Χάινριχ Μπελ, «Οι Απόψεις ενός Κλόουν»
Σκεφτόμουν τι θα ήταν πιο χρήσιμο (άχαρη λέξη, ας είναι) να γραφεί στο μπλογκ και στα έντυπα που έχω την τύχη, την τιμή και την χαρά —τις εννοώ τις λέξεις— να φιλοξενούν κείμενά μου, για ένα έργο πολύσημο και τόσο σημαντικό σαν το μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ «Οι Απόψεις ενός Κλόουν». Καλά λόγια που δεν είναι καν ανάγκη να τα τεκμηριώσω, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο έχει ήδη τη δική του περίοπτη θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, ή μια πιο προσωπική ανάλυση που θα μπορούσε, ίσως, να προσθέσει κάτι στα ειπωμένα; Λοιπόν όχι, δεν χρειάζεται τίποτε από τα δυο. Το ξαναδιάβασα, σε μετάφραση της δικής μας μυθικής Τζένης Μαστοράκη για τις Εκδόσεις Γράμματα, μετά από χρόνια, το βρήκα και πάλι συγκλονιστικό και αισθάνθηκα την υποχρέωση να το θυμίσω και να το προτείνω ως κλασικό πια, λέγοντας σε εκείνους που θα θελήσουν να το διαβάσουν να το προσεγγίσουν χωρίς φόβο αλλά με πάθος και να αποφασίσουν, όποτε εκείνοι κρίνουν, τι ακριβώς τους γοήτευσε σ’ αυτό το έξοχο βιβλίο και γιατί.
Χάινριχ Μπελ λοιπόν, ένας σπουδαίος συγγραφέας και ένα μυθιστόρημα γραμμένο αριστοτεχνικά το 1967 (πολύ χοντροκομμένο μού φαίνεται να χωρίζουμε τα βιβλία σε παλιά και νέα, καλύτερα ας λέμε πως υπάρχει καλή και λιγότερο καλή Λογοτεχνία, επειδή ξέρουμε και ποια είναι αυτή και ότι όλα τα άλλα που παράγονται, σωρηδόν, σε κάθε εποχή, για διασκέδαση και σκότωμα της ώρας, κάτι όχι απαραιτήτως κατακριτέο, δεν μετράνε ως Λογοτεχνία). Γερμανική πεζογραφία αξιώσεων εν προκειμένω, βραβευμένη με Νόμπελ και με την καταξίωση που συνεπάγεται αυτό, όσο και αν μπάζει ως βραβείο λόγω των τακτικίστικων, συχνά, πολιτικών του κριτηρίων, με μια εκπληκτική θεματική διαχρονικότητα, με υψηλή αισθητική, τσουχτερή μα σε καμία περίπτωση χυδαία γλώσσα, οξυδερκές χιούμορ και ευφυή αυτοσαρκασμό, πίκρα, τόλμη, θάρρος, απορία, θλίψη, βαθιά μελαγχολία, ανείπωτη αγάπη για τον πάσχοντα άνθρωπο, βαλμένη και όχι αδέξια κρυμμένη κάτω από τη φαινομενικά αδιαπέραστη ειρωνική ασπίδα άμυνας του ήρωα, με την απελπισία του να εκφράζεται με καγχασμό και συνεχή στηλίτευση της υπαρκτής υποκρισίας και μιζέριας της γερμανικής κοινωνίας του 1960, στην οποία προσπαθεί με αγωνία να επιβιώσει δίχως να πολτοποιηθεί, όσο αυτή ξεδιάντροπα καμώνεται ότι μετάνιωσε για τα λάθη της υπό την ηγεσία τρελών (ή μήπως δεν ήταν τρελοί μα κάτι άλλο;) που ακόνισαν την αιχμή του φονικού της δόρατος, τον Χίτλερ, μα η οποία κοινωνία στην καθημερινότητά της, όταν μεθάει ή όποτε πιέζεται, δείχνει απροκάλυπτα πως ούτε το πιστεύει πως έκανε εγκλήματα και, κυρίως αυτό, δεν το έχει εμπεδώσει σαν μάθημά της το πάθημα, δικό της πάθημα τραγικό μα και των άλλων, εκατομμυρίων άλλων, ακόμα πιο τραγικό.
Δίπλα μας στεκόταν ένας βαρύς, κι έπινε την μπίρα του με θόρυβο. Με κάθε ρουφηξιά, έγλειφε τον αφρό απ’ τα χείλια του και με κοιτούσε, σα να ετοιμαζόταν να μου μιλήσει από στιγμή σε στιγμή. Φοβάμαι τους μισομεθυσμένους Γερμανούς μιας κάποιας ηλικίας, που σου πιάνουν την κουβέντα κι όλο μιλάνε για τον πόλεμο, και τι καλά που ήταν τότε, κι όταν παραμεθύσουν, βγαίνει στη φόρα πως είναι δολοφόνοι και πως δεν το βρίσκουν «και τόσο φοβερό».
Ο Χάινριχ Μπελ χώνει την ανελέητη πένα του πολύ βαθιά στην ηττημένη, διαιρεμένη από τα πάνω σε Δυτική και Ανατολική Γερμανία τής —για όλη την Ευρώπη— μεταβατικής και ταραγμένης δεκαετίας του 1960 και του Ψυχρού Πολέμου που πλανάται, απειλεί μ’ έναν τρίτο πόλεμο και κάνει ακόμα πιο βαριά την ατμόσφαιρα πάνω από τα κράτη της που —άλλα μάταια και άλλα με σχετική επιτυχία— προσπαθούν να απαλλαγούν από τα δεινά που τους άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. (Και πόσο μοιάζει αυτό όλο το πολεμολάγνο σκηνικό υποκρισίας και καλυμμένου, ακόμα, ποικίλου φασισμού με ό,τι θλιβερό ζούμε σήμερα, πόσο άμυαλοι και αδιόρθωτοι αποδεικνύεται πως είμαστε σαν άτομα και κοινωνίες, ε;)
Ήρωας του ευρηματικού Μπελ είναι ο Χανς Σνηρ, ευφυής νεαρός Γερμανός που δεν έχει ξεχάσει τον φοβερό πόλεμο που έζησε σαν παιδί, το ένα από τα τρία μιας πλούσιας μεν οικογένειας μα τρομαχτικά τσιγκούνηδων και ρηχών προτεσταντών της Βόννης με περιουσία καλά εξασφαλισμένη σε όλες τις συνθήκες, σε πόλεμο και σε ειρήνη, από την εκμετάλλευση του λιγνίτη, και ο οποίος Χανς αφήνει σύξυλη στα είκοσι ένα του την οικογένεια, που τώρα το έχει ιδεολογικά γυρίσει στη δημοκρατία και η μάνα του πρώτη και καλύτερη —που κάποτε άλλα έλεγε και δεν δίστασε να στείλει την κόρη της την Εριέτα στον θάνατο— οργανώνει αντιναζιστικές επισκέψεις στο σπίτι της Άννας Φρανκ και διάφορα τέτοια για την καινούρια βιτρίνα — φεύγει λοιπόν για να γίνει, εκείνος, κλόουν.
Τους γονείς μου τους ξέγραψα από τότε που πέθανε η αδερφή μου η Εριέτα. Κλείνουν κιόλας δεκαεφτά χρόνια από τον θάνατο της Εριέτας. Στο τέλος του πολέμου ήταν δεκάξι χρονών, ωραία κοπέλα, τετράξανθη, κι έπαιζε το καλύτερο τένις σ’ όλη την περιοχή, από τη Βόννη ώς το Ρεμάγκεν. Έλεγαν τότε πως τα κορίτσια πρέπει να πάνε εθελόντριες στην αεράμυνα, κι η Εριέτα παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 1945. […] Η Εριέτα έμοιαζε στ’ αλήθεια να πηγαίνει εκδρομή. […] Κοίταξα τον πατέρα. Είχε τα μάτια καρφωμένα στο πιάτο του και δεν μιλούσε. Κι ο Λέο σώπαινε, μα όταν ξανακοίταξα την μητέρα, μου είπε με την απαλή φωνή της: «Πρέπει να το δεις και μόνος σου: καθένας μας οφείλει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διώξει τους Εβραίους Γιάνκηδες από τα ιερά γερμανικά μας χώματα». […] Η έγνοια των δικών μου για τα ιερά γερμανικά μας χώματα μου φαίνεται πολύ γελοία από μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, προπάντων όταν αναλογίζομαι πως ένα σεβαστό ποσοστό μετοχών του λιγνίτη βρίσκεται στα χέρια της οικογένειάς μου εδώ και δυο γενιές. Εβδομήντα χρόνια τώρα οι Σνηρ θησαυρίζουν από τις ανασκαφές που υφίσταται καρτερικά το ιερό γερμανικό χώμα: δάση, χωριά και κάστρα σωριάζονται σαν τα τείχη της Ιεριχούς στο στόμα της φαγάνας. […] Στο μεταξύ η μάνα μου έχει γίνει από χρόνια πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής των Ενώσεων για την Γεφύρωση των Φυλετικών Αντιθέσεων. Πηγαίνει στο σπίτι της Άννας Φρανκ, καμιά φορά και στην Αμερική, δίνει διαλέξεις σε αμερικάνικες Λέσχες Κυριών και μιλά για τη μεταμέλεια της γερμανικής νεολαίας με την ίδια άκακη και απαλή φωνή, όπως τότε που κατευόδωνε την Εριέτα: «Να μας βγάλεις ασπροπρόσωπους, παιδί μου».
Ναι, κλόουν θέλει να γίνει ο Χανς, ο αδερφός της Εριέτας που έπεσε στα ιερά λιγνιτοφόρα γερμανικά χώματα της κυρίας Σνηρ, ο αδερφός του μονοκόμματου και πειθαρχημένου Λέο που θα γίνει —γιατί αυτή είναι η δική του αντίδραση— θεολόγος των καθολικών, ο γιος του πάμπλουτου κυρίου Σνηρ που σιωπά εκεί που πρέπει να υψώσει φωνή και ωρύεται εκεί που δεν πρέπει να βγάλει μιλιά. Κλόουν! Όχι ηθοποιός, μουσικός ή ενός άλλου πιο εξωραϊσμένου τύπου καλλιτέχνης μα ένας κλόουν, ένας παλιάτσος, ένας μίμος που περιοδεύει στη χώρα εκτελώντας τα αλληγορικά, καυστικά νούμερά του. Μαζί του είναι η ερωμένη του, η Μαρί, με την οποία γνωρίζονται από παιδιά, μια όμορφη κοπέλα προσηλυτισμένη στον καθολικισμό — σε μια του εκδοχή, αυτήν που θεωρείται πιο προοδευτική και που επιδέξια αλατοπιπερωμένη με ολίγη από σοσιαλισμό και τα ρέστα, και που δείχνει να κερδίζει ολοένα έδαφος στη μεταπολεμική Γερμανία που καμώνεται με επιτυχία ότι δεν θυμάται καλά ότι υπήρξε ναζιστική. Είναι η μονάκριβη κόρη του βιβλιοπώλη Ντέρκουμ, έντιμου ανθρώπου της μεσαίας τάξης με αντιναζιστικό παρελθόν και ιδέες, που τώρα σιωπά και την έχει από καθαρή τύχη γλιτώσει, ο οποίος συμπαθεί και διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο τον δονκιχωτικά αντιδραστικό Χανς που, λόγω Μαρί, συχνάζει στο μαγαζάκι του.
Η Μαρί. Η Μαρί που γι’ αυτήν ο Χανς είναι έτοιμος να παλέψει για ό,τι του ζητήσει. Όμως η Μαρί, η γλυκιά, μοναδική αγάπη του Χανς, η καλή χριστιανούλα, τον εγκαταλείπει δίχως πολλά-πολλά μετά από μιας ολόκληρης ζωής τη φιλία και την επώδυνη, αδιέξοδη και αμαρτωλή, για εκείνην ως καθολική, έξι χρόνων ερωτική συμβίωση, για να παντρευτεί δόξη και τιμή τον κύριο Χέρμπερτ Τσύπφνερ, έναν άλλο παλιό της φίλο, εξέχοντα ιερωμένο πλέον και ανερχόμενο μαϊντανό τού όλο και πιο πολύ αναπτυσσόμενου , τέτοιου στυλ ξαναλέω, καθολικισμού της Βόννης. Ποιος αναμάρτητος μπορεί να την κατηγορήσει την καημένη ανόητη που δεν μπορεί να καταλάβει τη μωρία της;
Ο Χανς, ο μελαγχολικός κλόουν της τιμωρημένης υποτίθεται για την αλαζονεία και τα φριχτά της εγκλήματα μεταπολεμικής Γερμανίας, δεν αντιπροσωπεύει τον μέσο πολίτη της, είναι η εξαίρεση στον κανόνα που επαναδιαμορφώνεται σαν παραλλαγή του προηγούμενου. Είναι άθεος από επιλογή και δεν φαίνεται να έχουν βρεθεί ακόμη πειστικά επιχειρήματα για να μεταστραφεί. Όταν πρότυπα πιστών χριστιανών, πατριωτών και ανθρώπων γενικότερα είναι η συμφεροντολόγα μάνα του και οι δικοί του, από τον πατέρα του ώς την ερωμένη τού πατέρα του, κλασικό τύπο κουτοπόνηρης κολλιτσίδας του σφιχτοχέρη πλούσιου (αν και ο περίγυρος θεωρεί τη σχέση αποδεκτό κοινωνικό στάτους), πώς να πειστεί και γιατί, και ποια μπορεί να είναι η σωτηρία της ψυχής που του τάζουν, όταν αυτή εξαρτάται από ψέματα, στεφανώματα, χρήματα, πάγκους όπου απλώνεται η ιδεολογία των ανταγωνιστών εμπόρων σαν πραμάτεια, όταν όλα είναι ένα αδιάκοπο θεαθήναι; Ξέρει καλά το θέαμα και το θέατρο ο Χανς. Από πρώτο χέρι. Γιατί είναι ατόφιος κλόουν. Μόνο που τουλάχιστον αυτός το λέει στα ίσια.
Ο Χανς δεν διστάζει να πάρει στο ψιλό, να μετατρέψει σε νούμερά του, που τα παίζει πάνω στη σκηνή, ειρωνευόμενος την υποκρισία τους κυρίως, την ασυνέπεια λόγων και πράξεων, τους πάντες: καθολικούς και προτεστάντες, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλιστές, γονείς, συγγενείς, εχθρούς, γνωστούς και φίλους και όλους όσους βλέπει να είναι έτοιμοι, πανέτοιμοι όλοι αδιακρίτως, φανατικοί στην αλήθεια τους, να προσηλυτίσουν με ψέματα και μεγάλα λόγια όποιον απελπισμένο, φτωχό και θολωμένο, ή πλούσιο και κυνικό, ψάχνει διακαώς μετά τις ναζιστικές μπαρούφες που τους έφτασαν κάποτε, μόλις είκοσι χρόνια πριν, στα Τάρταρα, να πασχίζει τώρα να γαντζωθεί από μια νέα αλλά στην πραγματικότητα παλιά και δοκιμασμένα καλοστημένη βιτρίνα ιδεών, ευρείας αποδοχής κι αυτή, για να κρατηθεί ή και να αναρριχηθεί (εκ νέου) στην καινούρια Γερμανία ή μάλλον στην ίδια και απαράλλαχτη, όπως έχει βεβαιωθεί ο Χανς, αυτήν που εμφανίζεται σαν μετανιωμένη και με τη φορεσιά της δημοκρατίας: μα αυτό δεν είναι παρά ένα ακόμα τερτίπι της, ένα ψέμα, ένα νούμερο στην πλατιά εθνική και διεθνή σκηνή και γι’ αυτό εκείνου τού προκαλεί την ίδια αηδία.
Ο Χανς έχει ατελείωτα ράμματα για τη γούνα πάρα πολλών, για τους πιστούς των κομμάτων, της θρησκείας και των αλληλομισούμενων εκκλησιών της, για τη διαλυμένη οικογένεια, την ξεπουλημένη τέχνη, την παραδόπιστη και αμετανόητη κοινωνία. Η αναμέτρησή του μαζί της και μαζί τους —γιατί η Γερμανία, και όχι μόνο η Γερμανία αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι— δεν (μπορεί να) έχει αίσιο τέλος, Το καλό τέλος δεν προβλέπεται για όποιον αντιστέκεται, τον ένα εκ των ολίγων, πάντα των τραγικά λίγων, που δεν θέλουν να ξεπουληθούν ολότελα.
Ο Χανς Σνηρ μόνο με την τέχνη του και τη λεπτεπίλεπτη ειρωνεία δείχνει να παλεύει την θλίψη του και σ’ αυτήν αναζητά και βρίσκει το ύστατο κουράγιο να μη συμπορεύεται με τα τέρατα που άλλαξαν μουτσούνα και συνεχίζουν σε έναν ζοφερό κόσμο με τη φανερή ή πασπαλισμένη με βαρύγδουπες θεωρίες σαπίλα τους. Δεν του κάνουν οι ομάδες και τα δόγματα, όποια κι αν είναι, οικογενειακά, θρησκευτικά, πολιτικά, και γι’ αυτό, επειδή δεν εννοεί να ενταχθεί πουθενά παρά την επιδεινούμενη οικονομική του δυσπραγία, γίνεται ζητιάνος (αφήνεται δηλαδή στο ανύπαρκτο έλεός τους, ντροπιάζοντάς τους στην ουσία ακόμα πιο πολύ, κι ας μην το καταλαβαίνουν έτσι εκείνοι, τόσο ανόητοι και αισχροί είναι), δεν ανταλλάσσει τη βαθιά του περηφάνια και την ελευθερία με την άνεση που θα μπορούσε να έχει σταματώντας να σκοτίζεται για την ηθική και την ειλικρίνεια των γύρω του, γενόμενος ένας εκ της τάξης του. Θα το πληρώσει ακριβά.
Και πάνω στην κρίσιμη στιγμή, καθώς θα μου γέμιζε το φλιτζάνι, περήφανος για το κατόρθωμά του, θα του ’λεγα: «Πέσε το χρήμα» ή «Κατέβαινε το παραδάκι». Στην κρίσιμη στιγμή, τα πάντα είναι πρωτόγονα, βάρβαρα. Σου λένε , ας πούμε: «Εσείς παίρνετε τη μισή Πολωνία κι εμείς τη μισή Ρουμανία. Και πόση Σιλεσία θα πάρετε, παρακαλώ; Μισή ή δύο τρίτα; Σας δίνουμε τέσσερα υπουργεία, μας δίνετε το κοντσέρν τρεχαγύρευε;» Ήμουν βλάκας Παρασύρθηκα απ’ το χάλι μου κι απ’ το χάλι του, και δεν του βούτηξα το πορτοφόλι. Απλούστατα, έπρεπε να φέρω την κουβέντα στα λεφτά, να του μιλήσω ανοιχτά για το άψυχο χρήμα, για το αφηρημένο χρήμα, που το κρατούν δεμένο με αλυσίδες, κι ας είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τόσους ανθρώπους. «Το αιώνιο χρήμα!» όπως αναφωνούσε με φρίκη η μητέρα κάθε που ζητούσαμε λεφτά, έστω και τριάντα πφένιχ για ένα τετράδιο. Το αιώνιο χρήμα. Ο αιώνιος έρως.
Θα το πληρώσει, μα ευτυχώς που υπάρχουν σε κάθε εποχή κι αυτοί, οι ευφυείς, μελαγχολικοί κλόουν, οι ασυμβίβαστοι και πεισματάρηδες Χανς, οι καλοί άνθρωποι με την αδιάβρωτη ψυχή που δεν δέχονται να κάνουν σημαία τους την υποκρισία του μωροφιλόδοξου και άπληστου κόσμου των ισχυρών και των πάσης φύσεως δούλων τους και χαλάνε με την αυτοκαταστροφική τους στάση ζωής την πιάτσα και τη μόστρα των γνωστικών νοικοκυραίων παντός δόγματος. Αυτοί οι λυπημένοι κλόουν, οι αθεράπευτα ρομαντικοί και ταγμένοι στην ανθρωπιά, ευωδιαστά κεράκια αγάπης που σιγοκαίγονται στο ταπεινό μανουάλι της τιμής και της ειρήνης.
Μ’ αυτούς, έχω λόγους να το πιστεύω, θα πορευτεί ξανά ο κόσμος μας στο φως, όταν έρθει η ώρα.