Το ντόμινο της διεθνούς πολιτικής
Πριν λίγες ημέρες έσκασε στην επικαιρότητα το σκάνδαλο των Panama Papers — δηλαδή η διαρροή 11,5 εκατομμυρίων αρχείων της εταιρείας Mossack Fonseca, που σχετίζονται με εκατοντάδες χιλιάδες υπεράκτιες εταιρείες στις οποίες εμπλέκονται ηγέτες και αρχηγοί κρατών, πολιτικοί και διάσημοι από όλο τον κόσμο. Ο όγκος των πληροφοριών είναι τεράστιος —μεγαλύτερος από κάθε άλλη παρόμοια διαρροή— και θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να εκτιμηθεί η ακριβής έκταση των αποκαλύψεων και των επιπτώσεων. Το σκάνδαλο αυτό έρχεται να προστεθεί σε μία ήδη φορτισμένη διεθνή σκηνή —κυρίως στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης—, στην οποία επικρατούν ο θυμός, ο λαϊκισμός και η απόρριψη του κατεστημένου. Αυτή η πορεία αμφισβήτησης και παρακμής της πολιτικής δεν ξεκίνησε τώρα. Η αργή αλλά σταθερή πτώση σημαντικών δεικτών «ποιότητας» της δημοκρατίας —όπως η πολιτική γνώση, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, η συμμετοχή στην ευρύτερη κοινωνία των πολιτών και η άνοδος του εξτρεμισμού— είναι ίσως το κεντρικότερο πρόβλημα στην καρδιά της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης.
Ο ανταγωνισμός του Ψυχρού Πολέμου, εκτός από τον συνεχή κίνδυνο καθολικού ολοκαυτώματος —ή μάλλον: εν μέρει εξαιτίας αυτού—, καλλιέργησε στα δύο στρατόπεδα την εγρήγορση, την πειθαρχία, το ένστικτο αυτοσυντήρησης, την επένδυση στις δομές και υποδομές του κράτους αλλά και της διπλωματίας. Οι βεβαιότητες και ιδεολογίες της νεωτερικότητας κατέρρευσαν. Εάν μετά τον εφησυχασμό της μονοκρατορίας των ΗΠΑ ήταν της μόδας η άγνοια και η πολιτική απάθεια, μετά τον εντελώς καταστροφικό πόλεμο στο Ιράκ και την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 της μόδας πλέον είναι η οργή ενάντια στο «σύστημα».
Οι μεν αριστεροί (Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, Τζέρεμι Κόρμπιν στη Βρετανία, αριστεροί λαϊκιστές τύπου Podemos στην ηπειρωτική Ευρώπη) χρησιμοποιούν σχεδόν μονοθεματικά την καραμέλα της ανισότητας ως ερμηνευτικό σχήμα που εξηγεί τα πάντα — από την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και την απώλεια της ανταγωνιστικότητας των δυτικών επιχειρήσεων μέχρι… την τρομοκρατία του ISIS. Οι δε δεξιοί (Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και ριζοσπαστικοί δεξιοί και ακροδεξιοί στην Ευρώπη) χρησιμοποιούν τον φόβο του διαφορετικού ως εργαλείο κινητοποίησης και εγρήγορσης των πολιτών. Ελλείψει άλλου συνεκτικού στοιχείου ή συλλογικής ταυτότητας, καλλιεργούν στους πολίτες την αίσθηση του θύματος: θύματα της ανισότητας οι μεν, θύματα της «εισβολής των βαρβάρων» οι δε. Ελλείψει οράματος για το μέλλον ή τρόπου διαχείρισης της αβεβαιότητας και του ρίσκου της παγκοσμιοποίησης, και οι μεν και οι δε ουσιαστικά ονειρεύονται την επιστροφή στη χρυσή εποχή της σταθερότητας, της ευημερίας, της ασφάλειας, της κοινωνικής κινητικότητας και ίσως της δημογραφικής ομοιογένειας. Με άλλα λόγια, ονειρεύονται ότι μπορούμε να γυρίσουμε και να κολλήσουμε το κοντέρ στο 1960, όταν οι στερήσεις και ο εφιάλτης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδιναν τη θέση τους σε μια κουλτούρα αισιοδοξίας, οικονομικής ανάπτυξης, αποαποικιοποίησης και ελευθερίας — χωρίς όμως την παρακμή και τον εκφυλισμό που ακολούθησαν.
Πολλοί νιώθουν ότι οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ σέρνονται. Ότι έχουμε έλλειμμα ηγεσίας. Ότι το πολιτικό σύστημα είναι διεφθαρμένο. Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά (και κυρίως τα άκρα τους) υπόσχονται δυναμικές λύσεις — ριζοσπαστικά μέτρα. Η αλήθεια είναι ότι αυτά που οι εθνικές κυβερνήσεις από μόνες τους μπορούν να κάνουν είναι εξαιρετικά —εντυπωσιακά, θα έλεγε κανείς— λίγα.
Πριν από ακριβώς 7 χρόνια, έγραφα ότι, αργά ή γρήγορα, θέλουμε δεν θέλουμε, θα έρθουμε αντιμέτωποι με την ατζέντα του 21ου αιώνα — τις παγκόσμιες προκλήσεις της τρομοκρατίας, της παρακμής του οικονομικού μοντέλου, της μετακίνησης πληθυσμών, της κλιματικής αλλαγής, της ενέργειας και των υδάτινων πόρων κ.ά. (αυτές αναπτύσσονται με συνοπτικό αλλά περιεκτικότατο τρόπο στο βιβλίο Divided Nations του καθηγητή της Οξφόρδης Ian Goldin). Ακριβώς λόγω της κλίμακας των ζητημάτων αυτών και εξαιτίας της αδράνειας μεμονωμένων κυβερνήσεων —και εφόσον δεν αναπτύξουμε δημοκρατικές λύσεις πρόληψης και στρατηγικού σχεδιασμού—, το πιθανότερο είναι οι προκλήσεις αυτές σταδιακά να μετατραπούν σε κρίσεις και αργότερα σε καταστροφές που θα απαιτούν άμεση δράση για διασφάλιση της επιβίωσης — δηλαδή συνεχή διακυβέρνηση σε καθεστώς κρίσης (crisis governance), όπως αυτή που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οι θεσμοί του έθνους-κράτους και του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος —οι νόμοι, οι μηχανισμοί πολιτικής εκπροσώπησης, οι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ κλπ.— ως έχουν δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Για να καλυφθεί το δημοκρατικό αυτό έλλειμμα, αλλά και για να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να δημιουργηθούν δομές και μηχανισμοί παγκόσμιας διακυβέρνησης και πολιτικής συμμετοχής, που να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικοί και εμμέσως ή απευθείας αντιπροσωπευτικοί.
Με τον όρο παγκόσμια διακυβέρνηση (global governance) δεν εννοούμε μία μυστική, δυστοπική, κεντρική ελίτ που θα ελέγχει τον κόσμο όλο, και με τον όρο παγκόσμια ιδιότητα του πολίτη (global citizenship) δεν εννοούμε έναν ρομαντικό, ουτοπικό, αναρχικό κοσμοπολιτισμό σε έναν πλανήτη χωρίς σύνορα, αλλά σταδιακές, προσεκτικές, ρεαλιστικές αλλά και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο διεθνές σύστημα (βλ. το εξαιρετικό βιβλίο του πρώην Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Mark Malloch-Brown). Η αλλαγή του τρόπου επιλογής/εκλογής του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ ώστε να έχει μεγαλύτερη νομιμοποίηση και ισχύ και μικρότερη εξάρτηση από συγκεκριμένα μπλοκ κρατών είναι ένα παράδειγμα. Ένα δεύτερο παράδειγμα θα ήταν η εισαγωγή ενός μικρού φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που θα αφορούσε μόνο όσους κερδοσκοπούν προς βραχυπρόθεσμο κέρδος και θα παρήγε αρκετό εισόδημα για να αντιμετωπιστούν παγκόσμιες προκλήσεις όπως η φτώχεια και η κλιματική αλλαγή.
Το μεταπολεμικό πλαίσιο ασφάλειας και ανάπτυξης δεν δημιουργήθηκε από μόνο του. Όπως πρόσφατα έδειξε στο σημαντικό βιβλίο του ο Dan Plesch, το σύστημα του ΟΗΕ και η αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας (π.χ., Διάσκεψη στο Bretton Woods) ήταν αποτέλεσμα τολμηρού οράματος, στρατηγικού σχεδιασμού, σκληρών διαπραγματεύσεων αλλά και πίεσης της κοινής γνώμης ειδικά στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις των κρατών της Δύσης πρωτοστάτησαν στην απορρύθμιση και σταδιακή απαξίωση αυτής της αρχιτεκτονικής από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά. Σε μία πλειοδοσία ευθυνοφοβίας, λαϊκισμού και κοντόφθαλμης λογικής, οι κεντρικές κυβερνήσεις από μόνες τους απεμπόλησαν την εξουσία, τις αρμοδιότητες και τη ρυθμιστική ισχύ τους, παραχωρώντας τα σε αφανή δίκτυα ειδικών, συμφερόντων, καρτέλ, λόμπι, πολυεθνικών κλπ. Τις τελευταίες δεκαετίες, και ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αναπτύχθηκε μία παγκόσμια παραοικονομία, μία ασύλληπτου μεγέθους και έκτασης μαύρη αγορά (την οποία ο δημοσιογράφος Misha Glenny ονομάζει McMafia — δείτε την απολαυστική και πραγματικά διαφωτιστική ομιλία του στο TED), η οποία υπολογίζεται περίπου στο 20-25% του παγκόσμιου ΑΕΠ: εμπορία όπλων, ναρκωτικών, πολύτιμων λίθων, ανθρώπινων οργάνων, γυναικών, παιδιών, προστασία καταστημάτων, εκβιασμοί, δολοφονίες κατά παραγγελία, οργανωμένο έγκλημα, εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής και, κυρίως, διεθνής τρομοκρατία. Όλες αυτές οι πρακτικές συνδέονται μεταξύ τους: οι πολύτιμοι λίθοι χωρών της Αφρικής ανταλλάσσονται με όπλα, τα κέρδη από την ανταλλαγή και το εμπόριο ναρκωτικών χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων σε άλλα μέρη του πλανήτη κ.ο.κ.
Στους φορολογικούς Παραδείσους (tax havens), με πρώτο και καλύτερο όχι κάποιο εξωτικό νησί της Καραϊβικής με όμορφες παραλίες αλλά το City του Λονδίνου, υπεράκτιες (offshore) εταιρείες ξεπλένουν χρήμα από το οργανωμένο έγκλημα και τροφοδοτούν χρηματαγορές, προϊόντα και εταιρικά σχήματα ασύλληπτης περιπλοκότητας, αδιαφάνειας και διαφθοράς, στα οποία εμπλέκονται ολόκληρες βιομηχανίες, δικτάτορες του τρίτου κόσμου, επενδυτικοί κολοσσοί, λομπίστες, μέσα ενημέρωσης, σεβαστοί και δημοφιλείς πολιτικοί των ανεπτυγμένων κρατών αλλά ακόμη και ταπεινά συνταξιοδοτικά και επενδυτικά ταμεία. Όλα αυτά συμβαίνουν τώρα, σήμερα, παντού. Συμβαίνουν δίπλα μας, μπροστά μας. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν και η άγνοιά μας τιμωρείται. Όσοι παρακολουθούν τη διεθνή επικαιρότητα, τα infographics σοβαρών εφημερίδων, τα αναλυτικά ρεπορτάζ της ερευνητικής δημοσιογραφίας, του Atlantic, των New York Times, της Washington Post, του New Yorker, έχουν αντίληψη κάποιων κομματιών του παζλ. Βιβλία, περιοδικά, ταινίες όπως Το μεγάλο σορτάρισμα εξηγούν με γλαφυρότατο και εκλαϊκευμένο τρόπο τι συμβαίνει και πώς μας επηρεάζει. (Για τους λάτρεις των ευρωπαϊκών κόμικς, και για μια πιο εύπεπτη εισαγωγή στη διεθνή πραγματικότητα, προτείνω τις εξαιρετικές σειρές Alpha, IR$, Insiders, Largo Winch και Lady S από τη βρετανική Cinebook). Οι άβολες αλήθειες, για να δανειστώ τον τίτλο του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ του Αλ Γκορ για την κλιματική αλλαγή, είναι μπροστά μας, αλλά επιλέγουμε να τις αγνοήσουμε.
Τα ΜΜΕ και οι εξοργισμένοι πολίτες στρέφονται σήμερα εναντίον συγκεκριμένων ατόμων που φέρονται να εμπλέκονται στο σκάνδαλο των Panama Papers. Το πρόβλημά μας όμως δεν είναι ούτε ο πρωθυπουργός της Ισλανδίας, ούτε ο τσελίστας του Πούτιν. Το πρόβλημά μας είναι οι δομές της παγκόσμιας οικονομίας και η έλλειψη επαρκών ελέγχων και ρυθμίσεων σε σχέση με τις υπεράκτιες εταιρείες, τους φορολογικούς Παραδείσους και τον κερδοσκοπικό τζόγο κάποιων hedge funds. Το πρόβλημά μας δεν είναι οι έννοιες του μισθού, του κέρδους, του μπόνους, του πλούτου, του εμπορίου, της χρηματαγοράς, της ελευθερίας —η ιεραρχία της πολιτικής οργάνωσης και τα προνόμια των ελίτ, τα οποία καλώς υπάρχουν— αλλά τα αφανή, ακραία και κυρίως μη παραγωγικά εκείνα στοιχεία της διεθνούς οικονομίας που δεν συνεισφέρουν σε τίποτα, μα που αντιθέτως ρουφάνε πόρους από τους φορολογούμενους και από το κράτος και χρηματοδοτούν την παγκόσμια σκιώδη οικονομία.
Η προσωποποίηση ενός τόσο τεράστιου, τόσο παγκόσμιου, τόσο δομικού, τόσο περίπλοκου φαινομένου μπορεί να τρέφει τη μικροαστική μνησικακία μας και την ανάγκη μας να βλέπουμε τους ισχυρούς να καταρρέουν, το μόνο όμως που καταφέρνει είναι να μας αποπροσανατολίζει και να αποτρέπει την πραγματική μεταρρύθμιση. Η ουσία δεν είναι αν ο τάδε ή ο δείνα είναι αναμεμειγμένοι, αλλά ότι, χωρίς την πίεση της κοινής γνώμης, χωρίς πολιτική βούληση, όραμα, διπλωματία, σχεδιασμό και νέους θεσμούς τα φαινόμενα αυτά θα διαιωνίζονται.
Πολλοί στρέφονται ενάντια σε γνωστές εταιρείες για το γεγονός ότι, εκμεταλλευόμενες νομικά «παράθυρα», καταφέρνουν να μην πληρώνουν φόρους. Η αλήθεια είναι ότι δεν μας φταίει ούτε η Apple, ούτε η Google, ούτε τα Starbucks, ούτε το Amazon, ούτε τα ΙΚΕΑ. Και είναι υποκριτικό, τη στιγμή που αγοράζουμε τα προϊόντα τους, επισκεπτόμαστε τα μαγαζιά τους και χτίζουμε τον πλούτο τους, να τους κατηγορούμε για την αμέλεια (ή, χειρότερα, για τη διαφθορά) της πολιτικής και του νομοθετικού πλαισίου που τους επιτρέπει να το κάνουν αυτό. Δεν είναι δουλειά μιας εταιρείας να αλλάξει το φορολογικό σύστημα — αυτό είναι δουλειά των εκλεγμένων αντιπροσώπων μας.
Σε καθεστώς αμείλικτου ανταγωνισμού και ανεξέλεγκτης ελευθερίας της αγοράς, το να περιμένει κανείς από τους πλούσιους ή από τις πολυεθνικές να πληρώσουν οικιοθελώς φόρο ή να μην ακολουθήσουν διαδεδομένες πρακτικές εξοικονόμησης χρημάτων που ακολουθούν όλοι οι υπόλοιποι παίκτες του συστήματος είναι ανόητο. Και ο μόνος χαρακτηρισμός για όσους νομίζουν ότι με διαρροές τύπου Panama Papers θα προκαλέσουν την παγκόσμια επανάσταση και θα φέρουν επιτέλους την ουτοπία που τόσα χρόνια ονειρεύονται είναι «επικίνδυνα ανόητοι». Με εξαίρεση την εύθραυστη Τυνησία, η Αραβική Άνοιξη —που εν μέρει ξεκίνησε εξαιτίας των αποκαλύψεων του Wikileaks για τη διαφθορά και τη χλιδή μέσα στην οποία ζούσαν οι δικτάτορες του αραβικού κόσμου— οδήγησε τελικά σε αποσταθεροποίηση ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, σε πραξικοπήματα και αντιπραξικοπήματα στην Αίγυπτο, σε διασπορά της ισλαμικής τρομοκρατίας και σε εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Η κατάσταση στον αραβικό κόσμο σήμερα είναι σαφώς χειρότερη από ό,τι πριν. Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι όντως στρωμένος με καλές προθέσεις. Η πρόοδος δεν έρχεται με επαναστάσεις εξαγριωμένων μαζών αλλά με αντίληψη των κανόνων του παιχνιδιού και του πώς μπορούν να αλλάξουν εκ των έσω.
[ Φωτογραφία: το Κοινοβούλιο της Ισλανδίας στο Ρέικιαβικ. — ΡΓ ].