Λόγια του βάρδου
Τετρακόσια χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), του σημαντικότερου ίσως συγγραφέα που ανέδειξε ποτέ η αγγλική γλώσσα, και ενός από τους κορυφαίους δραματουργούς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τα έργα του, παρόλο που μιλάνε για ανθρώπους, καταστάσεις και γεγονότα (ιστορικά, φανταστικά ή μυθικά) πολύ παλαιότερων εποχών, παραμένουν επίκαιρα, και αυτό οφείλεται στον ίδιο λόγο για τον οποίο παραμένουν επίκαιρα τα έργα των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, αλλά και τα πολύ παλιά ποιήματα που έχουμε από τη Μέση ή την Άπω Ανατολή (καθώς και τα ψήγματα που έχουν διασωθεί από την αφρικανική και την αμερικανική ήπειρο): γιατί μιλούν για την ανθρώπινη φύση, ένα χαρακτηριστικό που δεν έχει αλλάξει καθόλου από τότε. Τα πάθη, τα ηθικά διλήμματα, το κυνήγι της εξουσίας και του πλούτου, ο έρωτας, οι συμπεριφορές, είναι ίδια κι απαράλλαχτα σε όλη τη διαδρομή του ανθρώπινου πολιτισμού.
Όποιο θεατρικό του έργο κι αν ανοίξεις, θα δεις τον Σαίξπηρ να σου μιλά στο μυαλό και στην καρδιά σαν να είναι σύγχρονός σου, παλιός συμμαθητής σου από το σχολείο ή αγαπημένος συνάδελφος από τη δουλειά, και σαν να έχετε βγει μαζί για μπίρες. Στον «Έμπορο της Βενετίας», για παράδειγμα, σε καλεί να κουνήσεις το κεφάλι με απόγνωση για την κατάντια της δημόσιας ζωής:
Ω, μακάρι οι μεγάλες θέσεις, οι βαθμοί
κι οι τίτλοι να μην ήταν αποτέλεσμα διαφθοράς
και άσπιλη η τιμή να αποκτιότανε μόνο με την αξία!
Καθώς προχωρά η μπιροκατάνυξη, διαβάζοντάς σου το Πρώτο μέρος του Ερρίκου του Δ΄, σε καλεί να συμμεριστείς την κριτική του για την κακή στιχουργική που έχει πια κυριαρχήσει γύρω σας:
Καλύτερα να ήμουνα γατάκι και να ψευτοκλαίω, «Νιάου»,
παρά ένας από κείνους τους μονότονους τραγουδοποιούς
με τις ομοιοκαταληξίες! Καλύτερα ν’ ακούσω το τρίξιμο
χάλκινου λυχνοστάτη, ή αλάδωτο τροχό να ξύνεται
πάνω στον άξονά του, γιατί τόσο δεν θα μ’ ανατριχιάσει
όσο η φτιαχτή, ξύλινη ποίηση: αυτή είναι σαν ν’ αναγκάζεις
φοράδα κουρασμένη να τριποδίσει!
Κι όταν πια θα έχετε μεθύσει και τα άδεια μπουκάλια δεν θα χωράνε πάνω στο τραπέζι, η συζήτηση θα φτάσει στην πολύ βαθιά (και πολύ απαισιόδοξη) φιλοσοφία, και θα σου απαγγείλει με βραχνό στόμφο ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία του «Μακμπέθ»:
Το αύριο, που φέρνει
το άλλο αύριο, και το άλλο αύριο: σέρνονται αργά,
βήμα το βήμα, μέρα τη μέρα, ώς την εσχάτη συλλαβή
του χρόνου που θα καταγραφεί. Και όλα τα δικά μας Χθες
φωτίσανε πολλών ανόητων θνητών τον δρόμο προς τον θάνατο
και την ανωνυμία της σκόνης. Σβήσε, σβήσε, βραχύβιο φως!
Η ζωή, μια σκιά περιπλανώμενη, ένας καημένος θεατρίνος
που όσο κρατάει ο ρόλος του φωνάζει στη σκηνή
και καμαρώνει: αλλά μετά δεν ξανακούγεται ποτέ!
Η ζωή, ένα παραμύθι που το διηγείται ηλίθιος,
ένας μύθος γεμάτος μανία και παραφορά, χωρίς κανένα νόημα!
ΥΓ: Τα αποσπάσματα είναι μεταφρασμένα από τον πρόσφατα χαμένο Ερρίκο Μπελιέ, και προέρχονται από το Ανθολόγιο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις Κέδρος το 2008.