότε άγνωστου (και επιστημονικά μέσου ως ασήμαντου) καθηγητή Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου Bernd Lucke. Ο Lucke ήταν μέλος του CDU και αργότερα ανεξάρτητων σχηματισμών στο δημοτικό συμβούλιο του Αμβούργου (που ασκεί και νομοθετική εξουσία, καθώς το Αμβούργο είναι και ομόσπονδο κράτος-πόλη), και ως πανεπιστημιακός, πολιτικός και κάτοικος του Αμβούργου μπόρεσε να συσπειρώσει γύρω του αρκετά απογοητευμένα μέλη του CDU, καθώς και διάφορα πρόσωπα από οικονομικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, και να δημιουργήσει ένα κόμμα με πρόγραμμα που καλύπτει όλο το φάσμα των πολιτικών θεμάτων.
Όμως, στον δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας, τουλάχιστον ως μέλος των νομοθετικών οργάνων, το AfD συμπεριέλαβε στους κόλπους του, εκτός από απογοητευμένα μέλη της συνταγματικής Δεξιάς, και ανθρώπους που βρίσκονται κοντά ή και μέσα στα κατάλοιπα του ναζισμού, που όπως σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα μπορεί ακόμα να επιζεί στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Όλοι αυτοί ήταν (και μερικοί παραμένουν) οργανωμένοι σε μικρά «εθνικιστικά» κόμματα (το ναζιστικό εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα καθώς και κάθε οργάνωση που αναφέρεται σε αυτό είναι απαγορευμένα στην ΟΔΓ), κυρίως δε στο NPD — που κινείται στο όριο της συνταγματικής νομιμότητας και λίγο πιο πέρα από αυτό, αλλά έχει μέχρι τώρα καταφέρει με δικανικά μέσα να αποτρέψει τη διάλυσή του—, ή παρέμεναν πολιτικά ανένταχτοι, ως ανήκοντες στον, και στην Ελλάδα γνωστό, τύπο του «απολιτικού πολιτικολογούντα». Το AfD έδωσε σε όλο αυτό το ανομοιογενές συνονθύλευμα την ευκαιρία να αναδυθεί από τον πολιτικό βούρκο. Η διάβρωσή του όμως από τους νεοναζί, τους απολιτικούς πολιτικολογούντες και τους αυτοπροβαλλόμενους ναρκισσιστές οδήγησε τους «διανοούμενους» της πρώτης γενιάς, με πρώτο τον ίδιο τον Lucke, στην αποχώρηση. Έτσι, το κόμμα κατάφερε μεν να βάλει το πόδι του στην πόρτα των κοινοβουλίων και των δημοτικών συμβουλίων, αλλά ήδη κατατρώγεται από το σαράκι των ακραίων πολιτικών απόψεων, των εσωτερικών αντιζηλιών και των μαχών για κομματικούς θώκους, που —όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα εμπειρία με προηγούμενα ανάλογα πολιτικά σχήματα— γρήγορα θα ακολουθηθούν από οικονομικά σκάνδαλα.
Το συμπέρασμα και η πρόγνωσή μου είναι ότι το AfD θα διαταράξει για ένα διάστημα την ομαλή πολιτική ζωή της ΟΔΓ, χωρίς όμως να καταφέρει τίποτε συγκεκριμένο, γιατί γρήγορα θα φανεί ότι είναι ανίκανο να θέσει τις δικές του πινελιές στον πολιτικό καμβά, επειδή το πολιτικό του πρόγραμμα ταυτίζεται σε πολλά σημεία με το πρόγραμμα του υπερσυντηρητικού τμήματος του συνταγματικού τόξου, ενώ τα σημεία στα οποία δεν ταυτίζονται είναι είτε πρακτικά ανέφικτα είτε απλώς αντισυνταγματικά και, ως εκ τούτου, μη εφαρμόσιμα. Επίσης, το προσωπικό του AfD είναι στο μεγαλύτερό του μέρος ανίκανο να ενταχθεί ομαλά στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, κάτι που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στη συρρίκνωσή του, είτε γιατί ένα μέρος του θα χρησιμοποιήσει την επιτυχία του κόμματος ως εισιτήριο στα «κόμματα του κατεστημένου», είτε γιατί θα εμπλακεί σε σκάνδαλα και θα καταλήξει στη φυλακή, είτε γιατί θα απογοητευτεί από την ανικανότητα του κόμματος να επιβάλει οποιαδήποτε πολιτική ατζέντα και θα ξαναγυρίσει στη θαλπωρή του γερμανικού «Stammtisch» για να μπορεί να πολιτικολογεί ανέξοδα.
Είμαι επίσης της γνώμης ότι γεγονότα όπως αυτό των επιθέσεων στη γαλλική και βελγική πρωτεύουσα δεν θα δράσουν ως ενισχυτικός παράγοντας για κόμματα όπως το AfD, επειδή και ο κρατικός μηχανισμός και η κουλτούρα του πολιτικά συνειδητού πολίτη στην Ευρώπη είναι ικανά να διαχειριστούν τέτοιες καταστάσεις στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας και με σεβασμό προς την αξία του ανθρώπου. Η επιτυχής διαχείριση αυτών των καταστάσεων χωρίς υπερβολικά κατασταλτικά μέτρα αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και δείχνει έμπρακτα πόσο περιττά είναι κομματικά μορφώματα όπως το AfD.