Cut-up και Fold-in

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Cut-up και Fold-in

Όχι μόνο για τους φανατικούς και επίμονους βιβλιόφιλους με τους οποίους ασχολούμαστε συνήθως εδώ, αλλά για σχεδόν κάθε αναγνώστη, η πιο δύσκολη στιγμή της ανάγνωσης είναι όταν το βιβλίο που τον έχει συναρπάσει και συγκλονίσει, το βιβλίο που τον κρατά δεμένο με τα μάγια του από παράγραφο σε παράγραφο και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, πλησιάζει αναπόφευκτα προς το τέλος του. Όταν, καθώς διαβάζει, διαπιστώνει πως ελάχιστες πια σελίδες κρατάει σφιχτά με το δεξί του χέρι, ενώ οι περισσότερες βρίσκονται μαζί με το εξώφυλλο πάνω στο αριστερό του.

Το συλλογικό αναγνωστικό δαιμόνιο έχει βέβαια επινοήσει και εφαρμόσει κατά καιρούς μια μεγάλη ποικιλία παρηγορητικών τακτικών για τη δυσχερή αυτή κατάσταση. Κάποιοι αναγνώστες, για παράδειγμα, σταματούν την ανάγνωση λίγες σελίδες πριν από το τέλος, κερδίζοντας έτσι άλλη μια μέρα παραμονής τους στο σύμπαν του αγαπημένου τους βιβλίου. Άλλοι ξαναδιαβάζουν, αμέσως ή λίγο καιρό αργότερα, ή κάθε τρεις και λίγο, το βιβλίο που τόσο τους έχει ενθουσιάσει. Οι περισσότεροι διαβάζουν όλα τα βιβλία του ίδιου συγγραφέα ή, ενδεχομένως, όλα τα βιβλία με παρόμοιο θέμα ή παρόμοιο τρόπο γραφής. Κάποιοι πάμε ακόμα παραπέρα, πιο πίσω για την ακρίβεια, και διαβάζουμε και τα βιβλία που επηρέασαν τον αγαπημένο μας συγγραφέα, εκείνα που διαμόρφωσαν τη σκέψη και το ύφος του και τον έκαναν αυτό που θαυμάζουμε. Και ύστερα ξαναγυρίζουμε, εννοείται, άλλη μια φορά, στα δικά του.

 Η πιο ευφάνταστη, ωστόσο, πλούσια σε αποτελέσματα και τολμηρή μέθοδος είναι εκείνη που έκανε γνωστή και εφάρμοσε κατά κόρον ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, αν και δεν είναι εξ ολοκλήρου δική του επινόηση ούτε πρόκειται για αμιγώς αναγνωστική πρακτική αλλά κυρίως για ένα συγγραφικό εργαλείο. Αναφέρομαι βέβαια στη μέθοδο του cut-up, με τη χρήση της οποίας, εξηγεί ο Μπάροουζ, «Οποιοδήποτε αφηγηματικό κομμάτι ή, ας πούμε, ένα κομμάτι ποιητικών εικόνων, υπόκειται σε έναν αριθμό παραλλαγών, οι οποίες μπορεί να είναι όλες ενδιαφέρουσες και σωστές. Μια σελίδα του Ρεμπό, αναδιαρθρωμένη και μετά την εφαρμογή του cut-up, μας δίνει εντελώς νέες εικόνες. Εικόνες Ρεμπό —πραγματικές εικόνες Ρεμπό— πλην εντελώς νέες».

Ας δούμε περί τίνος πρόκειται, ξεκινώντας από την προϊστορία. Η αρχή παρόμοιων συγγραφικών και αναγνωστικών παιχνιδιών και πειραματισμών είχε γίνει, κατά τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Τριστάν Τζαρά, τον Κουρτ Σβίτερς και τους ντανταϊστές, που έκοβαν λέξεις από εφημερίδες και περιοδικά, τις έριχναν σε ένα καπέλο και έπαιρναν ύστερα όποιες έπιανε το χέρι τους στην τύχη για να τις συνενώσουν και να δημιουργήσουν τα ποιήματά τους. Ο Μπρετόν λίγο αργότερα, στο «Μανιφέστο του υπερρεαλισμού», διεύρυνε τη μέθοδο αυτή και επικύρωνε τη νομιμότητά της: «Είναι ακόμη επιτρεπτό να τιτλοφορηθεί ΠΟΙΗΜΑ αυτό που προκύπτει από την όσο το δυνατόν πιο ελεύθερη συναγωγή (ας προσέξουμε, αν θέλετε, τη σύνταξη) τίτλων και αποσπασμάτων τίτλων κομμένων από εφημερίδες». Το κολάζ εφαρμόζει την ίδια επίσης μέθοδο αλλά στο οπτικό πεδίο.

Δεκαετίες αργότερα, ο Μπράιον Γκάιζιν, πολυσχιδής και ιδιοφυής καλλιτέχνης, επινόησε και εφάρμοσε τη μέθοδο του cut-up συνθέτοντας τα ποιήματα που δημοσίευσε το 1960 στο βιβλίο του «Minutes to go», μαζί με τον Γουίλιαμ Μπάροουζ (ο οποίος αμέσως ενθουσιάστηκε από το νέο μέσο), τον Σινκλέρ Μπέιλς και τον Γκρέγκορι Κόρσο. Η μέθοδος που επινόησε ο Γκάιζιν συνίσταται στο εξής: με το ψαλίδι στο χέρι κόβουμε μικρότερες ή μεγαλύτερες φράσεις από κείμενα (εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία) και στη συνέχεια τις αναδιατάσσουμε δημιουργώντας νέους λεκτικούς συνδυασμούς, νέες ποιητικές εικόνες, νέα κείμενα. Οι φράσεις που επιλέγονται μπορεί να προέρχονται από ποικίλους συγγραφείς, αλλά μπορεί και να είναι όλες από τον ίδιο. Έτσι, το έργο ενός συγγραφέα καθίσταται ανεξάντλητο, καθώς οι συνδυασμοί είναι άπειροι και τα αποτελέσματά τους δημιουργούν διαρκώς νέες εικόνες. Το πλεονέκτημα αυτού του τρόπου σύνθεσης, σε σχέση με τον πιο πρωτόγονο των ντανταϊστών, συνίσταται στο ότι εξασφαλίζεται ένα μίνιμουμ συντακτικής ομαλότητας, αφού ο πειραματιστής αποσπά και ανασυνθέτει ολοκληρωμένες φράσεις και παραγράφους.

Το αποτέλεσμα θυμίζει, προφανώς, ποίηση και έτσι πρωτοχρησιμοποιήθηκε· ο Μπάροουζ ωστόσο επέκτεινε την εφαρμογή του και στην πεζογραφία, γράφοντας με αυτό τον τρόπο τρία τουλάχιστον μυθιστορήματα. Προχώρησε επίσης στην επινόηση της μεθόδου fold-in, που αποδείχτηκε πιο αποτελεσματική στον πεζό λόγο:

Παίρνω μια σελίδα κειμένου, δικού μου ή κάποιου άλλου, και τη διπλώνω στη μέση, κατά μήκος, και τη βάζω πάνω σε μια άλλη σελίδα κειμένου, δικού μου ή κάποιου άλλου, έτσι που να ταιριάξουν οι αράδες. Κατόπιν διαβάζω τη σύνθεση των δύο κειμένων, μισό από το ένα και μισό από το άλλο. Μία στις δέκα φορές το πράγμα ίσως δουλέψει, και τότε το χρησιμοποιώ. Η μέθοδος του fold-in [δίπλωσης] προσφέρει στο γράψιμο το ανάλογο του κινηματογραφικού φλασμπάκ, παρέχοντας τη δυνατότητα στον συγγραφέα να κινηθεί πίσω αλλά και μπροστά στον χρόνο. Πρόσωπα και θέματα αλληλομεταφέρονται, πηγαίνοντας πίσω μπρος στον χρόνο και τον χώρο, κάνοντας επανειλημμένα ταξίδια μέσα στον ίδιο χώρο αλλά σε χρόνους περασμένους.

Το cut-up δεν είναι μόνο ένας τρόπος να ερεθίζει την έμπνευσή του ο συγγραφέας. Ούτε μόνο ένας τρόπος για να μην τελειώνουν τα βιβλία που ως αναγνώστες αγαπάμε. Είναι κυρίως η διείσδυση του ενός στη δουλειά του άλλου που ξεχωρίζει αυτή τη μέθοδο από άλλες. Γιατί το cut-up είναι ο τόπος όπου συναντιούνται επί ίσοις όροις και ταυτίζονται, για μια φορά, ο αναγνώστης και ο συγγραφέας. Σκίζοντας (ή φωτοτυπώντας, ακόμη καλύτερα, εδώ που τα λέμε) δυο-τρεις σελίδες από ισάριθμα βιβλία, πιάνοντας το ψαλίδι και το σελοτέιπ, κόβοντας ύστερα και ενώνοντας κατά βούληση ή κατά τύχη τα κομμάτια, ο αναγνώστης γίνεται συγγραφέας ενός κειμένου που ο ίδιος για πρώτη φορά θα το διαβάσει μόλις το ολοκληρώσει.

Αξίζει μια δοκιμή.