Η Αθήνα των άλλων
Μαζί με την άνοιξη κατέφθασαν και οι άλλοι, τους ακούω, τους βλέπω γύρω μου όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, αν και φέτος μού φαίνεται να είναι λίγο περισσότεροι από ό,τι συνήθως, λίγο πιο θορυβώδεις, με τάσεις εξερεύνησης του αστικού μωσαϊκού, να προσπαθούν να απαγκιστρωθούν από τον κλασικό μικρόκοσμο πέριξ του Βράχου και να ανακαλύψουν την πραγματική πόλη, αυτή των αντιφατικών συνοικιών, τη δική μας Αθήνα.
Δεν είναι εύκολη πόλη για έναν ξένο επισκέπτη, για έναν τουρίστα που δεν έχει ντόπιους φίλους να τον καθοδηγήσουν μέσα στα στενάκια του ιστορικού κέντρου, φυσικά πάντα υπάρχουν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, η «κουκουβάγια» του TripAdvisor που δίνει το σινιάλο για την επόμενη στάση και την ελπίδα για λίγη γευστική αυθεντικότητα, για ένα δείγμα πραγματικού couleur locale, ένα χρώμα αδιευκρίνιστης ταυτότητας που σχηματίζεται από τον αναπάντεχο συνδυασμό πολλών άλλων χρωμάτων. Ο Βράχος λειτουργεί σαν σταθερό σημείο αναφοράς, σαν ένα στιβαρό τοπόσημο για τον ξένο επισκέπτη που τον χρησιμοποιεί σαν πυξίδα, σαν τον ιστορικό πυρήνα γύρω από τον οποίο εξελίσσεται η ελικοειδής περιήγησή του. Η όψη του Παρθενώνα επεμβαίνει καθησυχαστικά στην ματιά του τουρίστα, είναι ο κύριος στόχος αυτού του ταξιδιού, το συμβολικό φορτίο της πόλης εδώ και κοντά δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Η βόλτα της Αρεοπαγίτου παίζει τον ρόλο μιας μυθολογικής facade, δίνοντας στον επισκέπτη την ευκαιρία να οπτικοποιήσει την ιστορική αφήγηση της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, να φανταστεί το τερέν όπου έλαβαν μέρος οι πολυδιάστατες γλυπτικές απεικονίσεις, οι εορταστικές πομπές, οι φιλοσοφικοί περίπατοι και οι δραματικές μάχες που οι απεικονίσεις τους κατοικούν τα εξώφυλλα των σχολικών βιβλίων και των εγχειριδίων τέχνης και ιστορίας. Η πανοραμική —αφ’ υψηλού— θέα της πόλης από τα διώροφα hop-on/hop-off λεωφορεία είναι εν γένει παραπλανητική, κρύβει τα βρόμικα και σπασμένα πεζοδρόμια, τις εκφράσεις των προσώπων του πλήθους, την κτιριακή φθορά και τα χιλιάδες κοκκινογραμμένα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» που καλύπτουν προσόψεις και τζαμαρίες σαν ταπετσαρία. Η τουριστική Αθήνα —η Πλάκα, το Μοναστηράκι, το Θησείο— είναι όμορφη, έχει μνημεία, μνήμη, ανοιχτωσιά και ρομαντζάδα, αλλά ταυτόχρονα είναι και λίγο ψεύτικη, φτιασιδωμένη, όπως όλες οι τουριστικές πιάτσες της Ευρώπης, με τη διαφορά ότι εδώ τα πράγματα είναι λίγο πιο άναρχα και πιο άνομα, τρενάκι και τραπέζια κολλητά, στο ίδιο πεζοδρόμιο.
Οι άλλοι κατοικούν για λίγες ημέρες σε αυτή την Αθήνα, φωτογραφίζονται στα ίδια σημεία και αναπολούν τα ίδια ηχοχρώματα. Δεν έχουν στο μυαλό τους την εικόνα μιας υποφωτισμένης ΔΟΥ ξέχειλης από ανθρώπους εγκλωβισμένους στο γραφειοκρατικό της κλιμακοστάσιο, ούτε έχουν βρεθεί ποτέ σε αίθουσα αθηναϊκού δικαστηρίου, ανάμεσα σε καρότσια του σουπερμάρκετ που μεταφέρουν φακέλους γεμάτους ιστορίες, επείγουσες, ταπεινές, μονίμως στάσιμες σαν τα νερά ενός βούρκου.
Η Αθήνα των άλλων είναι βέβαια καρτποσταλική, λουσμένη στο φως και κατοικημένη από σκιές κλεινής μνήμης, ισορροπεί μεταξύ αρχαίων μύθων και σύγχρονων στερεοτύπων, παρακινώντας —όμως— και τους μόνιμους κατοίκους της, τους αιώνιους μετοίκους της, να την ανακαλύπτουν κάθε Κυριακή.
Πολλοί το κάνουν.