Θέμα αρχής
Θέλεις να κάνεις ένα Γερμανό ή έναν Ελβετό να γίνει έξω φρενών; Παραβίασε κάποιον κανόνα. Γιατί όμως αυτή η σχεδόν ρομποτική υπακοή σε κανόνες; Δεν θα μπορούσε να υπάρχει μία μέση οδός;
Με τον φίλο και συνάδελφό μου Σ. βρισκόμασταν στην Αυστρία, στο Λινζ, για επαγγελματικό ταξίδι. Ο Σ. είναι Γάλλος, και, παρότι είμαστε πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, δέσαμε από νωρίς. Μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, σκεφτήκαμε να βγούμε να φάμε σ’ ένα μαγαζί με μπίρες και κρέατα (αυτό το θέμα θα επαναλαμβάνεται συχνά, να το ξέρετε). Καθημερινή, κάπου εννέα το βράδυ, δεν είχε και πολλή κίνηση. Κοντοσταθήκαμε σε ένα φανάρι για πεζούς. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, τίποτα σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων τουλάχιστον από κάθε πλευρά. Ξεκινώ για να περάσω και βλέπω απέναντι μια ηλικιωμένη κυρία να μου γνέφει εμφατικά. Βοήθεια θα θέλει, σκέφτηκα, και επιτάχυνα προς το μέρος της. Πώς δεν μου έμεινε στα χέρια… Τριπλό εγκεφαλικό, τρομώδες σοκ και άλλα, επειδή πέρασα με κόκκινο, όπως κατάλαβα αργότερα. Ο Σ. που είδε όλη τη σκηνή να εκτιλύσσεται μπροστά του να έχει λιώσει στα γέλια κι εγώ να προσπαθώ να ηρεμήσω τη γηραιά κυρία που έκανε σαν Ελληνίδα μάνα που βλέπει το σπλάχνο της να βγαίνει έξω χωρίς ζακέτα. «Είναι θέμα αρχής», μου είπε, «Alles in Ordnung», της πέταξα κι εγώ, ενθυμούμενος μια γερμανική διαφήμιση που έπαιζε στην Ελλάδα, και φύγαμε βιαστικά με τον Σ. για να ανεβάσουμε χοληστερίνες και τριγλυκερίδια πριν ξαναπάθει κρίση η καλή κυρία.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν αυτό που έζησα μέσα σε ένα ταξί στη Γερμανία. Ο ταξιτζής με παρέλαβε από το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης (ναι, αυτό όπου προσγειώνεσαι και βλέπεις τις Πόρσε στην παράλληλη Αutobahn να πηγαίνουν πιο γρήγορα από το αεροπλάνο) και με πήγε στην πόλη. Όπως βγαίναμε από την Αutobahn, η οποία δεν έχει όρια ταχύτητας στα περισσότερα σημεία της, και μπήκαμε σε μια ζώνη ελεγχόμενης ταχύτητας, τον προσπέρασε ένα αλλο αυτοκίνητο με πολλά παραπάνω χιλιόμετρα από το όριο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο ταξιτζής σήκωσε το τηλέφωνο, πήρε την αστυνομία και έδωσε στεγνά το νούμερο και τη μάρκα του αυτοκινήτου. Σοκ. Σε ακούω να λες μέσα σου, «Α τον σπιούνο, το καρφί, τι κοινωνία είναι αυτή που καρφώνει ο ένας τον άλλο;» Ενδιαφέρουσα αντίδραση και καλό το ερώτημα. Σύμφωνα με τους Γερμανούς, όμως, υπάρχουν κανόνες και νόμοι που είναι απαραίτητοι προκειμένου να μη γίνει η κοινωνία ζούγκλα. Όταν δεν τους σέβεσαι, δεν σέβεσαι τον συμπολίτη σου, όχι την αστυνομία ή το αόριστο κράτος. Επίσης, είσαι εν δυνάμει επικίνδυνος. Ο ταξιτζής, για παράδειγμα, όταν του εξέφρασα την απορία μου, μου είπε ότι αυτός που μας προσπέρασε θα μπορούσε να δημιουργήσει ατύχημα και, εντέλει, κατέληξε στο ίδιο με τη συμπαθή γριούλα παραπάνω: «Είναι θέμα αρχής». Beat that.
Μπορούμε να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε όσο θέλουμε με τις παραπάνω θέσεις, αλλά το σίγουρο είναι ότι, αν δεν τις καταλάβουμε, αν δεν αντιληφθούμε πόσο βαθιά ριζωμένες είναι στην αντίληψη του μέσου πολίτη αυτών των χωρών, θα δυσκολευόμαστε πάντα να συνεννοηθούμε. Εκεί η αστυνομία δεν θεωρείται ως το ένοπλο χέρι του διεφθαρμένου κράτους. Δεν είναι η εκπρόσωπος μιας άρχουσας ελίτ που χρησιμοποιεί εννομη βία για να περιορίσει τις ελευθερίες του πολίτη. Η λειτουργία της είναι πολύ περισσότερο βοηθητική παρά κατασταλτική. Όταν όμως χρειαστεί να επέμβει δυναμικά, δεν θες να βρίσκεσαι κοντά. Όποιος έχει δει γερμανοελβετικά MAT, κατάφρακτους εν δράσει, καταλαβαίνει.
Κάθε χώρα επιλέγει το δικό της μίγμα ελέγχου/ελευθερίας. Θεωρητικά, οι πολίτες σε αυτές τις χώρες εκπαιδεύονται από μικρή ηλικία να λειτουργούν σε ομάδες, να διαπραγματεύονται, να κάνουν υποχωρήσεις και να αντιλαμβάνονται ότι το να ζεις σε μια οργανωμένη, εύρυθμη κοινωνία, έχει κόστος. Ξέρουν επίσης ακριβώς πού βρίσκονται οι κόκκινες γραμμές και ποιες είναι οι συνέπειες αν αυτές ξεπεραστούν. Στην πράξη βλέπεις πολλές διαφορετικές περιπτώσεις ατόμων και φιλοσοφίες εφαρμογής από την πολιτεία, από την πιο ήπια (εντός κόκκινων γραμμών) της Ολλανδίας μέχρι την εξαιρετικά αυστηρή της Ελβετίας. Το σίγουρο είναι ότι μπορείς να προσαρμοστείς είτε από κοινωνική ευαισθησία είτε επειδή ξέρεις ότι το πλαίσιο είναι σαφές και ότι εφαρμόζεται χωρίς συνεχείς εξαιρέσεις. Οι ιστορίες Ελλήνων οδηγών που αλλάζουν συμπεριφορά αμέσως μόλις περάσουν τα σύνορα είναι χαρακτηριστικές.
Θα ζητήσω λοιπόν ταπεινά συγγνώμη από την Αυστριακή γιαγιά και θα κάνω λίγη παραπάνω υπομονή πριν περάσω τη διάβαση με φανάρι, ακόμα και όταν μπορώ να το κάνω χωρίς κίνδυνο, θυσιάζοντας λίγη πρακτικότητα στο βωμό του σεβασμού σε εκείνη και στους κανόνες της χώρας της. Δεν θα πάρω τηλέφωνο την αστυνομία όταν κάποιος με προσπεράσει στην Αutobahn —υπάρχουν πολλοί ταξιτζήδες, άλλωστε—, εκτός κι αν κάποιος φαίνεται μεθυσμένος ή οδηγεί πραγματικά επικίνδυνα. Δεν θα συγχωρέσω όμως ποτέ τον γείτονα Ελβετό που προσεκλήθη στο πάρτι στο διαμέρισμά μου για το οποίο είχα ενημερώσει τις Αρχές της Γενεύης (ναι…), ήρθε, ήπιε ποτάκι, έφυγε στις 23:45 και ειδοποίησε την αστυνομία κατά τις 00:30 επειδή το πάρτι έπρεπε να είχε τελειώσει τα μεσάνυχτα.
Η γλυκιά εκδίκηση ήρθε τρεις μήνες αργότερα — αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία!