Το απόλυτο κενό
Ξεκινά με ένα βλέμμα. Και στη συνέχεια άλλο ένα, κι άλλο ένα, και προτού το καταλάβεις έχουν περάσει 90 λεπτά γεμάτα βλέμματα — γιατί αυτό είναι το μόνο που κάνουν οι άνθρωποι στο Λος Άντζελες: κοιτάζουν. Αυτό που κοιτάνε στην πραγματικότητα οι άνθρωποι στο Λος Άντζελες είναι το πίσω μέρος του μπροστινού τους αυτοκινήτου καθώς μένουν κολλημένοι στην κίνηση, αλλά δεν μπορείς να φτιάξεις ταινία με τέτοιο υλικό. Έτσι, ο σκηνοθέτης Paul Schrader (γνωστός για τα σενάριά του στα φιλμ του Σκορσέζε «Taxi Driver» και «Raging Bull») και ο σεναριογράφος Bret Easton Ellis (ο πασίγνωστος συγγραφέας του «American Psycho») επέλεξαν να στήσουν την ταινία πάνω σε ένα άλλο είδος βλέμματος: το να κοιτάς τα αντικείμενα του πόθου σου. Όπως και στην κανονική ζωή, αυτά τα αντικείμενα είναι συχνά άνθρωποι (οι άνθρωποι είναι «αντικείμενα» ως προς κάποιο «υποκείμενο», δεν εννοούμε ότι είναι πράγματα), γιατί στο Λος Άντζελες οι άνθρωποι είναι πραγματικά τόσο όμορφοι όσο φαντάζεστε από τις ιστορίες που έχετε ακούσει. Είναι όμορφοι με τον ίδιο κενό τρόπο που είναι όμορφες οι βιτρίνες των καταστημάτων στη Rodeo Drive, μια ουδέτερη ομορφιά χαρακτηριστική αυτού του είδους επίπεδης, γυαλιστερής ζωής που ο Schrader και ο Ellis καταφέρνουν να απεικονίσουν εξαιρετικά εύστοχα στο «The Canyons».
Όλα αυτά τα βλέμματα είναι σαν μια κρούστα που έχει επικαθίσει στο κενό που καταλαμβάνει τον χώρο όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται οι ζωές. Το «The Canyons» είναι μια ταινία χωρίς «ψυχολογία», χωρίς εσωτερικότητα, μια ταινία όπου ένα άτομο ορίζεται αποκλειστικά από το με ποιους έχει πάει στο παρελθόν και με ποιους κάνει σεξ αυτή τη στιγμή. Με δεδομένη την κεντρικότητα του σεξ στην κοινωνική δομή του φιλμ, είναι φυσικό ότι ο μόνος δεσμός μεταξύ των ανθρώπων στο «The Canyons» είναι η συνουσία (ο μόνος χαρακτήρας που υπάρχει έξω από αυτό το δίκτυο σεξουαλικών σχέσεων είναι, φυσικά, ένας ψυχοθεραπευτής). Το Χόλιγουντ εδώ είναι ένα σύστημα οριζόντιων σεξουαλικών συνδέσμων που αναδεικνύουν τις κάθετες τομές του: τις ταξικές δομές του. Αν και η ταινία αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ μιας ξεπεσμένης σταρ (Lindsay Lohan), ενός πορνοστάρ (James Deen) και ενός άσημου (Nolan Funk) — τις τρεις ομάδες στο Χόλιγουντ με τις λιγότερες αναστολές, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη—, είναι εντούτοις μια σχετικά σεμνή ταινία. Η ίδια η πράξη του «σεξ» είναι πολύ μικρότερης αξίας από τις «σεξουαλικές σχέσεις». Η αξία χρήσης του σεξ έχει υποβαθμιστεί και αναδεικνύεται η ανταλλακτική αξία του — για να δανειστούμε ένα μαρξιστικό όρο. Αυτό δείχνουν όλα αυτά τα βλέμματα, ένας αριθμός των οποίων στρέφονται κατευθείαν προς το κοινό και μοιάζουν περισσότερο σαν κραυγές για βοήθεια.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Lohan, ο χαρακτήρας της οποίας, η Tara, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σε διάφορες φάσεις χαλαρότητας: κάθεται και συζητά με κάποιον, ξαπλώνει δίπλα στην πισίνα ενός φανταχτερού σπιτιού στο Μαλιμπού, απλώνεται στον καναπέ ώστε ο Deen να μπορέσει να της κάνει στοματικό έρωτα, ενώ ένας τρίτος αυνανίζεται παρακολουθώντας τους. Είναι το μόνο πρόσωπο μεταξύ των πρωταγωνιστών με αρκετό ταλέντο ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για «ηθοποιία» — αν και φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να έχει ξεχάσει πώς παίζουν, καταφεύγοντας απλά σε μία σειρά από διαφορετικές εκφράσεις προσώπου που υποδηλώνουν αντίστοιχες διαθέσεις. Μια στιγμή φορά την παγωμένη μάσκα θανάτου, λίγο μετά παίρνει το ύφος του πλουσιοκόριτσου που βαριέται και τέλος υιοθετεί την έκφραση της σεξοβόμβας. Πίσω από όλα αυτά όμως υπάρχει μια γυναίκα με προβλήματα, και η άγρια λάμψη στα μάτια της προδίδει πόσο μικρή απόσταση υπάρχει μεταξύ της απόγνωσης της Tara και της απόγνωσης της ίδιας της Lohan, καθώς και οι δύο γυναίκες προσπαθούν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι έχουν τον έλεγχο της ζωής τους.
Δίπλα στην Tara βρίσκεται ο Christian (James Deen), παραγωγός ταινιών, το είδος εκείνο του εξυπνάκια άντρα που νομίζει ότι είναι ανώτερος από όλους. Ο Deen, ο οποίος στην πραγματικότητα έχει γυρίσει περισσότερες από 1.500 ταινίες πορνό, παίζει (λέμε τώρα) και εδώ σαν να βρίσκεται σε πορνό: υπάρχει μια παράξενη ποιότητα στην κίνηση και το βλέμμα του που σου δίνει σε όποιο πλάνο εμφανίζεται την αίσθηση ότι άγριο σεξ μπορεί να συμβεί αναπάντεχα και αυθόρμητα ανά πάσα στιγμή. Με εξαίρεση μια εντελώς ατυχή σκηνή όπου πρέπει να κάνει κάτι περισσότερο από το να εκπέμπει μία αόριστα απειλητική σεξουαλικότητα (μια σκηνή όπου του ζητήθηκε προφανώς να «παίξει», με απολύτως γελοία αποτελέσματα), ο Deen είναι κατά τα λοιπά τόσο αποτελεσματικός όσο ήταν και η Sasha Grey όταν έπαιζε τον εαυτό της στο «The Girlfriend Experience» του Steven Soderbergh.
Από την άλλη πλευρά του τριγώνου βρίσκεται ο Ryan (Nolan Funk), ένας επίδοξος ηθοποιός που διακατέχεται από το ίδιο εκείνο τραγικό πείσμα των χιλιάδων επίδοξων ηθοποιών που αποτυγχάνουν στο Χόλιγουντ κάθε χρόνο. Η παρουσία του ανάμεσα στη Lohan και τον Deen είναι μια μελέτη του τι σημαίνει να είναι κάποιος σταρ. Αν και η Lohan έχει χάσει σχεδόν ολωσδιόλου την ποιότητα εκείνη που την έκανε να μοιάζει έτοιμη για τις κορυφές του Χόλιγουντ (μιλάμε για την εποχή του «Mean Girls»), παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να φέρει κάποια ίχνη τού τι σημαίνει να είσαι σταρ του σινεμά: μια ικανότητα να ζεις πλήρως στη φαντασία του κοινού σαν κάτι πέρα από τον εαυτό σου, έστω και για φευγαλέες στιγμές. Ο Deen δεν έχει βέβαια τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού σταρ (ακόμη και η αγορίστικη γοητεία του είναι τόσο ανισσόροπη, ώστε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται να κάνει δεύτερη καριέρα στο Χόλιγουντ), αλλά η ικανότητά του να εκπέμπει σεξουαλική πείνα σε οποιαδήποτε κατάσταση επιτρέπει στη φαντασία του κοινού να οργιάζει, έτσι που είναι κι αυτός εντέλει σταρ με τον τρόπο του: είναι πορνο-σταρ. Ο Nolan Funk σε σύγκριση με αυτούς τους δύο είναι απλά κενός. Το «The Canyons» ανοίγει και κλείνει με τον Funk να κοιτάζει κατευθείαν στην κάμερα, ίσως γιατί αυτός είναι το πιο γνήσιο παράδειγμα αυτής της κενής ομορφιάς που ανθεί στο Λος Άντζελες: αρκετά ελκυστικός για να κοιμηθεί με την Tara και να απειλήσει τον Christian, αλλά χωρίς να έχει την ποιότητα που θα του επέτρεπε να σταθεί δίπλα τους σαν ίσος. Αν η ταινία λέει μια πραγματική αλήθεια για το Χόλιγουντ, τότε η αλήθεια βρίσκεται σ’ αυτό το κενό, αλλοτριωμένο σημείο όπου συναντάται η λάμψη του καλλιτεχνικού στερεώματος με την καθημερινή ζωή: ένα σημείο όπου η αέναη επιδίωξη να συνδεθείς με τους άλλους, να τους συγκινήσεις, να γίνεις κάτι μεγαλύτερο από αυτό που είσαι, οδηγεί μόνο σε ψευτιά και απομόνωση.
Ο Paul Schrader περιβάλλει αυτό τον πυρήνα αλήθειας με ένα τεχνούργημα, ένα Artefakt στη θέση του πραγματικού Λος Άντζελες. Δεν υπάρχει εδώ η υφή ή ο τόνος του πραγματικού υλικού της πόλης (δείτε το «Bling Ring» της Sofia Coppola, αν θέλετε να ξέρετε πώς μοιάζει ο αέρας στο Λος Άντζελες). Ακόμα περισσότερο από ό,τι στο «American Gigolo» (ταινία που σκηνοθέτησε ο Schrader), όλα εδώ είναι αποχρώσεις τού νέον (κίτρινο, πορτοκαλί, πράσινο) που καθιστούν κάθε χώρο βρόμικο και γλιτσερό και ζωντανό. Η πόλη μοιάζει σαν ένας οργανισμός που τρέφεται με τους κατοίκους του (μόνο το αντισηπτικό άσπρο του Μαλιμπού κι ένα σύντομο μεσημεριανό γεύμα στη Sunset Boulevard είναι απαλλαγμένα από αυτό το θολό φως). Δεν πρόκειται για εξπρεσιονισμό — αυτό θα απαιτούσε είτε μια ψυχολογική διάσταση είτε ευανάγνωστες πράξεις των ηρώων, για κανένα από τα οποία η ταινία δεν δείχνει ενδιαφέρον. Πρόκειται μάλλον για μία προσπάθεια να βρεθούν τα οπτικά μέσα για να εκφραστεί η θεμελιώδης έλλειψη της πόλης: στο Λος Άντζελες δεν υπάρχει λογική ούτε τάξη.
Πέρα από τον φωτισμό, ο Schrader χρησιμοποιεί την κάμερά του με τον πιο παράλογο τρόπο. Η εναρκτήρια σεκάνς, μια συνομιλία μεταξύ τεσσάρων ατόμων σε ένα τραπέζι εστιατορίου, διακόπτεται απότομα όταν η κάμερα αφήνει τους χαρακτήρες για ένα πλονζέ πλάνο του μπαρ του εστιατορίου, ένα πλάνο από πάνω προς το κάτω, με την κάμερα ψηλότερα από τα αντικείμενα. Μια στιγμή σύγκρουσης μεταξύ της Tara και του Christian δίνεται με ένα σύνθετο πλάνο όπου η κάμερα ακολουθεί τον Deen καθώς περπατάει, κοιτάζει μέσα από τα παράθυρα ενώ ο ίδιος περνάει μέσα από το σπίτι του και στη συνέχεια τον συναντά και πάλι την ώρα που σταματά να κοιτάξει από ένα αίθριο την Tara που χαλαρώνει δίπλα στην πισίνα. Δεν υπάρχει τίποτα που να σηματοδοτείται από αυτό το πλάνο, το οποίο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί απλούστερα, χωρίς το εξεζητημένο τράβελινγκ. Τα πλονζέ αφθονούν στις πιο απρόσμενες στιγμές. Ακόμη και μια απλή σεκάνς, όπως το γεύμα στη Sunset Boulevard, στην αρχή σχεδόν εξ ολοκλήρου συμβατική (εναλλασσόμενα πλάνα των συνδαιτυμόνων), ξαφνικά καταρρέει όταν ο κάμεραμαν παίρνει στα χέρια του τη μέχρι τότε σταθερή κάμερα και επικεντρώνεται στο πίσω μέρος του λαιμού των γυναικών, καθώς μιλάνε.
Αφού οι χαρακτήρες ζουν και κινούνται σε έναν κόσμο βλεμμάτων και όχι πράξεων, ο Schrader χρησιμοποιεί την κάμερα για να συμπληρώσει την έλλειψη δράσης εκ μέρους των χαρακτήρων. Η Tara και ο Christian κάνουν σεξ μερικές φορές, ο Ryan κάνει λίγο μόντελινγκ, και υπάρχει και ένας φόνος: αυτή είναι όλη κι όλη η δράση — πέρα από το να μιλούν και να κοιτάνε. Σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου το φαίνεσθαι είναι υψίστης σημασίας, όλες οι αιτίες υποχωρούν στο βάθος. Όλα γίνονται φρικτά μοιρολατρικά: οι σταρ πετυχαίνουν επειδή είναι σταρ (τη σκαπουλάρουν ακόμη κι όταν κάνουν φόνο), ενώ όσοι δεν είναι σταρ μένουν να προχωρούν με απελπισμένο, ηλίθιο πείσμα, ενώ δεν μπορούν να κερδίσουν τίποτα στην αγορά σχέσεων που είναι το Χόλιγουντ.
Δεδομένης αυτής της έλλειψης προόδου, αυτής της απάνθρωπης στατικότητας, το «The Canyons» συναντά το «Spring Breakers» και το «The Bling Ring» ως ο πιο αδύναμος κρίκος σε μια αλυσίδα κυκλικών αφηγήσεων, αφηγήσεων που αρχίζουν και τελειώνουν στο ίδιο σημείο, σκιαγραφώντας χαρακτήρες μέσα σε καταστάσεις που διαμορφώνονται από τις πραγματικότητες της ταξικής διαστρωμάτωσης, του καταναλωτισμού και του «πολιτισμού των celebrities» στη σύγχρονη Αμερική. Το ότι κανένα από τα τρία φιλμ δεν προσφέρει λύση ή διέξοδο σε αυτόν τον αόριστο αμερικανικό εφιάλτη δεν έχει να κάνει τόσο με τις ευαισθησίες των σκηνοθετών (ούτως ή άλλως ο Paul Schrader, ο Harmony Korine και η Sofia Coppola δεν μοιάζουν σχεδόν σε τίποτα μεταξύ τους), όσο με μια ορισμένη αίσθηση διάψευσης που κυριαρχεί σήμερα στις ΗΠΑ. Ο Schrader έφτιαξε μια ταινία που προσποιείται ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, μια ταινία που είναι εντελώς και ουσιαστικώς επιφανειακή — και για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα χρησιμοποίησε τους λιγότερο εκφραστικούς ηθοποιούς που θα μπορούσε να βρει. Αυτό που κάνει το «The Canyons» πιο ριζοσπαστικό (αν και λιγότερο ευφυές) από το «Spring Breakers» και το «The Bling Ring» είναι η δέσμευσή του σε αυτό το σύστημα που το μόνο που μπορεί να υπηρετήσει είναι η απουσία νοήματος: το φιλμ δεν προσποιείται ότι το νόημα απουσιάζει, ομολογεί ευθέως ότι το μήνυμα απλώς δεν υπάρχει.
Είναι μια ταινία τόσο κενή, όσο και το βλέμμα στο πρόσωπο του Nolan Funk στο τελικό πλάνο: ένα κενό χτισμένο με υλικό την απελπισία και με μια μανιακή ενέργεια που δεν έχει πού να ξοδευτεί.