Αλέξης Πανσέληνος, «Η κρυφή πόρτα»

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Αλέξης Πανσέληνος, «Η κρυφή πόρτα»

Ανάμεσα στα καλά βιβλία, άλλα είναι ποιοτικά, άλλα ευχάριστα στην ανάγνωσή τους, και άλλα και τα δύο. Η «Κρυφή πόρτα» ανήκει στην τρίτη κατηγορία. Εξαιρετικά καλογραμμένη, κεντημένη, με πολύ βάθος που ποτέ δεν το αφήνει να φαίνεται και να επισκιάζει τον μύθο, διαβάζεται με βιασύνη και πάθος, και μάλιστα με διαρκώς αυξανόμενο πάθος, όπως αυτό του κεντρικού της χαρακτήρα: τον ακολουθούμε βήμα-βήμα, ταυτιζόμαστε μαζί του (σίγουρα οι άντρες — είναι ένα αντρικό βιβλίο αυτό, ας το ξεκαθαρίσουμε), αγωνιούμε για την έκβαση της ιστορίας, θέλουμε όσο τίποτε άλλο όλα να πάνε κατ’ ευχήν — ό,τι και να σημαίνει μια τέτοια ευχή. Μεγάλη επιτυχία αυτό, και πολύ πιο σπάνιο επίτευγμα από όσο ακούγεται.

Έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μία νουβέλα παρά με μυθιστόρημα ακριβώς, μια φόρμα δηλαδή που δίνει στο κείμενο συμπύκνωση, νεύρο και σπιρτάδα, μέσα στην οποία ο συγγραφέας δεν αναλίσκεται σε τίποτε άλλο παρά μόνο στα απαραίτητα, κι ας είναι πολλές οι λεπτομέρειες που συνθέτουν το περιβάλλον του μικρού αυτού δράματος: η Αθήνα, τα Εξάρχεια, οι πολλοί κατονομαζόμενοι δρόμοι, η Πλατεία, τα μαγαζιά, τα εκδοτικά καταστήματα, και βέβαια η πανταχού παρούσα Κρίση, οι εκλογές, τα επεισόδια, οι καπνοί από τα φλεγόμενα σκουπίδια, η αστυνομία, οι αντιεξουσιαστές, οι άστεγοι κλπ. κλπ., όλα τους στοιχεία της πλοκής κατά έναν τρόπο, ή ενδεχομένως κομμάτια της ψυχοσύνθεσης του ήρωα, και όχι αποκομμένα από αυτόν. Δεν είναι, όλα αυτά, ένας απλός χώρος δηλαδή, ένα θεατρικό σκηνικό, αλλά κάτι περισσότερο. Νομίζω πως η όλη περιγραφή της ταραγμένης πόλης αφορά τον ίδιο τον πρωταγωνιστή πρωτίστως — ή καλύτερα: ο πρώην συγγραφέας και νυν μεταφραστής Ευγένιος είναι η πόλη.

Πρόκειται επίσης για ένα βιβλίο με ιδιαίτερο χιούμορ —δεν μπορείς να μη γελάσεις σχεδόν συνένοχα παρακολουθώντας από την υποτιθέμενη ασφάλειά σου τη ρουτίνα του Ευγένιου: τις διαρκείς μετακινήσεις των επίπλων, το αέναο άδειασμα των συρταριών, τις επανειλημμένες εξόδους του στο μπαλκόνι, τις φιλότιμες προσπάθειές του να ακούσει, μακάρι και να δει, τη νοικάρισσά του από το ματάκι ή από το διαχωριστικό της βεράντας, ανάμεσα από τα κλαριά των φυτών, τις πυρακτωμένες σκέψεις του που αλλάζουν κάθε στιγμή και τον κυκλώνουν και τον σφίγγουν, το δικαιολογημένο ξάφνιασμά του όποτε εκείνη έρχεται κοντά του, ή όποτε απλώς μυρίζει το άρωμά της, τη συγγνωστή αδυναμία του να μιλήσει και να εκφραστεί «σωστά» όταν η όμορφη, δροσερή Μαρία, αυτή η άνεργη και ανέμελη, κατά τα φαινόμενα, «σχεδιάστρια ιστοσελίδων», είναι πολύ δίπλα του— και, παράλληλα, με μερικές εξαιρετικά αισθησιακές σελίδες, απλωμένες σε τρεις ωραίες σκηνές με τους δυο τους σ’ αυτό το διπλό σπίτι με την κοινή μεσοτοιχία και την κοινή, ξεκλείδωτη, πόρτα. Πολύ όμορφες πραγματικά, και θα λέγαμε «ευγενικές», καίτοι ρεαλιστικές.

Προϊόν μακρόχρονης και επισταμένης τριβής με τα Γράμματα, η «Κρυφή πόρτα» είναι ένα βιβλίο για τη φθορά, για το άστυ, για την τέχνη, για πράγματα που ομορφαίνουν τη ζωή, για τις γυναίκες, για τη μοίρα, και για τα βιβλία. Ένα κείμενο που θα θέλαμε να το δούμε να μεταφέρεται στον κινηματογράφο, μολονότι είναι από μόνο του τόσο κινηματογραφικό που ίσως να μη χρειάζεται.

Είναι, τέλος, και μια πολύ όμορφη έκδοση (κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο), ενώ τα μαύρα εσώφυλλα της προσθέτουν μια παλαιική, λιγάκι πένθιμη αριστοκρατικότητα.

[ Εικονογράφηση: Alexey Kondakov, The Daily Life of Gods (2015) ].