Η νοσταλγία

D
Αλέξανδρος Χαρκιολάκης

Η νοσταλγία

Στο πανεπιστήμιο όπου εργάζομαι διδάσκω ένα μάθημα που λέγεται Μουσική και Ιδεολογία. Την πρώτη εβδομάδα μαθημάτων, όταν συζητούσαμε με τους φοιτητές για το corpus των μαθημάτων, τους είπα ότι ένα από τα φαινόμενα που θα διερευνήσουμε είναι κι αυτό της νοσταλγίας, με τις απαραίτητες μουσικολογικές απολήξεις του. Μοιραία, η αναφορά που έκανα δεν έμεινε μονάχα στη μουσικολογική της πλευρά. Κέντρισε το ενδιαφέρον των περισσοτέρων, οπότε ξεκίνησε μια κουβέντα που αυτομάτως μετακύλησε στο πώς η νοσταλγία ουσιαστικά «λειαίνει» και απενοχοποιεί τα όποια κακώς κείμενα έχουμε τυχόν ζήσει.

Αυτό με έκανε να σκεφτώ για άλλη μια φορά το θέμα και να διαπιστώσω πόσο η νοσταλγία έχει γίνει κεντρική αφήγηση για πολλούς ανθρώπους που συναντώ και συναναστρέφομαι. Επικέντρωσα τη σκέψη μου στην Πόλη και στο πώς τη βλέπουν διάφοροι υπό αυτό το νοσταλγικό βλέμμα αναθύμησης. Για πολλούς είναι ο πατρογονικός τόπος, το μέρος όπου γεννήθηκαν οι παππούδες τους αλλά που έπρεπε να αφήσουν γιατί τα πράγματα πήγαν στραβά. Αυτός θα μπορούσα να είμαι εγώ κάποιες φορές, αν και προσπαθώ να μην το αφήνω να με επηρεάζει. Τα είπαμε άλλωστε στο πρώτο κείμενο αυτής της σειράς. Είναι και οι άλλοι που έχουν χάσει έναν κόσμο που υπήρχε γύρω τους. Τούρκοι, Αρμένηδες, Έλληνες, άνθρωποι διαφορετικής κουλτούρας σε ένα σταυροδρόμι. Ποιος όμως δεν έχει πέσει θύμα της νοσταλγίας, έστω και προσωρινά; Έστω και για μια στιγμή;

Το βλέπω καθημερινά λοιπόν: Έλληνες που επισκέπτονται τον τόπο και νομίζουν ότι θα βρουν την Πόλη που τους περιέγραφε η γιαγιά, με το Πέραν και τα μαγαζιά με τις επιγραφές σε διάφορες γλώσσες, τις μισές από αυτές στα ελληνικά. Αντ’ αυτού, βλέπουν μιαν άλλη Πόλη, ένα άλλο Πέραν, τελείως διαφορετικό. Κι όμως, τελικά τούς αρκεί ένα μικρό κομματάκι να έχει παραμείνει αναλλοίωτο για να αναζωπυρώσει τη νοσταλγία. Και τέτοια κομματάκια υπάρχουν πολλά. Αρκεί μια μικρή επιγραφή που λέει Hazzopulo Pasaji για να κάνει κάποιον να δει τα πράγματα με το φτιασίδι του παρελθόντος.

Ο μεγαλύτερος νοσταλγός της Πόλης που γνωρίζω δεν είναι κάποιος μειονοτικός, είναι ένας Τούρκος Πολίτης, διάσημος συγγραφέας. Ο Ορχάν Παμούκ αναβιώνει διαρκώς μέσα από τα κείμενά του την πολυπολιτισμική Ιστανμπούλ. Αυτό το απίθανο μωσαϊκό ανθρώπων και ψυχών, το αμάλγαμα των διάφορων πόλεων που έχει χτιστεί η μία πάνω από την άλλη. Γι’ αυτό πιστεύω ότι έφτιαξε και το Μουσείο της Αθωότητας (ναι, ξέρω ότι το έγραψε για να υμνήσει και τον έρωτα… αλλά εγώ τουλάχιστον έτσι το βλέπω).

Ξέρω κάποιους που ζουν στα Ταταύλα (αρνούνται να το πουν Κουρτουλούς) γιατί εκεί ζουν και πολλοί —ακόμη— από τις μειονότητες της Πόλης. Χαίρονται που ο μπακάλης τους φέρνει την Απογευματινή και την Ηχώ της Πόλης (τις δύο ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούν εδώ) και την Agos (την εφημερίδα που έβγαζε ο Χραντ Ντινκ). Τους αρέσει να έχουν γείτονες την κυρία Χρύσα και τον Αναστάση μπέη και να αγοράζουν τα λουλούδια τους από τον Αντρέ, τον Αρμένη λουλουδοπώλη. Προσπαθούν να διατηρήσουν την ανάμνηση μιας Κωνσταντινούπολης που όμως έχει γίνει Ιστανμπούλ. Γι’ αυτό κι εγώ προτιμώ να την λέω Πόλη (κι ας διαφωνεί ο φίλος μου ο Κυριάκος), γιατί τις εμπεριέχει όλες, και τις παλιές και τις καινούριες και αυτές που θα έρθουν μετά. Η πόλη αυτή πλέον είναι η Ιστανμπούλ, αυτή η τουρκική μεγαλούπολη με τις πάμπολλες συγκινήσεις.

Γαμώτο, μ’ έπιασε τελικά και μένα η νοσταλγία από αυτά που γράφω. Λέω να αφήσω το κείμενο εδώ και να πάω στο μεϊχανέ της Μαντάμ Δεσποίνας για μια ρακή. Η Μαντάμ Δεσποίνα πέθανε βέβαια πριν κάποια χρόνια, αλλά και τι έγινε;

Είναι εκεί ο Μουράτ, ο τωρινός ιδιοκτήτης, που θα μου πει ιστορίες από τα Ταταύλα.