Ανελεύθερες πρακτικές
Η κυβέρνηση δεν θέλει τις ανεξάρτητες Αρχές. Αυτό είναι απολύτως συνεπές με την απέχθειά της προς την ελεύθερη αγορά. Στην τηλεόραση, αποφάσισε να παρακάμψει την αρμόδια κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητη Αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και να αποφασίσει αυτή η ίδια ότι θα δοθούν μόνον 4 τηλεοπτικές άδειες. Στην ενέργεια και τον ανταγωνισμό, παρενέβη ευθέως με διορισμούς και φωτογραφικές διατάξεις στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και την Επιτροπή Ανταγωνισμού, για να επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας και συγκρότησής τους. Για να καταλάβει κανείς σε όλη της την έκταση τη σημασία αυτών των παρεμβάσεων στη διοίκηση, πρέπει πρώτα να σκεφτεί για ποιο λόγο υπάρχουν αυτές οι ανεξάρτητες Αρχές. Θα προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε.
Ανεξάρτητες Αρχές που ρυθμίζουν ή εποπτεύουν μία συγκεκριμένη αγορά έχουν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Όταν κατέρρευσε η ιδέα του κράτους των παροχών, του κράτους που διαχειρίζεται κρίσιμους τομείς της οικονομίας και παρέχει στους πολίτες αναγκαίες υπηρεσίες (ηλεκτρισμό, τηλεπικοινωνίες, ιατρική περίθαλψη…), η διαχείριση και η εκμετάλλευση σημαντικών τομέων της οικονομίας πέρασε (και) σε ιδιωτικά χέρια. Ανάλογα με τη χώρα, η εμπλοκή του κράτους συρρικνώθηκε λιγότερο ή περισσότερο. Το κράτος θα συνέχιζε να συμμετέχει στην παροχή αυτών των υπηρεσιών, υποκείμενο όμως και αυτό στους κανόνες της αγοράς, ενώ θα επιτρεπόταν στους ιδιώτες να δράσουν εκεί όπου μέχρι πριν υπήρχε κρατικό μονοπώλιο. Έτσι, ιδιώτες άρχισαν να έχουν τηλεοπτικά κανάλια, να παράγουν ενέργεια ή να παρέχουν υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας. Ο ανταγωνισμός που θα αναπτυσσόταν θεωρήθηκε ότι θα ωφελούσε τους καταναλωτές ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών και τις τιμές, ενώ αναπτύχθηκε η ιδέα ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν κάτι καλό. Ένας ιδιώτης έχει κίνητρο να δράσει πιο αποτελεσματικά —δηλαδή να παρέχει μια υπηρεσία με μικρότερο κόστος— επειδή ξοδεύει τα δικά του χρήματα και όχι των φορολογούμενων.
Πολλές αγορές δεν μπορούν όμως να είναι εντελώς ελεύθερες. Λόγω εγγενών (μονοπωλιακών ή άλλων) χαρακτηριστικών τους, δεν μπορούν να μείνουν χωρίς καμία απολύτως ρύθμιση. Για παράδειγμα, η ανάγκη να μη μείνει κανείς χωρίς ηλεκτρισμό ή η απαίτηση να μην επιβαρύνεται υπερβολικά το περιβάλλον από την παραγωγή ενέργειας δικαιολογούν διαρκείς ρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας. Τον ρόλο του ρυθμιστή για τις αγορές αυτές ανέλαβαν ανεξάρτητες Αρχές. Επειδή οι αγορές που απελευθερώθηκαν (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, τηλεόραση κλπ.) ήταν πρώην κρατικά μονοπώλια, θεωρήθηκε ότι το κράτος ήταν ακατάλληλο να αναλάβει αυτό το ίδιο τη ρύθμιση και την επίβλεψη της λειτουργίας τους. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι ανεξάρτητες από το κράτος Αρχές. Η ανεξαρτησία τους είναι διπλή: και ως προς τους παράγοντες της αγοράς και ως προς το κράτος. Παράλληλα, για τους τομείς της οικονομίας που μπορούσαν να καθορίζονται πλήρως από τις δυνάμεις του ελεύθερου ανταγωνισμού, δημιουργήθηκαν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη Αρχές αντίστοιχες της δικής μας Επιτροπής Ανταγωνισμού, δηλαδή ανεξάρτητες Αρχές που φροντίζουν για την ανεμπόδιστη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.
Η λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών εγγυάται ότι οι αγορές που ρυθμίζονται και επιβλέπονται από αυτές θα ρυθμίζονται με βάση τους κανόνες της αγοράς και όχι την πολιτική συγκυρία. Η ιδέα είναι ότι οι πολιτικοί λειτουργούν με σκοπό την επανεκλογή τους. Αν αφήνονταν να ρυθμίσουν ανενόχλητοι τη λειτουργία διάφορων κρίσιμων αγορών, δεν θα το έκαναν με κριτήριο τη βιωσιμότητα της αγοράς και τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της, αλλά με τρόπο που θα τους εξασφάλιζε ψήφους, συμμαχώντας δηλαδή με τους ισχυρούς παίκτες που βρίσκονται ήδη εντός αγοράς ή με ομάδες πίεσης. Έτσι, οι πολιτικοί έχουν κίνητρο να λειτουργήσουν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο από αυτόν που υπαγορεύουν οι κανόνες λειτουργίας μιας αγοράς. Εξ ου και οι ανεξάρτητες Αρχές ρυθμίζουν την αγορά με βάση τεχνικούς κανόνες. Έτσι, όσοι θέλουν να επενδύσουν, π.χ., στην ενέργεια, δεν φοβούνται ότι οι κανόνες του παιχνιδιού θα αλλάξουν όταν θα πλησιάζουν οι εκλογές ή όταν ένα άλλο πολιτικό κόμμα θα αναλάβει την εξουσία: γνωρίζουν ότι οι συμβάσεις θα τηρηθούν, ότι οι κανόνες θα μείνουν ίδιοι για όλο τον χρόνο που διαρκεί μία επένδυση και ότι οι κανόνες επιλέχθηκαν με οικονομικά όχι πολιτικά κριτήρια.
Όλα αυτά είναι επιστημονική φαντασία για την κυβέρνηση. Συνεπής στην ιδεολογία που εχθρεύεται την ελεύθερη αγορά, εφαρμόζει πολιτική κεντρικού σχεδιασμού. Αντίθετα δηλαδή με όσα συμβαίνουν στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αντί να απομακρύνει το κράτος (δηλαδή τον εαυτό της) από τη ρύθμιση της αγοράς και να αφήσει την ίδια την αγορά και τις ανεξάρτητες Αρχές να θέσουν τους κανόνες του παιχνιδιού, γίνεται παρεμβατική, διορίζει σε κρίσιμες θέσεις (ΡΑΕ) και απομακρύνει από άλλες (ΕΣΡ), επιφυλάσσει στον εαυτό της εξουσίες που το σύνταγμα δεν της αναγνωρίζει — λειτουργεί, δηλαδή, ολοκληρωτικά.
Έχει άραγε σημασία αν χάσει τη δουλειά του ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού; Ή αν επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ ποιος θα παίρνει τις αποφάσεις στη ρυθμιστική Αρχή ενέργειας; Ή αν, αντί για το ΕΣΡ, δώσει τις άδειες ο κ. Παππάς; Δεν είναι άραγε αυτό μία βαρετή διαδικαστική τυπικότητα, μια παράβαση της διοικητικής διαδικασίας; Όχι, είναι μια άμεση επίθεση στην ελευθερία μας.
Οι παρεμβάσεις στην Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ξεκάθαρη επίθεση στην ίδια την ελεύθερη αγορά. Η ελεύθερη αγορά είναι ένα δίκαιο σύστημα κατανομής πόρων. Δεν διαλέγει κάποιο πρόσωπο ποιος θα πλουτίσει: αυτό το «διαλέγουν» οι κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Με τους μηχανισμούς της, κυρίως με την ανάπτυξη ανταγωνισμού μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, εξασφαλίζει ότι οι τιμές θα είναι χαμηλές, ότι δεν θα υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση δύναμης σε ένα πρόσωπο ή σε μία εταιρεία, ότι θα υπάρχει ελευθερία επιλογής στα καταναλωτικά αγαθά και ότι οι καταναλωτές με τις επιλογές τους θα καθορίζουν ποια προϊόντα θα παραμείνουν στην αγορά και ποια θα τεθούν εκτός (π.χ., σταματώντας να αγοράζουν κάτι). Την ανεμπόδιστη λειτουργία της αγοράς την εξασφαλίζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Όταν μια εταιρεία έχει συγκεντρώσει τόση δύναμη ώστε να μπορεί να αυξήσει τις τιμές πάνω από αυτό που επιβάλλουν η προσφορά και η ζήτηση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού της βάζει πρόστιμο· όταν μία εταιρεία μειώνει την ελευθερία των επιλογών που έχουν οι καταναλωτές, την τιμωρεί, εξασφαλίζει ότι η είσοδος στην αγορά είναι ανεμπόδιστη για όποιον θέλει να πουλήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του — με ακόμη πιο απλά λόγια, προστατεύει τους καταναλωτές και τη λειτουργία της αγοράς, τον μόνο αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο κατανομής πόρων.
Η παρέμβαση του κράτους στην ανεξαρτησία της Αρχής δείχνει την απέχθεια της κυβέρνησης για τον ανταγωνισμό. Προφανώς, η κυβέρνηση έχει κατά νου να εξασφαλίσει το συμφέρον εταιρειών που δεν θα άντεχαν τις πιέσεις της αγοράς και θα πετάγονταν εκτός, επειδή παρέχουν κάτι που δεν επιθυμούμε ή απλώς επειδή επιθυμεί να επιλέγει η ίδια (δηλαδή η κυβέρνηση) και όχι η αγορά (δηλαδή εμείς) ποιος θα πλουτίζει, πώς θα κατανέμονται οι πόροι και ποια εταιρεία θα τα πηγαίνει καλά.
Το ίδιο μαρτυρούν και οι παρεμβάσεις στην ενέργεια. Η ανεξάρτητη Αρχή ακολουθεί διαφανείς διαδικασίες όταν αναθέτει ένα έργο, εφαρμόζει τεχνικά κριτήρια όταν θέτει τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς, και εξασφαλίζει ένα σταθερό σύστημα κανόνων, ώστε να μειώσει το ενδεχόμενο κόστος της επένδυσης καθιστώντας την πιο ελκυστική. Η κυβέρνηση αγνοεί τον τρόπο που παράγεται και κυκλοφορεί το χρήμα —θεωρεί ότι τυπώνεται και μοιράζεται με βάση πολιτικές διαπραγματεύσεις—, άρα μάλλον δεν καταλαβαίνει (στην καλύτερη εκδοχή) ότι, παρεμβαίνοντας στη ΡΑΕ, περνά το μήνυμα στους επενδυτές να φύγουν ή να μην έρθουν ποτέ, γιατί στη χώρα μας οι κανόνες του παιχνιδιού τίθενται με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια. Δεν επιθυμεί σταθερές επενδύσεις, θέλει να αποφασίζει η ίδια ποιος θα κερδίσει από την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Με την ολοκληρωτικής έμπνευσης (και αντισυνταγματική φυσικά) αφαίρεση εξουσιών από το ΕΣΡ και τη μεταφορά τους στον Νίκο Παππά (εντέλει: στον ίδιο τον πρωθυπουργό!), η κυβέρνηση στόχευσε σε δύο αγορές: την αγορά για τα τηλεοπτικά κανάλια και την αγορά των ιδεών. Κλείνει την πρώτη και ελέγχει τη δεύτερη, υψώνοντας αυθαίρετα ένα εμπόδιο για όσους θέλουν να μπουν στην ελληνική τηλεοπτική αγορά. Και λέμε αυθαίρετα, γιατί δεν υπάρχουν τεχνικοί λόγοι που να δικαιολογούν έναν τέτοιο περιορισμό. Ενώ δηλαδή θα έπρεπε να αφήσει το ΕΣΡ να αποφασίσει πόσες άδειες θα δοθούν και να διεξαγάγει τον διαγωνισμό, η κυβέρνηση αφήνει στο ΕΣΡ να επιβλέψει το τεχνικό κομμάτι, αποφασίζει (και διατάσσει) ότι θα δοθούν μόνο 4 άδειες για ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και ουσιαστικά επιβάλλει τον κεντρικό έλεγχο της τηλεόρασης από το κράτος. Ούτε συνταγματικό, ούτε δημοκρατικό είναι αυτό, φυσικά. Έτσι όμως ελέγχει και την αγορά των ιδεών, μια αγορά στην οποία συμμετέχουμε όλοι. Στις χώρες με ελευθερία και δημοκρατία, οι πολίτες λένε ελεύθερα αυτό που θέλουν. Αν οι άλλοι συμφωνούν, η ιδέες γίνονται δημοφιλής, ασκούν επιρροή, γίνονται η βάση για περισσότερες ιδέες. Αν όχι, κανείς δεν τους δίνει σημασία — και βγαίνουν εκτός αγοράς. Το φυσιολογικό είναι κάποιες ιδέες να βρίσκονται, εκτός όχι επειδή δεν είναι αρεστές στην εξουσία, όχι επειδή εμποδίστηκε η μετάδοση και η διάδοσή τους, αλλά επειδή δεν κατάφεραν να πείσουν, επειδή οι άνθρωποι δεν επέλεξαν να τις συμμεριστούν. Η κυβέρνηση όμως δεν θέλει ούτε εδώ ελεύθερες διαδικασίες. Το δικαίωμά μας να εκφράζουμε τη γνώμη μας μαζί με το παθητικό μας δικαίωμα να ακούμε τη γνώμη των άλλων έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Μόνο 4 κανάλια θα μπορούν να μεταδίδουν γνώμες και μόνο από 4 κανάλια θα μπορούμε να ακούμε ειδήσεις και ιδέες. Η αρχή που θα μας προστάτευε απέναντι σε τέτοιους αδικαιολόγητους περιορισμούς παρακάμφθηκε, και η αρμοδιότητά της —μολονότι γραμμένη στο Σύνταγμα— αγνοήθηκε πλήρως.
Όσο και αν κατηγορείται η κυβέρνηση για ασυνέπεια, η επίθεσή της στη νομιμότητα και την ελεύθερη αγορά έχει την τρομαχτική συνέπεια ολοκληρωτικού καθεστώτος. Δεν είναι ένα τεχνικό θέμα, μια κουβέντα για όσους τους αρέσει να ασχολούνται με τη διοίκηση και τις διαδικασίες λειτουργίας της. Είναι μια επίθεση στην ελευθερία μας, ως καταναλωτών και ως πολιτών. Η οικονομική ελευθερία και οι άλλες ελευθερίες πάνε μαζί.
Καθώς γινόμαστε φτωχότεροι σε χρήματα, γινόμαστε φτωχότεροι και σε δικαιώματα.