Βασίλης Βαμβακάς, «Ο λόγος της Κρίσης»

P
Κική Τσιλιγγερίδου

Βασίλης Βαμβακάς, «Ο λόγος της Κρίσης»

Συνέβη να σχετίζομαι με διάφορους τρόπους με τον Βασίλη Βαμβακά. Προφανώς ο πιο στενός δεσμός μας είναι αυτός από το πανεπιστήμιο, όπου υπήρξα φοιτήτριά του στο Τμήμα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, μολονότι δεν έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας — ίσα-ίσα. Αλλά υπήρξα αιώνια φοιτήτρια, έκανα πολλά χρόνια να πάρω επιτέλους το πτυχίο μου (καθώς εργάζομαι από την πρώτη μου κιόλας χρονιά στη Σχολή στα Μέσα της πόλης — αν στέκει κάτι τέτοιο για δικαιολογία… και νομίζω πως δεν στέκει), κι αυτό μάλλον εξόργισε τους καθηγητές μου, και ίσως περισσότερο από όλους τον ίδιο τον Βασίλη, μολονότι δεν το έδειξε ποτέ, είναι ευγενικός και καρτερικός.

Τυχαίνει να κάνουμε επίσης εκπομπή στο ίδιο ραδιόφωνο, ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο. Η «Μπαναλιτέ του Καλού και του Κακού», η εκπομπή που κάνει μαζί με τον συνάδελφό του, και επίσης καλό φίλο, Παναγή Παναγιωτόπουλο, είναι τέτοια που δεν μπορεί να έχει όμοιά της στα ελληνικά media, καθώς τόσο ο ένας όσο και ο άλλος έχουν έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να αναλύουν όψεις της Κρίσης, ή ακόμη καλύτερα: όψεις της κοινωνίας, μια εξαιρετικά οξεία λοξή ματιά στα πράγματα, αν μου επιτρέπεται ένας τέτοιος αντιφατικός όρος, καθώς και μία επιστημονική σκευή που λιγάκι σε τρομάζει με τον όγκο και τον πλούτο της. Ωστόσο καταφέρνουν και αμβλύνουν αυτό που θα μπορούσε να γίνει πολύ «διανοουμενίστικο», και μάλιστα με μια αμεσότητα και με μια απλότητα σχεδόν συναρπαστική. Για να μη μιλήσω για το soundtrack τής «Μπαναλιτέ», που είναι εύστοχο, σαν ηχητική-μουσική υπόμνηση των όσων ζούμε ή σαν ένα είδος ειρωνικής δικαιολόγησης, και εντέλει πολύ «ψαγμένο». Όσοι δεν την έχετε συμπεριλάβει στις συνήθειές σας, καλό θα ήταν να το κάνετε — θα ανταμειφθείτε, και θα με θυμηθείτε.

Ο τρίτος τρόπος με τον οποίο σχετίζομαι με τον Βασίλη Βαμβακά είναι ο γραπτός λόγος, τα άρθρα, οι δημοσιεύσεις του — είμαι, κι εγώ όπως και τόσοι άλλοι, αναγνώστρια των κειμένων του: των παρεμβατικών κειμένων του. Αλλά κυρίως θέλω εδώ καταρχάς να σταθώ, όχι στα βιβλία και στα άρθρα του, αλλά στις δημοσιεύσεις του στο Facebook, στις αναρτήσεις του δηλαδή, στα στάτους που ανεβάζει. Γιατί είναι ξεχωριστά, και γιατί είναι πολύ… Βαμβακάς, αλλά και γιατί, όπως ξέρουμε όλοι, πολύ απλά ένα ποστ διαβάζεται πιο πολύ, πιο άμεσα, πιο γρήγορα, και ίσως καταλήγει να είναι ακόμη και πιο επιδραστικό από μία ενότητα κειμένων, ειδικά δε από μία ενότητα κειμένων που καταλήγουν να γίνουν ένα βιβλίο, καθώς τα δεύτερα απευθύνονται σε μία πιο σκληραγωγημένη στον λόγο κάστα αναγνωστών, ή, αν θέλετε, σε ανθρώπους που απριόρι συμφωνούν πάνω-κάτω με το περιεχόμενό τους. Αυτό δεν ισχύει απολύτως στον διαδικτυακό, εφήμερο λόγο, εξ ου και, χάρη κυρίως στο ίδιο το Μέσο, τα στάτους «κοινωνούνται» πιο εύκολα, πιο άμεσα, και πηγαίνουν ίσως ακόμη-ακόμη και σε περισσότερους ανθρώπους, και μάλιστα σε εκείνους τους ανθρώπους που δεν μπορεί να προσεγγίσει εύκολα μία επιθεώρηση διαλόγου και κριτικής όπως είναι, ας πούμε, το «The Books’ Journal» ή ένα βιβλίο όπως αυτό που μας έφερε σήμερα όλους εμάς εδώ.

Στις ιντερνετικές, φεϊσμπουκικές παρεμβάσεις του λοιπόν ο Βασίλης Βαμβακάς δεν αφήνει ποτέ απέξω την επιστημονική του ιδιότητα και την επιστημονική του ματιά, τη ματιά του δραστήριου και ενεργού πολιτικού επιστήμονα, αλλά αντίθετα στοχεύει ακριβώς στο κέντρο (στο κέντρο τού εκάστοτε επίκαιρου θέματος συνήθως, εννοώ) με βαρύτητα που αναγκάζει το Μέσο να τη δεχτεί, και μάλιστα να την αναδείξει. Αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς τα μάτια μας συνηθίζουν να περνούν ταχύτατα πάνω από τις αράδες, να γλιστρούν στην οθόνη και να χάνονται στις φωτογραφίες. Και θέλει χρόνο, και υπομονή: θέλει επαναληπτικότητα. Όμως όλα αυτά είναι επίσης εκ κύρια χαρακτηριστικά του κοινωνιολόγου, οπότε ο καθηγητής μου, που επαναλαμβάνω ότι δεν ξεχνά και δεν κρύβει ποτέ αυτή του την ιδιότητα, όλον αυτό τον καιρό χτίζει λίγο-λίγο πάνω στον προσωπικό του τρόπο να παρεμβαίνει καίρια, και με επιτυχία που ασφαλώς θα πολλαπλασιαστεί μελλοντικά, χωρίς να εξοκέλλει σε λεκτικές ευκολίες ή σε βιαστικά συμπεράσματα. Σε χαρακτηριστικά δηλαδή του δημόσιου λόγου πολύ κοινά και πολύ τετριμμένα. Και όλα αυτά διαποτισμένα με χιούμορ και με μια λεπτή αν και τσουχτερή ειρωνεία, που δεν κρύβεται από τον συμπεπυκνωμένο, καμιά φορά βαρύ λόγο.

Είναι δάσκαλος λοιπόν, και είναι άνθρωπος που επικοινωνεί με όλους τους διαθέσιμους τρόπους, και που δεν το βάζει κάτω. Όμως είναι και τυχερός, καθώς και στους δύο αυτούς τομείς, στη διδασκαλία και στην παραγωγή (κριτικού) λόγου, η εποχή μας είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Και εξηγούμαι.

Στο πανεπιστήμιο, αφενός, τα αγαπημένα του θέματα για πτυχιακές εργασίες έχουν ως επί το πλείστον να κάνουν με την αυστηρά επιστημονική ανάλυση περιοχών τής ποπ κουλτούρας, θεμάτων δηλαδή που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ανάξια προσοχής — και όμως είναι σχεδόν απάτητα, παρθένα, σχεδόν «πρωτόγονα» πεδία, όπου ο σύγχρονος κοινωνιολόγος, σαν άλλος Κλοντ Λεβί-Στρος, μπορεί να αναπτύξει μια ανθρωπολογική (και φιλοσοφική) ματιά, να εντοπίσει κρίσιμα στοιχεία που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως, και να εξαγάγει συμπεράσματα μεγάλου και πολυπρισματικού ενδιαφέροντος. Σ’ αυτό ο Βασίλης Βαμβακάς δεν παίζεται. Ή ίσως παίζεται μόνο, ή μάλλον: παίζει συχνά μαζί με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, με τον οποίο άλλωστε τους συνδέει πολυετής φιλία, ταύτιση απόψεων σε πολλά, και ένα —μεταξύ άλλων— τεράστιο έργο, το «Λεξικό της δεκαετίας τού ’80», που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου: ένα έργο στο οποίο ακριβώς συναρτάται η πολιτική επιστήμη με την καθημερινή ζωή, τα σύμβολά και τους ήρωές της.

Αυτά αναφορικά με το πανεπιστήμιο και τη διδασκαλία. Όσον αφορά τώρα τα κείμενά του, είναι και πάλι τυχερός, γιατί η ιδιαίτερη ματιά του έχει έναν ανεξάντλητο πλούτο σημείων να περιπλανηθεί, και μάλιστα τόσο έντονων σημείων, τόσο πλαστικών και επαναλαμβανόμενων, που σχεδόν τον παρακαλούν τα ίδια να τα εντοπίσει (πράγμα εύκολο), να τα συλλέξει (πράγμα που κάνει με απόλαυση) και να τα αναλύσει (πράγμα που είναι απολαυστικό για όλους εμάς). Ο καιρός της Κρίσης, με τον λόγο μίσους που εκπορεύεται από παντού, με τη δυνατότητα πολιτικοποιημένου λόγου για τους πάντες (και συχνά εντελώς απολιτίκ από την πολλή όψιμη πολιτικοποίηση), με την πανταχού παρούσα βία σε λεκτικό, σωματικό και κοινωνικό επίπεδο, με τα πρόσωπα της εξουσίας που εύκολα διολισθαίνουν σε καρικατούρες, με την Αριστερά και τα χίλια δυο αντιφατικά ή αλληλοσυμπληρούμενα πρόσωπά της, με τις επίσης χίλιες όψεις του λαϊκισμού και του εθνικολαϊκισμού — όλα αυτά, και χιλιάδες άλλα, είναι πολύτιμο υλικό για τον Βασίλη Βαμβακά, που μακάρι να είχε δυο και τρεις ζωές για να το επεξεργαστεί όλο.

Πάνω σε αυτά είναι γραμμένα και τα άρθρα του, τα 35 κείμενα που απαρτίζουν αυτόν τον τόμο, μία ιστορία —εντέλει— της Κρίσης των τελευταίων τριών-τεσσάρων ετών, μια αφήγηση με πολλούς πρωταγωνιστές που αλληλεπιδρούν — δύσκολα κείμενα (πρέπει να ομολογήσουμε) αλλά και ευφρόσυνα. Και διδακτικά.

Τον ευχαριστούμε πολύ για τη συνεισφορά του στον διάλογο των ηττημένων, και προσωπικά τον ευχαριστώ για πολύ περισσότερα.